Της Θεοδώρας Κρέπη,
Σύμφωνα με τον βιογράφο των αναγεννησιακών καλλιτεχνών και ζωγράφο του 16ου αιώνα, Giorgio Vasari, υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι στο πρόσωπό τους συγκεντρώνουν όλες εκείνες τις αρετές που η Θεία Χάρη διασπείρει κατά καιρούς σε διαφορετικούς ανθρώπους. Αυτά τα προικισμένα άτομα, τα οποία ονομάζει, με μια δόση υπερβολής, «θνητούς θεούς», είναι προορισμένα για μεγάλα πράγματα. Και ένα από αυτά ήταν ο Ραφαήλ (ιταλιστί Raffaello Sanzio), καλλιτέχνης από τη μικρή, αλλά διόλου ασήμαντη, πόλη του Urbino. Την εποχή που γεννήθηκε ο Ραφαήλ, το 1483, το Urbino διένυε τη φάση της ακμής του χάρη στην προσωπικότητα του δούκα και κοντοτιέρου Federico da Montefeltro (που είχε πεθάνει την προηγούμενη χρονιά), ενός φωτισμένου ηγεμόνα που εκτιμούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και φρόντισε για την ανάπτυξη των γραμμάτων.
Ο Ραφαήλ ήταν γιος ενός (σχετικά άσημου) καλλιτέχνη από το Urbino, του Giovanni de’ Santi. Από νεαρή ηλικία ο Ραφαήλ μυήθηκε στη ζωγραφική από τον πατέρα του (βοηθώντας τον, μάλιστα, παρά το νεαρό της ηλικίας του, σε ορισμένα έργα που είχε αναλάβει στην πόλη του Urbino), μέχρι που ο τελευταίος συνειδητοποίησε πως δεν είχε άλλα εφόδια να δώσει στον εξαιρετικά ταλαντούχο γιο του. Αποφάσισε, τότε, να τον στείλει στην Perugia, για να μαθητεύσει στο πλευρό του γνωστού ζωγράφου Pietro Perugino.
Εκεί ο Ραφαήλ, μιμούμενος το στυλ του δασκάλου του, κατάφερε να εξελίξει το ταλέντο του και ανέλαβε ορισμένα έργα. Λίγο αργότερα, συνεργάζεται για ένα διάστημα με τον Pinturicchio στη Σιένα. Το επόμενο βήμα για την ανάπτυξη του Ραφαήλ ως καλλιτέχνη ήρθε με το ταξίδι του στη Φλωρεντία. Εκεί βρέθηκε διακατεχόμενος από σφοδρή επιθυμία να δει ιδίοις όμμασι τα, κατά τους συγχρόνους του, άψογα έργα, που είχαν πραγματοποιήσει εκεί δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα της Ιταλικής Αναγέννησης, ο Leonardo da Vinci και ο Μιχαήλ Άγγελος. Θαμπωμένος από την ομορφιά της γενέτειρας πόλης της Αναγέννησης, αποφάσισε να παραμείνει εκεί και διεύρυνε τον κύκλο του, ερχόμενος σε επαφή με διαπρεπείς ομοτέχνους του, αλλά και με ισχυρούς άνδρες της πόλης.
Μετά από κάποιο διάστημα, ο Ραφαήλ αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Urbino, ώστε να τακτοποιήσει ορισμένες υποθέσεις, που είχαν προκύψει μετά τον θάνατο των γονιών του. Μετά από ένα πέρασμα από την Perugia, βρέθηκε ξανά στη Φλωρεντία. Σε όλο αυτό το διάστημα είχε αναπτύξει μια αξιόλογη πελατεία, η οποία ζητούσε τα έργα του.
Ωστόσο, η μεγάλη δόξα για τον καλλιτέχνη θα έρθει στη Ρώμη. Ο συμπατριώτης του, ο αρχιτέκτονας Bramante, είχε αναλάβει, για λογαριασμό του πάπα Ιουλίου Β’, την ανοικοδόμηση του ναού του Αγίου Πέτρου. Κατόπιν σύστασης του Bramante, ο Ραφαήλ προσκαλείται από τον Πάπα στη Ρώμη για να διακοσμήσει ορισμένα από τα διαμερίσματα του παπικού συγκροτήματος στο Βατικανό. Ο Ραφαήλ δέχεται με χαρά, διαισθανόμενος ίσως ότι σε αυτή την περίοδο της ζωής του στη Ρώμη θα έφτιαχνε ορισμένα από τα πιο εμβληματικά έργα του, ότι αυτή η ευκαιρία θα τον οδηγούσε στην αποθέωση. Αφήνοντας στη μέση τα έργα που είχε ξεκινήσει στη Φλωρεντία, ο Ραφαήλ φεύγει για την αιώνια πόλη το 1508, όπου πραγματικά μεγαλουργεί, διακοσμώντας τη λεγόμενη «Αίθουσα της Υπογραφής» (Stanza della Segnatura).
Σε αυτή την αίθουσα, ο Ραφαήλ συνέλαβε την ιδέα, ως γνήσιος άνθρωπος της Αναγέννησης, να απεικονίσει τους τέσσερεις πυλώνες για την κατάκτηση της γνώσης. Έτσι, στην οροφή ζωγραφίζει τέσσερις προσωποποιημένες μορφές, τη Θεολογία, τη Δικαιοσύνη, την Ποίηση και τη Φιλοσοφία, ενώ, ακριβώς από κάτω, παραστάσεις που αντιστοιχούν σε αυτές. Ο Ραφαήλ συμπλέκει σε κάθε μία από τις τοιχογραφίες μυθολογικές μορφές και ιστορικά πρόσωπα διαφορετικών εποχών και πολιτισμών (πιθανότατα έχοντας ως συμβούλους του περισσότερο ειδικούς από τον ίδιο σε αυτά τα θέματα). Έτσι, στον έναν τοίχο ζωγραφίζει μια σκηνή που εικονίζει μεγάλους θεολόγους να αντιπαρατίθενται σχετικά με το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας υπό το βλέμμα της Αγίας Τριάδας, της Θεοτόκου και διαφόρων βιβλικών μορφών. Σε έναν δεύτερο τοίχο εικονίζεται στη μία μεριά ο Ιουστινιανός, ενώ στην άλλη ο πάπας Γρηγόριος Θ’, αμφότεροι γνωστοί για το νομικό τους έργο. Οι δύο σκηνές αυτές εκτυλίσσονται κάτω από τις προσωποποιήσεις της Εγκράτειας, της Σύνεσης και του Ψυχικού Σθένους. Ένα τρίτο έργο εικονίζει τον Παρνασσό, το βουνό του Απόλλωνα και των Μουσών. Ο ίδιος ο Απόλλωνας βρίσκεται στο κέντρο, παίζοντας τη λύρα του, και γύρω του βρίσκονται οι Μούσες και ποιητές της αρχαιότητας, αλλά και «σύγχρονοι»: ο Όμηρος, η Σαπφώ και ο Βιργίλιος δίπλα στον Δάντη και τον Πετράρχη.
Το πιο χαρακτηριστικό έργο, όμως, από την αίθουσα αυτή είναι η λεγόμενη «Σχολή των Αθηνών». Πρωταγωνιστές εδώ είναι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης που στέκονται στο κέντρο της σκηνής και, κρατώντας τον Τίμαιο και τα Ηθικά αντίστοιχα, επιχειρηματολογούν, με τον πρώτο να δείχνει τον ουρανό, ενώ τον δεύτερο τη γη. Όλα αυτά διαδραματίζονται σε ένα εντυπωσιακό θολωτό οικοδόμημα με αναμνήσεις από τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, ανάμεσα σε δύο γλυπτά της Αθηνάς και του Απόλλωνα. Ίσως από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία, όμως, είναι το γεγονός ότι γνωστοί καλλιτέχνες της εποχής παρεισφρέουν στο έργο «μεταμφιεσμένοι» ως φιλόσοφοι. Βλέπουμε, λοιπόν, ανάμεσα στον Σωκράτη, τον Πυθαγόρα, τον Πτολεμαίο και άλλους, έναν Ευκλείδη με τα χαρακτηριστικά του Bramante και έναν Ηράκλειτο «υποδυόμενο» από τον Μιχαήλ Άγγελο, ενώ και το πρόσωπο του Πλάτωνα θυμίζει αυτό του da Vinci. Μάλιστα, ο Ραφαήλ, κατά τον Vasari, δεν παραλείπει να συμπεριλάβει και την αυτοπροσωπογραφία του (ξεπροβάλλει πίσω από μια ομάδα μορφών στα δεξιά, φορώντας έναν μαύρο μπερέ). Αυτό είναι ένα δείγμα της θέσης που είχαν διεκδικήσει οι καλλιτέχνες: την εποχή αυτή έχουν πάψει να θεωρούνται χειρώνακτες και διεκδικούν το κύρος και την αναγνώριση που τους αρμόζει ως άνθρωποι του πνεύματος.
Στο διάστημα που παρέμεινε στη Ρώμη, ο Ραφαήλ εκτέλεσε πολλά έργα για σημαντικούς πάτρωνες, μεταξύ αυτών για τον ίδιο τον πάπα (πρώτα τον Ιούλιο Β’ και, μετά τον θάνατό του, τον Λέοντα Ι’), αλλά και για εύπορους Ιταλούς, όπως τον Σιενέζο Agostino Chigi, ο οποίος του ανέθεσε τη διακόσμηση της βίλας του στη Ρώμη. Ταυτόχρονα, ο Ραφαήλ φρόντισε να μη μένει στάσιμος, αλλά να εξελίσσεται διαρκώς μέσα από τη μελέτη έργων άλλων ομοτέχνων του, αλλά και των αρχαιοτήτων, στις οποίες καμία έλλειψη δεν είχε η Ρώμη, ειδικά την εποχή εκείνη, που νέα έργα είχαν αρχίσει να έρχονται στο φως. Η δύναμη και η ωριμότητα που αποπνέουν τα έργα του αυτής της περιόδου ίσως να οφείλονται εν μέρει στο γεγονός αυτό, αλλά και στο ότι ο Ραφαήλ κατάφερε να έρθει σε επαφή με το έργο του Μιχαήλ Αγγέλου στην Cappella Sistina.
Μετά τον θάνατο του Ιουλίου Β’, το 1513, ο διάδοχός του, Λέων Ι’, θέλησε να συνεχίσει ο Ραφαήλ το έργο του στη Ρώμη, όπερ και εγένετο. Κατά την περίοδο αυτή ο Ραφαήλ όχι μόνο εξακολούθησε τη διακόσμηση των παπικών διαμερισμάτων, αλλά φιλοτέχνησε έργα για πολλούς και διάφορους σπουδαίους πελάτες. Μάλιστα, για λογαριασμό του Πάπα, πραγματοποίησε τα σχέδια για κάποιους τοιχοτάπητες, που θα υφαίνονταν στη Φλάνδρα. Ταυτόχρονα, λόγω του θανάτου του συμπατριώτη του, του Bramante, ανέλαβε την εποπτεία των αρχιτεκτονικών έργων για την ανοικοδόμηση του Αγίου Πέτρου.
Ένα ακόμα σημαντικό καθήκον που αναλαμβάνει ο Ραφαήλ την ίδια εποχή είναι το να καταστεί υπεύθυνος για τις αρχαιότητες της Ρώμης και συγκεκριμένα για τη συντήρηση, την προστασία και την αναστήλωσή τους. Σε επιστολή του προς τον Πάπα το 1518/19, αφού εκφράζει έντονα την πικρία και την απογοήτευσή του για την παραμέληση και την καταστροφή των αρχαιοτήτων, που λάμβαναν χώρα ακόμα και στις μέρες του, εξαίρει την ομορφιά αυτών των έργων και τη σοφία των αρχαίων, από την οποία πρέπει να παραδειγματιστούν όλοι, και ζητά από τον Πάπα να ενεργήσει για την προστασία τους.
Λίγο αργότερα, τη Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1520, ο Ραφαήλ άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία μόλις 37 ετών, αφήνοντας τον καλλιτεχνικό κόσμο της Ρώμης (και γενικά της αναγεννησιακής Ιταλίας) φτωχότερο. Όλη η Ρώμη, και όχι μόνο, θρήνησε την απώλεια του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη, ο οποίος θα μπορούσε ακόμα να δώσει πολλά. Ευτυχώς, όμως, για τη ζωγραφική, είχε φροντίσει να «μπολιάσει» με την τέχνη του μια νέα γενιά καλλιτεχνών, οι οποίοι ακολούθησαν τα βήματά του και συνέχισαν το έργο του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Burckhardt, J. (1878), The civilization of the renaissance in Italy, translated by S. G. C. Middlemore, London: George Allen & Unwin Ltd., σ. 184.
- Chapman, H., Henry, T., Plazzotta, C. (2008), Raphael: From Urbino to Rome, National Gallery London.
- Davies, E. J., et. al (2011), Janson’s History of Art: the western tradition, 8th edition, Prentice-Hall, σ. 577-583.
- Symonds, J. A.(1888), Renaissance in Italy, vol. 2, New York: Henry Holt & Company, σ. 315-317.
- Vasari, G. (1991), The Lives of the Artists, translated by J. Conaway Bondanella, P. Bondanella, Oxford University Press, σ. 305-338.