Της Σοφίας Πεχλιβανίδου,
Συνήθως, όταν γίνεται γνωστό ένα έγκλημα οποιουδήποτε είδους, το ενδιαφέρον και η προσοχή όλων στρέφεται στο στυγερό πρόσωπο του δράστη, δίνοντάς του το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που έχει γεννηθεί κακός, με ροπή στο έγκλημα, στην παρανομία, στην πρόκληση βλάβης απέναντι σε οποιονδήποτε. Οι δράστες έχουν το προφίλ του βίαιου ανθρώπου, του ασύδοτου, προβληματικού με ελλειμματική προσωπικότητα, με άσχημα ή τραυματικά βιώματα, που τους οδήγησαν στην άσκηση βίας, στην παράβαση του νόμου και, συνεπώς, στην αξιόποινη πράξη που τους καθιστά εγκληματίες έναντι του συνανθρώπου τους και του κοινωνικού συνόλου.
Από τη συνήθη προσέγγιση και προβολή των δραστών και από την αστυνομική έρευνα που διενεργείται κάθε φορά για κάποια εγκληματική πράξη εγείρονται ορισμένα ερωτήματα –κατά τη γνώμη μου εύλογα– που προβληματίζουν. Είναι όντως όλοι οι δράστες έτσι; Δηλαδή, θα μπορούσαμε να δεχτούμε τον αφορισμό ότι οποιοσδήποτε εγκληματεί έχει τέτοιου είδους χαρακτηριστικά; Και αν ναι, τότε ποιος ευθύνεται για αυτά τα χαρακτηριστικά; Είναι ευθύνη των γονιών των δραστών και του τρόπου με τον οποίο ήταν παρόντες ή απόντες στην ανατροφή των παιδιών; Είναι, μήπως, ευθύνη της πολιτείας; Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να πούμε ότι η πολιτεία αναθρέφει εγκληματίες; Κι αν ναι, με ποιον τρόπο; Κι αν υπάρχει τρόπος η πολιτεία να αναθρέφει εγκληματίες, τότε γιατί επιλέγει κατόπιν εορτής την καταστολή και όχι την πρόληψη του εγκλήματος; Πρόκειται για ερωτήματα κοινωνικά, αλλά και πολιτικά, που προκύπτουν κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση περί εγκληματικότητας διαχρονικά.
Ένα θεατρικό κείμενο, λοιπόν, που αφορά όλα αυτά τα ερωτήματα παίρνει σάρκα και οστά επί σκηνής, ξεκινώντας από το θέατρο Αλκμήνη, κάνοντας περιοδεία στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο Αμαλία και ολοκληρώνοντας τον κύκλο των παραστάσεων που δόθηκαν. «Οι Εκτελεστές» του Γιώργου Σκουρτή. Σε σκηνοθεσία Τριαντάφυλλου Δελή και με τους τρεις νέους και εξαιρετικά ταλαντούχους ηθοποιούς στο cast της παράστασης, Λυκούργο Μπάδρα, Αλέξανδρο Παπατριανταφύλλου και Βασίλη Τριανταφύλλου, στον ρόλο των εκτελεστών, μας υποβάλλουν στην ατμόσφαιρα του κρησφύγετου που βρίσκουν για να μην τους συλλάβουν, ύστερα από ένοπλη ληστεία μετά φόνου που διέπραξαν και μας προβληματίζουν, μας προκαλούν να αναρωτηθούμε αν η πράξη τους ήταν απόρροια κοινωνικής σήψης ή απλώς το ολέθριο λάθος τριών αδελφών που πίστεψαν ότι μπορούν να ξεφύγουν από τον νόμο, χωρίς να υποστούν τις συνέπειες, με στόχο να ζήσουν τη μεγάλη ζωή, όπως την ονειρεύτηκε ο καθένας τους.
Ο Παύλος (Λυκούργος Μπάδρας), ο Στέλιος (Βασίλης Τριανταφύλλου) και ο Κοσμάς (Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου), επομένως, εμφανίζονται στη σκηνή ως φυγάδες, υπόδικοι για τη ληστεία που διέπραξαν σε τράπεζα, αποσπώντας λεία 300.000 ευρώ και, ενώ προσπαθούν να σκεφτούν το τέλειο σχέδιο, για να φύγουν από τη χώρα ελεύθεροι πια –ή έτσι νομίζουν– με πολλά χρήματα στα χέρια τους, για να διεκδικήσουν τη ζωή που η κοινωνία τους στέρησε –δεδομένου ότι ήταν από πάντα στο περιθώριο και δεν έγιναν ποτέ οι «εκλεκτοί πολίτες», για τους οποίους φροντίζει η κοινωνία να ζουν όπως επιθυμούν.
Οι τρεις τους είναι αδέρφια και, παρότι μεγάλωσαν στην ίδια οικογένεια, κουβαλά ο καθένας τους μια δική του εκδοχή για το παρελθόν που τους έφερε στο σήμερα. Ο Παύλος με θράσος και χιούμορ θεωρεί ότι επιτέλους ξεγέλασε τους αστυνομικούς και «έπιασε την καλή», σχεδιάζει να διαφύγει στη Βραζιλία, όπου θα τον περιμένουν χλιδή και γυναίκες. Ο Στέλιος, τοξικομανής και καλλιτέχνης με ευαισθησία, ερωτευμένος με μια γυναίκα που τον μύησε στα ναρκωτικά και έχοντας φτάσει πια σε οριακό σημείο να πεθάνει λόγω της χρήσης, δεν ξέρει ακριβώς τι ονειρεύεται να κάνει με τα χρήματα που έκλεψαν, ίσως είναι και ο μόνος που πράγματι αναρωτιέται τι συνέβη και γιατί χρειάστηκε να κάνουν μια τέτοια πράξη. Ο Κοσμάς, ο αυστηρότερος από τους τρεις, είναι εκείνος που οργάνωσε το σχέδιο, χωρίς, ωστόσο, και ο ίδιος να είναι απόλυτα σίγουρος για την κατάληξή του και ελπίζει ότι οι θεωρίες του για την εξουσία, τις μάζες και την κοινωνία βρίσκουν επιτέλους τρόπο να εκφραστούν, κάνοντας τον ίδιο ήρωα αναρχικό, που δεν υποτάσσεται στο σύστημα που τον καταπνίγει από την παιδική του ηλικία.
Βλέποντας την παράσταση στη Θεσσαλονίκη και σκεπτόμενη πως πρόκειται για ένα έργο που γράφτηκε το ’80 που μοιάζει αρκετά μακρινό, διαπιστώνω ότι οι τρεις ήρωες, τα τρία αδέλφια που αποφάσισαν να διεκδικήσουν το καλύτερο μέλλον που τους αξίζει, σε μια κοινωνία που διαρκώς τους αγνοεί, διατρανώνουν ο καθένας με τον τρόπο του μια διαφορετική αντίληψη για την αδικία, για τη ζωή, το σωστό και το λάθος και τη στάση κάθε ανθρώπου απέναντι στο γεγονός ότι κάθε πράξη επιφέρει συνέπειες, πιο επίκαιρες από ποτέ. Ο χιουμορίστας και ο ονειροπόλος Παύλος, ο ευαίσθητος καλλιτέχνης που παρασύρεται εύκολα Στέλιος μπλέκονται στο σχέδιο του διανοούμενου Κοσμά, ο οποίος καταλήγει να παγιδευτεί στις ίδιες του τις ιδέες. Ή μήπως δεν ήταν τελικά παγίδα; Οι εκτελεστές δε γλιτώνουν από τη μοίρα του εγκληματία που, κάπως, κάποτε συλλαμβάνεται, έρχεται μπροστά στην ευθύνη και η επιλογή που του μένει είναι απλώς να επιλέξει τιμωρία, αν έχει περιθώριο επιλογής φυσικά. Στην προκειμένη περίπτωση οι τρεις πρωταγωνιστές επιλέγουν το τέλος της ιστορίας, με τον τρόπο που πιστεύουν ότι θα δώσουν ένα μάθημα στην κοινωνία που τους είχε ανέκαθεν στο σκοτάδι. Επιλέγουν εκείνοι το προσωπικό τους φινάλε, λέγοντας πως πια είναι ελεύθεροι να ολοκληρώσουν την αποστολή τους, όπως εκείνοι θέλουν και όχι όπως τους επιβάλλει η κοινωνία να το κάνουν.
Δεν μπορώ να έχω ξεκάθαρη άποψη για το σωστό και το λάθος των ηρώων, για το αν συμφωνώ ή διαφωνώ με τις επιλογές που έκαναν, διότι σίγουρα η αναρχία από τη θεωρία στην πράξη έχει πολύ μεγάλη απόσταση και η εφαρμογή της μέσα στη δημοκρατία είναι πάντα στην πλευρά του κοινωνικά μη αποδεκτού. Εντούτοις, νομίζω ότι το επίκαιρο κείμενο του Σκουρτή δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για συζήτηση περί ευθυνών όλων μας, ως κοινωνικού συνόλου, ως προς τη διαμόρφωση της αναρχίας, την ανάγκη του ανθρώπου να παρανομήσει σε ένα κράτος που τον εκμεταλλεύεται, τον καταπιέζει και τον αντιμετωπίζει ως μάζα που άκριτα δέχεται όποιο γεγονός συμβαίνει. Η απόσταση του πολίτη από το κράτος και το αντίστροφο είναι αυτή που ανέκαθεν δημιουργούσε και δημιουργεί το χάσμα εξουσίας, που ωθεί τον εγκληματία στο έγκλημα, το έλλειμμα παιδείας και η απουσία ουσιώδους ενδιαφέροντος για την ανάγκη του διπλανού συνιστά την αιτία των κοινωνικών παθογενειών, που καταλήγουν στο έγκλημα. Θύτες και θύματα μπαίνουν σε ένα αιώνιο γαϊτανάκι για το ποιος θα έχει, τελικά, τον νόμο στα χέρια του, ποιος θα ασκεί την εξουσία και, τελικά, η ματαιότητα είναι εκείνη που δίνει την απάντηση: στο αναπόφευκτο τέλος είμαστε όλοι ελεύθεροι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Οι εκτελεστές, theatro.gr, διαθέσιμο εδώ.