14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ο ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης


Της Ιωάννας Τσιούρη,

Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δίκαιο και των κρατών-μελών αυτής, στο οποίο οφείλουν υπακοή και σεβασμό αντάξια με αυτά που επιφυλάσσουν για το εθνικό τους δίκαιο, αποτελεί στον πυρήνα του ένα αμάλγαμα των δικαίων της ηπείρου, έχοντας προχωρήσει σε υιοθέτηση θεσμών οικείων σε πολλά από τα επιμέρους εθνικά συστήματα, τα οποία έχει προσαρμόσει στις ιδιομορφίες και τις ιδιαιτερότητες, που μόνο ένα τέτοιο «διακρατικό» δίκαιο μπορεί να αξιώνει. Ένας τέτοιος θεσμός είναι και αυτός του Γενικού Εισαγγελέα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).

Το αξίωμα του Γενικού Εισαγγελέα (Advocate General) συναντά την προέλευσή του στο γαλλικό νομικό σύστημα, όπου ο Επίτροπος της Κυβέρνησης (Commissaire du Gouvernement) παρέχει νομική συμβουλευτική στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας (Conseil d’ État) πριν τη λήψη μιας απόφασης. Η εισαγωγή του θεσμού στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε κατά την προετοιμασία της Συνθήκης της Ρώμης. Εκεί, η γαλλική αντιπροσωπεία έφερε στο τραπέζι των συζητήσεων τον θεσμό, τον οποίο και υποστήριξε σθεναρά, ως αντιπρόταση στην ιδέα του να ακούγονται στο Δικαστήριο οι γνώμες της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας (όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, τόσο στον Άρειο Πάγο όσο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σε επίπεδο ελληνικού εθνικού δικαίου), ενώ θεωρήθηκε πως με την εισαγωγή του θεσμού άνοιξε ο δρόμος, ώστε να μπορούν οι διακεκριμένοι επιστήμονες, που εξυπηρετούν τον συγκεκριμένο ρόλο, να εκφράζουν την προσωπική επιστημονική τους γνώμη πάνω στην υπό κρίση υπόθεση[1].

Πηγή Εικόνας: openaccessgovernment.org

Όπως διατείνεται ξεκάθαρα η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), στο άρθρο 252, «Το Δικαστήριο επικουρείται από 8 γενικούς εισαγγελείς». Ωστόσο, ο όγκος των υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου και η ανάγκη για τεκμηριωμένη νομική υποστήριξη, οδήγησαν στο να υπηρετούν, σήμερα, στο σώμα του ΔΕΕ 11 γενικοί εισαγγελείς, 6 από τους οποίους ανήκουν σταθερά στα πιο μεγάλα και ισχυρά κράτη-μέλη. Θεωρούνται καθ’ όλα μέλη του Δικαστηρίου, διορίζονται με τις ίδιες διαδικασίες, όπως και οι δικαστές, απολαμβάνουν, εξίσου, το προνόμιο της ετεροδικίας, ενώ δεν μπορούν να παυθούν, πριν το πέρας της εξαετούς θητείας τους. Από το 1979 και έπειτα, ορίζεται κάθε χρόνο, ανάμεσα στους εισαγγελείς, ο Πρώτος Γενικός Εισαγγελέας, με μονοετή θητεία, ο οποίος αποφασίζει για την ανάθεση των υποθέσεων στους λοιπούς εισαγγελείς[2]. Ο Πρώτος Γενικός Εισαγγελέας έχει και την αρμοδιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΕ, «εφόσον κρίνει ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να θιγεί η ενότητα ή η συνοχή του δικαίου της Ένωσης, να προτείνει στο Δικαστήριο να επανεξετάσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου». Η κίνηση της διαδικασίας αυτής, αντίστοιχη με την οικεία στο ελληνικό εθνικό σύστημα αναίρεση υπέρ του νόμου, αποσκοπεί, αποκλειστικά, στην διατήρηση της συνοχής της νομολογίας σε ένα συγκεκριμένο θέμα, προκειμένου να αποφευχθεί η διατήρηση, εκ μέρους του Δικαστηρίου, διαφορετικής στάσης πάνω στο ίδιο θέμα ενόψει διαφορετικών υποθέσεων, και ακολούθως η απώλεια της αξιοπιστίας του και της ακεραιότητας των κρίσεών του.

Οι γενικοί εισαγγελείς οφείλουν να δρουν, όπως αναφέρεται στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου 252 ΣΛΕΕ, «με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία». Καθήκον κάθε γενικού εισαγγελέα είναι, πάνω και πέρα από όλα, να «διατυπώνει, δημόσια, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του». Η θεωρία, εντρυφώντας για χρόνια στη σημασία και τις εγγυήσεις του θεσμού, καταλήγει σε ένα σύνολο λειτουργιών, την διεκπεραίωση των οποίων εγγυάται η ύπαρξη ενός ρόλου, όπως αυτού του γενικού εισαγγελέα, σε ένα sui generis δικαιοδοτικό σύστημα, όπως αυτό της Ένωσης. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι: η παροχή βοήθειας προς το Δικαστήριο για την προετοιμασία σχετικά με μια υπόθεση˙ η πρόταση λύσεων σε μια υπόθεση που κρίνεται ενώπιον του Δικαστηρίου˙ η καθοδήγηση του Δικαστηρίου προς την εξεύρεση μιας νομικής βάσης, που να στηρίζει και να δικαιολογεί τη λύση αυτή, ιδίως σε σχέση με την υφιστάμενη νομολογία˙ η διατύπωση γνώμης πάνω σε κρίσιμα νομικά ζητήματα που θίγει η εκάστοτε υπόθεση˙ και η κριτική αξιολόγηση της νομολογίας ή ο σχολιασμός της εξέλιξης του δικαίου, στον τομέα που ενδιαφέρει στην εκάστοτε περίπτωση[3].

Πηγή Εικόνας: globeecho.com

Οι αιτιολογημένες προτάσεις που καταθέτουν οι γενικοί εισαγγελείς, γνωστές ως γνώμες, ενδέχεται να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στην απόφαση που θα ληφθεί, εν τέλει, από το Δικαστήριο, και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που μια πρόταση γενικού εισαγγελέα αποδείχθηκε όχι μόνο καθοριστική, ως προς την έκβαση της υπό κρίση υπόθεσης, αλλά και ρηξικέλευθη για το σύνολο της, μέχρι τότε, υπάρχουσας νομολογίας πάνω στο ζήτημα. Πάντως, οι προτάσεις των γενικών εισαγγελέων δεν είναι δεσμευτικές για το Δικαστήριο, πράγμα που σημαίνει πως η τελική κρίση μπορεί να αποκλίνει παρασάγγας από την πρόταση που τυχόν υποβλήθηκε. Επιπλέον, οι γενικοί εισαγγελείς δεν λαμβάνουν μέρος στις διαβουλεύσεις του Δικαστηρίου (οι οποίες είναι αυστηρά μυστικές) και το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αναφέρει στο αιτιολογικό της απόφασής του επιμέρους στοιχεία που τυχόν επηρέασαν την κρίση του[4]. Αυτά τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας του ενωσιακού δικαιοδοτικού συστήματος προκαλούν, βέβαια, δυσχέρεια στο να ανιχνεύσει κανείς το εύρος της επιρροής των προτάσεων των γενικών εισαγγελέων στη νομολογία του Δικαστηρίου: μια υπερβολική προσήλωση σε όσα υποστηρίζει η εκάστοτε πρόταση ενός γενικού εισαγγελέα στην υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσε να θίξει ακόμη και οριακά ζητήματα, όπως είναι αυτό της ανεξαρτησίας του Δικαστηρίου και του κατά πόσο αυτή διαταράσσεται, ειδικά και γενικά, από την παρέμβαση του ρόλου του γενικού Εισαγγελέα.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] “The Advocate General at the European Court of Justice: A Comparative Study”, 13 European Law Review 106,  Eg Borgsmidt – Kirsten, 1988.

[2] “Role of the Advocate General in the Law-Making Process of the European Community”, Anglo-American Law Review 39, Vranken M., 1996.

[3] “The general principles of EU law and the Europeanisation of national laws.”, Review of European Administrative Law 13.2,  Tridimas T., 2020.

[4] Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 2 & 35


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Τσιούρη
Ιωάννα Τσιούρη
Γεννήθηκε το 1993 και κατάγεται από τα Ιωάννινα. Πτυχιούχος της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του ΔΠΘ και της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ με μεταπτυχιακό στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), κλίνει προς τα ευρωπαϊκά ζητήματα και την επιρροή τους στο σύνολο της εθνικής νομοθεσίας. Γνωρίζει αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά και ισπανικά. Αγαπά τον αθλητισμό και τη μουσική, και προτιμά να περνά τον ελεύθερό της χρόνο με δικούς της ανθρώπους.