Του Ιωάννη Μυταυτσή,
Η περασμένη εβδομάδα θα μπορούσε με μια πρώτη ματιά να αποτιμηθεί θετικά για την Ελλάδα, την Kυβέρνηση και ειδικότερα το επιτελείο του Υπουργείου Εξωτερικών με επικεφαλής τον αρμόδιο Υπουργό Νίκο Δένδια. Η συνάντηση του Έλληνα Υπουργού με τον Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέϊ Λαβρόφ, ευχαρίστησε, όπως φαίνεται έως τώρα, τη δράση της Ελληνικής Κυβέρνησης, ωστόσο, σημασία έχει να δούμε με μια δεύτερη μάτια τη συνάντηση των δύο υπουργών και, γιατί όχι, να μη διατυπώσουμε και μια άλλη θέση.
Στη συνάντηση συζητήθηκαν σοβαρά ζητήματα, χωρίς, όμως, να εξαχθεί κάποιο ουσιαστικό και σαφές συμπέρασμα, πράγμα που συμβαίνει συχνά στις τελευταίες συναντήσεις της ελληνικής αποστολής με τους αντίστοιχους άλλων χωρών, με τη μοναδική εξαίρεση να αποτελούν οι συναντήσεις με τον Τούρκο ΥΠΕΞ. Η ελληνική πλευρά από ό,τι φαίνεται έθεσε, και ορθώς το έπραξε, το βασικότερο ζήτημα στο τραπέζι, το οποίο ενδιαφέρει όλους μας, την αποκλιμάκωση στο μέτωπο της Ουκρανίας-Ρωσίας. Μάλιστα, ο Έλληνας ΥΠΕΞ τάχθηκε και αυτός υπέρ της εφαρμογής της Συμφωνίας του Μίνσκ, γεγονός που συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε «πολεμική σκέψη» καταστέλλεται βάσει της διμερούς συμφωνίας, αν και η πραγματικότητα διαψεύδει τα σενάρια περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Το φιλικό κλίμα που επικράτησε στη Συνέντευξη Τύπου, μας δείχνει πως πρόκειται για μια εθιμοτυπική συνάντηση που συνηθίζεται να γίνεται μεταξύ των δυο χωρών. Βέβαια, απορίας άξιο είναι πώς μπορούμε να είμαστε φίλοι ή να καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι συζητήσεων με τη Ρωσία; Η Ελλάδα είναι μια χώρα που είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τον επεκτατισμό των χωρών και τη συρρίκνωση των εδαφών των αδυνάτων, ενώ, παράλληλα, τάσσεται υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας των κρατών.
Ακόμη, η Ελλάδα ως χώρα, πέραν του ότι ανήκει στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά και στο ΝΑΤΟ, τάσσεται και για «ιστορικούς» λόγους υπέρ της Ουκρανίας. Επιπλέον, οφείλουμε να καταλάβουμε πως οι σύμμαχοί μας δεν είναι πάντα οι δυνατοί ή με όσους κάνουμε πολύκροτες συμφωνίες, αλλά αυτοί που βάλλονται και αδυνατούν να αμυνθούν. Επίσης, η Ρωσία ως χώρα, αλλά και ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλάντιμιρ Πούτιν, έκαναν ήδη γνωστές, μετά την κατάληψη της Κριμαίας, τις επεκτατικές τους βλέψεις προς τα ουκρανικά εδάφη. Από το προαναφερθέν εξάγεται το συμπέρασμα ότι διαφέρουμε ακόμη και «ιδεολογικά», διότι η Ελλάδα πάντα ήταν η αμυνόμενη των περιστάσεων.
Παρόλα αυτά, να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα στην παρούσα συνάντηση θα μπορούσε να έχει έναν ρόλο «διαιτητικό», τη στιγμή που κορυφώνεται το ουκρανικό και οι σχέσεις ΝΑΤΟ και Ρωσίας βρίσκονται σε τεντωμένο σκοινί. Ωστόσο, όποτε κλήθηκε να αναλάβει η Ελλάδα τέτοιου είδους ρόλους, πιθανόν απέτυχε λόγω του ότι έδρασε αυτοβούλως με λαθεμένους χειρισμούς. Κατά συνέπεια, πρέπει ξανά να αποκτήσουμε πυγμή και να έχουμε σοβαρή θέση και άποψη στο πεδίο της διεθνούς διπλωματίας, χωρίς να είμαστε οι «νεροκουβαλητές των ισχυρότερων». Η Ρωσία πρέπει να καταλάβει τη θέση της στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας και η Ελλάδα άμεσα να απομακρύνει τη θέση της από τις ρωσικές επιδιώξεις όχι μόνο για στρατηγικούς λόγους, αλλά και για ηθικούς.