Του Παναγιώτη Στρίκου,
«Κλέφτης ποδηλάτων» (1948)
Ο Αντόνιο είναι ένας φτωχός άνδρας, που προσπαθεί να επιβιώσει στη μεταπολεμική Ιταλία το 1948. Ο ίδιος βρίσκει εργασία με τη μόνη προϋπόθεση να πηγαίνει με ένα ποδήλατο. Οι οικονομικές δυσπραγίες του πρωταγωνιστή γίνονται φανερές από την αρχή της ταινίας, καθώς πηγαίνει με τη γυναίκα του να πουλήσουν κάποια χρησιμοποιημένα σεντόνια, ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν το ποδήλατο. Φανερώνεται εξαρχής από τον σκηνοθέτη η αυτοθυσία των ανθρώπων μετά τον πόλεμο, ώστε να βιοποριστούν με οποιονδήποτε τρόπο και να ζήσουν.
Η τραγική ειρωνεία και η ωμότητα γίνονται αντιληπτές, όταν του κλέβουν από την πρώτη μέρα της δουλειάς του το μόνο μέσο, το οποίο του προσέφερε την επιβίωση, το ποδήλατό του. Απελπισμένος ο πρωταγωνιστής, κυνηγά τον κλέφτη μέσα σε ένα χαώδες πλήθος, όπου το βασικό μεταφορικό του μέσο ήταν το ποδήλατο. Ακολουθεί μια μάταια αναζήτηση από τον πρωταγωνιστή για το ποδήλατο μαζί με τον γιο του, Μπρούνο, ο οποίος μαζί με κάποιους φίλους του θα ψάξουν σε περιοχές με κλοπιμαία αντικείμενα. Ο θεατής, σε όλη αυτήν την πορεία αναζήτησης του ποδηλάτου, νιώθει ματαιοδοξία για τον πατέρα και τον γιο, καθώς διακρίνεται έντονα η κυνικότητα που επικρατούσε στη μεταπολεμική κοινωνία της Ιταλίας. Μια κοινωνία στην οποία η ανθρωπιά, η συμπόνια και η αλληλεγγύη περίσσευαν, καθώς πρωταρχικό μέλημα όλων των ανθρώπων ήταν η επιβίωση, όπως και σε κάθε γκρεμισμένη μεταπολεμικά πόλη. Όταν στις κοινωνικές σχέσεις αναδύεται η ανάγκη για τα στοιχειώδη, τότε ο άνθρωπος αλλάζει πρόσωπο. Γίνεται μοχθηρός και ζοφερός. Αυτό παρατηρείται στον κλέφτη του ποδηλάτου, στον ηλικιωμένο που προσπαθεί να προσελκύσει τον μικρό γιο του πρωταγωνιστή, στον γέρο που προσποιείται πως δεν γνωρίζει πού βρίσκεται ο κλέφτης, στους γείτονες που τον αποπαίρνουν γιατί κατηγόρησε τον κλέφτη, όταν τον βρήκε κλπ. Ο καθένας από αυτούς κοιτούσε τι θα προλάβει να «αρπάξει» για τον εαυτό του και στην τελική τι τον συνέφερε.
Έπειτα από συνεχείς αποτυχίες εύρεσης του ποδηλάτου, ο πρωταγωνιστής μεταφέρει στο κοινό το εσωτερικό του δίλημμα και ως εκ τούτου μια μεγάλη ειρωνεία. Αναγκάζεται να σκεφτεί να κλέψει ένα ποδήλατο, καθώς αυτή θα ήταν η μόνη λύση επιβίωσής του. Βοήθεια δεν έβρισκε πουθενά, πόσο μάλλον όταν η ίδια η κοινωνία αντιτιθόταν σε οποιαδήποτε κίνηση του (ο τσακωμός με τους γείτονες, η καταδίωξη στην εκκλησία). Έτσι λοιπόν, οδηγείται από θύμα σε θύτη. Στο σημείο αυτό, ο Ντε Σίκα ίσως ήθελε να δείξει την ανείπωτη επιθυμία για ζωή με οποιοδήποτε ηθικό κόστος. Ο πρωταγωνιστής αναγκάζεται να κλέψει ένα ποδήλατο, ώστε να ζήσει κάτι που πολύ πιθανό να έκανε και ο κλέφτης του δικού του. Μια διαρκής αλυσίδα κλοπιμαίων, τα οποία δημιουργούνταν από τις κοινωνικοπολιτικές αναταραχές της εποχής.
Η ταινία δε χαρίζεται σε καμία σκηνή, καθώς ο σκηνοθέτης μας μεταφέρει ανείπωτα την πάνδημη επικρατούσα διαφθορά. Από την παιδική εργασία (ο γιος του Μπρούνο δούλευε σε ένα βενζινάδικο) μέχρι τη «σοφή» γυναίκα, η οποία εκμεταλλευόταν τους απελπισμένους ανθρώπους που μέσα στο αδιέξοδό τους έψαχναν θεϊκό στήριγμα. Ο Ντε Σίκα έχει πετύχει να αποδώσει τη βαναυσότητα μιας αδιάφορης κοινωνίας προς τον πρωταγωνιστή. Μας κάνει να τον συμπονέσουμε, να νιώσουμε άσχημα μέσα από αυτόν. Ο θεατής ταρακουνιέται, δεν υπάρχει happy end, γιατί δεν πρόκειται για ρομαντική ταινία που ανθίζει σε περιόδους ακμής μιας χώρας. Η κυνικότητα έγινε καθημερινότητα και με κυνικότητα θα συνεχίσει, γι’ αυτό ο πρωταγωνιστής δεν θα βρει το ποδήλατό του παρά θα χαθεί στην τελευταία σκηνή μέσα στο πλήθος σαν ένα συνηθισμένο ανθρωπάκι που διαβαίνει τον δρόμο του χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει και τι θα του ξημερώσει.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ντε Σίκα προσδίδει την κατάλληλη και αντιπροσωπευτική αισθητική που αρμόζει στους χώρους όπου εξελίσσονται τα δρώμενα. Υποδομές παλαιωμένες, κτήρια, υπόστεγα, εκκλησίες έτοιμες να καταρρεύσουν, γκρίζες πλατείες γεμάτες πλανόδιους και περαστικούς. Ο χώρος παρέχει έναν ψυχολογικό συνδυασμό με τα γεγονότα, καθώς συνταιριάζουν με τη μιζέρια, την κούραση, τη φτώχεια και τη ματαιότητα. Ένα τοπίο άδειο, έρμαιο του πολέμου, αποτυπωμένο πάνω του ολάκερη η μοχθηρότητά του.
“Mamma Roma” (1962)
Η “Mamma Roma” είναι μια ιταλική δραματική ταινία του 1962, στην οποία εξιστορείται η ζωή μιας μάνας που προσπαθεί να βιοποριστεί και να εξασφαλίσει ένα διαφορετικό μέλλον για τον γιο της. Ένα μέλλον στο οποίο η ζωή του θα ήταν ευτυχισμένη και υποφερτή σε αντίθεση με τη δικιά της. Ο σκηνοθέτης μάς παρουσιάζει τη σκληρή ζωή της μάνας στην οποία δεν χαρίστηκε τίποτα και που κατέφυγε στην πορνεία, ώστε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα προς το ζην (Πολλές γυναίκες γινόντουσαν πόρνες στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, καθώς οι θέσεις εργασίας ήταν αμυδρές). Η ταινία μάς μεταφέρει στο παρόν, όπου η ίδια πουλάει φρούτα σε λαϊκή αγορά και ανά διαστήματα στο παρελθόν της με ένα άκρως καλλιτεχνικό νόημα.
Παρατηρούμε την πρωταγωνίστρια να περπατάει σε έναν σκοτεινό δρόμο, όπου συναντά ανθρώπους από το παρελθόν της, παλιούς πελάτες κλπ, φανερώνοντας στο κοινό με αλληγορικό τρόπο τη ζοφερότητα της παλιάς της δουλειάς. Παράλληλα, οι ανησυχίες της για τον γιο της είναι διακαείς, καθώς έχει μπλέξει με περιθωριακές παρέες. Παιδιά έφηβα ή στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την ένδεια της εποχής, εφόσον όχι μόνο στερούνταν απαραίτητων οικονομικών πόρων, αλλά και δεν είχαν καμία ελπίδα να καλυτερέψουν τη ζωή τους, διότι οι υπάρχουσες μάστιγες συρρίκνωναν τη νεανική τους ελπίδα. Επίσης, οι συντηρητικοί κρατικοί μηχανισμοί σε συνδυασμό με τα κοινωνικά στερεότυπα δημιουργούσαν πανίσχυρες ανθρωπιστικές ανισορροπίες, με αποτέλεσμα αυτά τα παιδιά να καταφεύγουν σε μικροκλοπές και σε περιθωριακές συναναστροφές, ώστε να επιβιώσουν.
Ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί με εντυπωσιακό τρόπο τις κοινωνικές ανισότητες της εποχής με το στοιχείο του χώρου. Οι κατώτερες -οικονομικά- κοινωνικές ομάδες ζούσαν έξω από την πόλη, μέσα σε ξέφωτα, όπου έχτιζαν τα φτωχά σπίτια τους. Πολλές σκηνές αποτυπώνουν την πόλη από μακριά δείχνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τη δυσκολία των ανθρώπων που ζούσαν έξω από αυτή να μεταβούν στην πόλη για να εργαστούν, ώστε να ζήσουν πιο άνετα. Επίσης, αυτή η απόσταση δείχνει και την κοινωνική «άβυσσο» που χώριζε τις φτωχογειτονιές από την αφρόκρεμα της πόλης. Ο Παζολίνι δείχνει σε κάθε σκηνή το χάος των κοινωνικών διακρίσεων, αλλά και την παγιωμένη κοινωνική διαστρωμάτωση, η οποία δεν άφηνε κανέναν να ξεφύγει, ώστε να ζήσει με καλύτερες συνθήκες ζωής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ