Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
Το πολιτικό παιχνίδι σε μία δημοκρατία είναι δεδομένο και ορισμένο, όταν αυτή θέτει τους κανόνες μέσω του συνταγματισμού για την κατάκτηση της εξουσίας. Ο νομιμοποιητικός εξουσιαστικός πόλος συνίσταται στη λαϊκή κυριαρχία, και γι’ αυτόν τον λόγο οι αντιπροσωπευτικοί φορείς της, που είναι τα κόμματα, διαπλάθουν τον πολιτικό ιστό κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, τόσο κατά τις βουλευτικές όσο και στις εκλογικές περιόδους, οι οποίες αποτελούν το μεταίχμιο των πρώτων με μεγαλύτερη δραστικότητα ως προς τις ενέργειες της πειθούς, επιδιώκουν να επιστρατεύουν τα μέσα εκείνα που θεωρούν απαραίτητα για να πάρουν με το μέρος τους την εύνοια, και εν τέλει την ψήφο, της κοινής γνώμης.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας εντάσσεται και η πρόσφατη συνέντευξη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος βλέπει τα ποσοστά δημοτικότητάς του να συρρικνώνονται τόσο εξαιτίας της εκ διαμέτρου αντίθετης διαχειριστικής προσέγγισης των δημοσίων πολιτικών από τη νυν Κυβέρνηση όσο και λόγω της δυναμικής ανόδου του κεντροαριστερού χώρου με την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στα ηνία του ΠΑΣΟΚ, όπου οι «χαμένοι» ψηφοφόροι της εν λόγω πτέρυγας ξαναβρίσκουν σιγά σιγά τον δρόμο τους. Εντύπωση προκαλεί, ωστόσο, το γεγονός το ότι η ρητορική του Αλέξη Τσίπρα παραμένει ίδια και αμετάκλητη. Ο λαϊκισμός της παροχολογίας του και η απλουστευτική κριτική στα ζητήματα της επικαιρότητας, τα οποία διακρίνονται για την περιπλοκότητά τους, κρατούν σταθερές τις παρωπίδες στα μάτια του δεύτερου κόμματος, αποδεικνύοντας περίτρανα πως η πολιτική δεινότητα δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τις ρητορικές ικανότητες, οι οποίες μετεξελίσσονται σε δημαγωγική πρακτική.
Η ίδια δημαγωγία ήταν αυτή που κατέληξε σε επιπρόσθετη και εντονότερη δημοσιονομική κρίση σε μία ήδη επιβαρυμένη κατάσταση την οποία είχε την ευκαιρία να αδράξει προς όφελός του, αλλά αντ’ αυτού επέλεξε να διατηρήσει το πελατειακό στοιχείο του πολιτικού μας συστήματος μόνο και μόνο για να έχε τη δυνατότητα να το γευτεί και η δική του πολιτική πτέρυγα, και μάλιστα με μία συγκυβέρνηση η οποία αλλοίωσε τις ιδεολογικές γραμμές μπροστά στην αίγλη της εξουσίας. Η παρελθοντική αυτή ανασκόπηση και τα τωρινά λεγόμενά του δεν δείχνουν καμία αλλαγή στάσης, μόνο την ίδια φωνασκίζουσα πληθωρική πολιτική στάση, η οποία διατηρείται αρνητική χωρίς καμία ποιοτική διήθηση των δημοκρατικών συνδιαλλαγών. Οι φράσεις «η άμυνα της χώρας δεν είναι αυτοσκοπός» ή ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης «είναι ο Πρωθυπουργός των μνημονίων» δεν αποτελούν απλά στείρα αντιπολίτευση, αλλά και άγνοια της πραγματικότητας.
Τα προαναφερθέντα δημιουργούν μεγάλη ανησυχία για το προϊόν της δημοκρατίας. Όταν οι ίδιοι οι πολιτικοί της εκπρόσωποι με θεσμικές απολήξεις χρησιμοποιούν τους συνταγματικούς όρους και ελευθερίες με τρόπο δημαγωγικό και σπασμωδικό μπροστά στο σενάριο της πολιτικής τους ήττας, αυτομάτως υποβαθμίζεται το πολιτικό παιχνίδι το οποίο η κάθε δημοκρατία έχει ανάγκη για τη βελτίωσή της και την αποτελεσματικότητά της. Κατ’ επέκταση, οι άμεσα αποδέκτες των συνεπειών είναι οι ίδιοι οι πολίτες, των οποίων οι επιλογές δύνανται να αντιστρέψουν αυτούς τους όρους σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Ωστόσο, εάν το παιχνίδι υποβαθμίζεται αρκετά νωρίτερα, η εξάντληση της τετραετίας ίσως είναι και το απώτερο μέσο της πολιτικής καταδίκης, καθώς, στη διάρκεια αυτής, τα φαινόμενα αυτά εγκολπώνονται και διαιωνίζονται, καθότι οι εκλογές ακόμη «αργούν».
Το αδυσώπητο πρόσωπο της καθημερινότητας των διεθνών και εγχώριων κρίσεων παραμένει, ώστε οι πολίτες, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, να μην έχουν ανάγκη τα κατηγορητήρια και τα ευχολόγια, αλλά ουσιαστικές λύσεις για τις οποίες η εκτελεστική εξουσία έχει την πολιτική ευθύνη και κρίνεται γι’ αυτή στη λήξη της τετραετίας της –εκτός απροόπτου– και η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, καλείται να παίξει τον δικό της ρόλο, όχι για να προστατεύσει τα δικά της συμφέροντα, αλλά για να προασπίσει αυτά του ίδιου λαού που την τοποθέτησε εντός της Βουλής. Όταν οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις κατανοήσουν εν τοις πράγμασι ότι δεν εκπροσωπούν μόνο τις μειοψηφίες που τους εξέλεξαν, αλλά αντιπροσωπεύουν ολόκληρο τον ελληνικό λαό με μικρότερο ποσοστό εδρών απλά στο Κοινοβούλιο, τότε ίσως και η συναίνεση που έχει ανάγκη το πολιτικό μας σύστημα να μην φαντάζει πια ουτοπία.