Του Νικόλαου Τσελέντη,
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991, τερμάτισε οριστικά το δίπολο που είχε ανακύψει, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αναδείχθηκαν νικήτριες, κατέχοντας την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα, ενώ η Ρωσική Ομοσπονδία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια διαδοχική συρρίκνωση των συνόρων της, λόγω της σύστασης ανεξάρτητων κρατών στον, μέχρι πρότινος, σοβιετικό χώρο. Μάλιστα, τα εσωτερικά της ζητήματα, όπως η αύξηση της εγκληματικότητας, η καταβαράθρωση της οικονομίας και ο εργατικός – αλλά αρκετά ασταθής – τότε Πρόεδρος, Boris Yeltsin, εμπόδισαν τη γρήγορη ανάπτυξη, με μοναδική εξαίρεση τον φιλελεύθερο – για τα δεδομένα της χώρας – χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Οι Η.Π.Α., κατά τη δεκαετία του 1990, εκμεταλλεύτηκαν τη ρωσική εσωστρέφεια ποικιλοτρόπως, επεμβαίνοντας στρατιωτικά σε διάφορες γωνιές του πλανήτη και προσεγγίζοντας διπλωματικά τις νεοσύστατες οντότητες. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της πολιτικής τους, αξιοποιήσαν την αστάθεια των πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών, με την πρόταση για ένταξή τους στο ΝΑΤΟ. Εκείνες, υπό τον φόβο της ενδεχόμενης αναβίωσης της Ρωσίας και τρέφοντας ειλικρινή αντι-ρωσικά συναισθήματα, δέχθηκαν την αμερικανική αρωγή και, εντός μίας πενταετίας (1999-2004), το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο περικύκλωσε την Ανατολική Ευρώπη (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Βουλγαρία έγιναν μέλη του).
Η κατάσταση άλλαξε άρδην στο λυκαυγές της νέας χιλιετίας, όταν ένας νέος, άγνωστος στο κοινό, πολιτικός, στέλεχος των Μυστικών Υπηρεσιών στο παρελθόν, ανήλθε στην εξουσία· το όνομα αυτού: Vladimir Putin. Επί πρώτης προεδρίας Putin, η Ρωσία υπήρξε αρκετά συνεργάσιμη με τη διεθνή κοινότητα, διότι είχε στραφεί σε εξωτερικό δανεισμό για την αναδιάρθρωση της πτωχευμένης οικονομίας της. Εκμεταλλευόμενη δε την αφθονία της σε φυσικούς πόρους και με σταδιακή άνοδο των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, κατόρθωσε να ξεχρεώσει σύντομα, γεγονός που της «έλυσε τα χέρια». Έκτοτε, ο Ρώσος Πρόεδρος μπορούσε να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις, βλέποντας τις απαιτήσεις του να πραγματοποιούνται. Τουλάχιστον, ως έναν βαθμό.
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, κύριο μέλημα της Ρωσίας ήταν, και είναι, η διατήρηση των όμορων κρατών, της Γεωργίας και της Ουκρανίας, μακριά από τη Δύση, είτε επρόκειτο για το ΝΑΤΟ είτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό επιβεβαιώθηκε στον πόλεμο της Γεωργίας, το 2008, όταν ο αμερικανοτραφής Πρόεδρος Mikheil Saakashvili, στρεφόμενος ενάντια στη Νότια Οσετία και Αμπχαζία, περιοχές που έχουν αυτοανακηρυχθεί ανεξάρτητες, με σκοπό να τις ενσωματώσει πλήρως στα εδάφη της χώρας του, προκάλεσε τη στρατιωτική επέμβαση της πιο μετριοπαθούς, στην εποχή του Dmitry Medvedev, Ρωσίας. Η συντριβή των γεωργιανών δυνάμεων πανταχόθεν και η αποτυχία των Η.Π.Α. να επεκτείνουν τη σφαίρα επιρροής τους προς ανατολάς, κατέδειξαν την αποφασιστικότητα της «Αρκούδας» να υπερασπιστεί τα ζωτικά της συμφέροντα πέριξ των συνόρων της.
Φυσικά, το ενδιαφέρον της Ρωσίας για το Κίεβο, συγκριτικά με την Τιφλίδα, είναι ακόμη μεγαλύτερο. Πρώτον, γιατί στην Κριμαία βρίσκεται η Σεβαστούπολη, το μοναδικό λιμάνι που της παρέχει πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα –έχει κιόλας συναισθηματική αξία η περιοχή. Δεύτερον, επειδή Ρώσοι διαβιούν κατά μήκος της Ουκρανίας, κυρίως στο ανατολικό τμήμα της χώρας, και επιζητούν την ένωσή τους με τη μαμά πατρίδα, ενώ δεν δύναται να παραλειφθεί και η γεωπολιτική της θέση, η οποία λειτουργεί ως ανάχωμα στις επεκτατικές βλέψεις των Η.Π.Α., και κατ’ επέκταση της υπόλοιπης Ευρώπης. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η Ρωσία υπήρξε πολύ δραστήρια στις εσωτερικές υποθέσεις της γείτονος, χρησιμοποιώντας θεμιτά και αθέμιτα μέσα.
Ανέκαθεν, η Ρωσία ήθελε Ουκρανούς πολιτικούς που θα ήταν φίλα προσκείμενοι σε αυτήν, προκειμένου να περιορίζονται οι κεντρόφυγες τάσεις της δυτικής Ουκρανίας, αποτελούμενη από εθνικιστές υπέρ της συνεργασίας με την Ε.Ε. Πράγματι, το εγχείρημα στέφθηκε από επιτυχία, τη στιγμή που ανέλαβε τα προεδρικά του καθήκοντα ο Viktor Yanukovych, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Στην αρχή, ο Yanukovych, εις βάρος του οποίου επιρρίφθηκαν πολλάκις κατηγορίες περί διαφθοράς, αμφιταλαντευόταν μεταξύ Ανατολής και Δύσης, προσπαθώντας να «ζυγίσει» τις επιλογές του και να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη. Άλλωστε, ο λαός είχε εκφράσει έντονα την επιθυμία του να υλοποιηθεί η απαγκίστρωση της χώρας από τη Ρωσία και να γυρίσει οριστικά σελίδα.
Έτσι, το 2013 ξεκίνησαν κάποιες απόπειρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρακινούμενες από τον αμερικανικό δάκτυλο, να πλησιάσουν την Ουκρανία, δίχως να κρίνεται απαραίτητη η τήρηση των Κριτηρίων της Κοπεγχάγης, πράξη που υποδήλωνε τις πολιτικές προτεραιότητες του Οργανισμού. Ο Yanukovych, όμως, προτίμησε να «ταράξει τα νερά», ενδυναμώνοντας τους δεσμούς με το Κρεμλίνο και αποχωρώντας από τη συμφωνία ένταξης στην Ε.Ε. Η απόφασή του αυτή αναζωπύρωσε τη δυσαρέσκεια των πολιτών, οι οποίοι κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια και επιδόθηκαν στη βία, με το κίνημα γνωστό ως «Euromaidan», καθαιρώντας, εν τέλει, τον Yanukovych, τον Φεβρουάριο του 2014.
Η απομάκρυνση ενός νόμιμα εκλεγμένου Προέδρου, ο οποίος τύγχανε να εξυπηρετεί την πολιτική της Ρωσίας, χαρακτηρίστηκε από τη Μόσχα ως αιτία πολέμου. Το ρωσικό Κοινοβούλιο εξουσιοδότησε τον Vladimir Putin να προβάλλει στρατιωτική ισχύ στην Ουκρανία και, μη χάνοντας καιρό, εισέβαλλαν ένοπλοι με διακριτικά στην Κριμαία, κατακτώντας καίρια σημεία και αποκόπτοντας τις επικοινωνίες με το κεντρικό κράτος. Η κατάληψη της περιοχής έγινε αναίμακτα, καθώς αρκετοί Ουκρανοί αυτομόλησαν στη Ρωσία, με τους εναπομείναντες να τρέπονται σε φυγή. Τον Μάρτιο, διεξήχθη ένα δημοψήφισμα, με τη νομιμότητά του να τίθεται εν αμφιβόλω, βάσει του οποίου η Κριμαία συνιστά, με κάθε επισημότητα, μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Σαν ένα ντόμινο, οι αυτονομιστές της ευρύτερης ανατολικής Ουκρανίας (Ντονμπάς) εξεγέρθηκαν κατά της, πλέον δυτικής, κυβέρνησης και, με την πολύτιμη ρωσική βοήθεια σε δυναμικό και εξοπλισμούς, απώθησαν τα ουκρανικά στρατεύματα, κερδίζοντας την αυτονομία τους. Ευθύς αμέσως, δημιουργήθηκαν οι αυτοαποκαλούμενες Λαϊκές Δημοκρατίες του Λουχάνσκ και Ντονέτσκ, οι οποίες έδωσαν «σάρκα και οστά» στο όραμα του Ρώσου Προέδρου για τη «Νέα Ρωσία» (Novorossiya). Ωστόσο, η άρνηση του Putin να μεγεθύνει τα σύνορα του κράτους με νέα εδάφη, ώστε να επεμβαίνει μέσω αυτών στο πολιτικό γίγνεσθαι της Ουκρανίας, οδήγησε στην υπογραφή των Συμφωνιών του Μινσκ (2014-2015).
Η πρώτη Συμφωνία του Μινσκ υπογράφηκε τον Σεπτέμβριου του 2014 από την Ουκρανία, τη Ρωσία, τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και τους φιλορώσους αυτονομιστές. Προέβλεπε την κατάπαυση πυρός μεταξύ των αντιμαχόμενων, δηλαδή Ουκρανίας και αυτονομιστών (η Ρωσία ουδέποτε παραδέχθηκε τη δική της ανάμειξη), την αποχώρηση των βαρέων όπλων και την ανταλλαγή κρατουμένων. Αντ’ αυτού, οι παραβιάσεις συνεχίστηκαν εκατέρωθεν και, σε μία προσπάθεια ουκρανικής ανασυγκρότησης, οι φιλορώσοι επεκτάθηκαν περαιτέρω. Τότε, τον Φεβρουάριο του 2015, προέκυψε η δεύτερη Συμφωνία του Μινσκ.
Οι διαπραγματεύσεις του Φεβρουαρίου συντονίστηκαν από τη Γερμανία και τη Γαλλία, με σκοπό να βρεθεί μια ουσιαστική λύση στη ρωσο-ουκρανική αντιπαράθεση. Υπήρξε μια εκτενέστατη αναφορά σε 13 σημεία, εκ των οποίων τα σημαντικότερα ήταν η οριστική και αμετάκλητη εκεχειρία, η αποκατάσταση του ουκρανικού ελέγχου στα σύνορα, η αποχώρηση των ξένων μισθοφόρων, η διευθέτηση του ειδικού καθεστώτος σε Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, η διεξαγωγή εκλογών στις προαναφερθείσες περιοχές και η απόσυρση των οπλικών συστημάτων. Και κάπου εδώ, ανακύπτει το πρόβλημα ερμηνείας των συμφωνηθέντων, φθάνοντας στο σήμερα και στην αδιάλλακτη στάση Ουκρανίας-Ρωσίας, πυροδοτώντας τις εντάσεις στην παραμεθόριο.
Η Ουκρανία, υπό την προεδρία του Volodymyr Zelenskyy, αντιλαμβάνεται τη δεύτερη Συμφωνία του Μινσκ ως μέσο αποκατάστασης της κυριαρχίας στα απολεσθέντα από τους αντάρτες εδάφη. Θέλει τον αφοπλισμό των διαπλεκόμενων, τη φυγή των ξένων κατακτητών (υπαινισσόμενη τη ρωσική παρουσία) και, στη συνέχεια, τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών στο Ντονμπάς, παραχωρώντας ένα ποσοστό αυτονομίας στους επαναστάτες –με αυτήν ακριβώς τη σειρά. Ειδάλλως, ο Zelenskyy, ο οποίος φαίνεται πιο ανοιχτός στον διάλογο και την επίτευξη ειρήνης, προθυμοποιείται να αποσχισθεί πλήρως το ανατολικό τμήμα της χώρας, χάνοντας το πλεονέκτημα να ασκεί βέτο η Ρωσία, μέσω αυτών, στις αποφάσεις της εξωτερικής πολιτικής.
Στον αντίποδα, ο Putin «σφυρίζει αδιάφορα» στους μύδρους της ουκρανικής πλευράς για την εμπλοκή της χώρας του στις συρράξεις. Κατ’ αυτόν, η Ρωσία έχει ρόλο διαμεσολαβητή και επιδιώκει να κατευνάσει τα πλήθη, αποκομίζοντας ορισμένα οφέλη, χωρίς να έχει συμμετάσχει στρατιωτικά. Συγκεκριμένα, η προσχώρηση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ απορρίπτεται κατηγορηματικά, η ανεξαρτησία των αυτονομιστών συνεπάγεται τη συμμετοχή τους στο Κοινοβούλιο, με το δικαίωμα αρνησικυρίας, και, φυσικά, το Λουχάνσκ και το Ντονέτσκ παύουν να ευελπιστούν σε ένωσή τους με τη Ρωσία, αφού κάτι τέτοιο θα στοίχιζε τη δύναμη επηρεασμού στις πολιτικές αποφάσεις.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι οι γενικόλογες διατάξεις των Συμφωνιών του Μινσκ έχουν προξενήσει ανυπέρβλητα εμπόδια, εφόσον κάθε μέρος τις μεταφράζει κατά το δοκούν. Καμία εκ των δύο χωρών δεν πρόκειται να δεχθεί όρους που θα μειώσουν δραματικά το πρεστίζ της και μία επικείμενη πολεμική σύγκρουση, μάλλον, θα επιδεινώσει το ήδη τεταμένο κλίμα. Ίσως, η μόνη λύση να είναι η σκέψη του Γάλλου Προέδρου, Emmanuel Macron, περί «φινλανδοποίησης», με την επιλογή «στρατοπέδου» για την Ουκρανία να φαντάζει ακατόρθωτο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ukraine-Russia crisis: What is the Minsk agreement?, Al Jazeera, διαθέσιμο εδώ
- Explainer: What Are the Minsk Agreements?, The Moscow Times, διαθέσιμο εδώ
- Can the Minsk accords help de-escalate Russia-Ukraine tensions?, Financial Times, διαθέσιμο εδώ
- What Are the Minsk Accords, and Could They Defuse the Ukraine Crisis?, The New York Times, διαθέσιμο εδώ