11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΙστοριογραφικές Προσεγγίσεις: Η θεωρία του Αμυντικού Ρεαλισμού

Ιστοριογραφικές Προσεγγίσεις: Η θεωρία του Αμυντικού Ρεαλισμού


Του Αθανάσιου Ρούτση,

Η θεωρία του Ρεαλισμού στις Διεθνείς Σχέσεις και στην προσέγγιση της Ιστορίας έχει τις ρίζες της σε στοχαστές όπως ο Machiavelli και ο Hobbes. Πρόκειται για μια θεωρία, η οποία πιστεύει πως η ιστορία δεν είναι προοδευτική, αλλά ένας επαναλαμβανόμενος αγώνας των κρατών και, κυρίως, των Μεγάλων Δυνάμεων για απόκτηση ισχύος, μεταξύ ανταγωνιζόμενων παραγόντων. Αυτός ο αγώνας, όπως υποστηρίζεται, πηγάζει από την «αναρχία» του διεθνούς συστήματος. Οι υποστηρικτές του ρεαλισμού συμφωνούν πως η δημιουργία ενός ειρηνικού κόσμου είναι ευκταία, ωστόσο, κάποιος τρόπος διαφυγής από τον σκληρό κόσμο του ανταγωνισμού και του πολέμου δεν είναι ορατός.

Στο πλαίσιο της ρεαλιστικής θεωρίας έχουν δημιουργηθεί παρακλάδια, στη βάση σημαντικών έργων από εξέχοντες ακαδημαϊκούς. Ένα από αυτά είναι ο Αμυντικός Ρεαλισμός, ο οποίος παρουσιάζεται, κυρίως, στο έργο του Kenneth Waltz, Theory of International Politics, και υποστηρίζει ότι η δομή του διεθνούς συστήματος υποχρεώνει τα κράτη να επιδιώξουν ισχύ, προκειμένου να ενισχύσουν τις προοπτικές τους για επιβίωση. Προσπαθεί, επίσης, να εξηγήσει το γιατί τα κράτη επιδιώκουν ισχύ, δηλαδή τα αίτια του ανταγωνισμού ασφαλείας, και να επιχειρηματολογήσει σχετικά με το πόση ισχύ είναι πιθανόν να επιδιώξει ένα κράτος. Σύμφωνα με αυτόν, το βασικό στοιχείο της δομής του διεθνούς συστήματος είναι η κατανομή ισχύος ανάμεσα στα κράτη. Τα κράτη είναι μεν νομικά ίσα και κυρίαρχα, αλλά υπάρχουν μεταξύ τους διαφορές ως προς την ισχύ και την επιρροή που διαθέτουν.

Αρχικά, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί τι θεωρείται ισχύς, σύμφωνα με τα ρεαλιστικά κριτήρια. Η ισχύς, στον ρεαλισμό, διακρίνεται σε πραγματική και δυνητική. Η δυνητική ισχύς ενός κράτους βασίζεται στο μέγεθος του πληθυσμού του και στο επίπεδο του πλούτου του. Αυτά τα δύο είναι θεμέλια της στρατιωτικής ισχύος. Δηλαδή, πλούσια κράτη με μεγάλο πληθυσμό, είναι ικανά να οικοδομήσουν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Η πραγματική ισχύς συνίσταται, κυρίως, στον στρατό ξηράς, αλλά και στις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις, που, άμεσα, τον υποστηρίζουν. Ο στρατός ξηράς, στην τελική, είναι το κυριότερο εργαλείο για την κατάκτηση και τον έλεγχο εδάφους. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο, στη συζήτηση για τον υπολογισμό της ισχύος εισήχθη και η έννοια της κατοχής πυρηνικών όπλων.

Το βιβλίο του Kenneth Waltz. Πηγή εικόνας: goodreads.com

Ο Αμυντικός Ρεαλισμός, ο οποίος, συχνά, αναφέρεται και ως «δομικός ρεαλισμός», εμφανίστηκε στη σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με την παρουσίαση του βιβλίου του Waltz. Σε αυτό, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν περιγράφονται ως εγγενώς επιθετικές, αλλά υποστηρίζεται πως όλα τα κράτη αποσκοπούν, απλώς, στο να επιβιώσουν. Εν τούτοις, υποστηρίζεται ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις υποχρεώνονται, εξαιτίας της δομής του διεθνούς συστήματος, να επιδιώκουν τη διατήρηση της ισορροπίας ισχύος. Η «αναρχία» είναι, δηλαδή, αυτή που αναγκάζει τα κράτη να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο για απόκτηση ισχύος. Ωστόσο, ο στόχος των κρατών δεν είναι η μεγιστοποίηση της ισχύος, αλλά η μεγιστοποίηση της ασφάλειας.

Ο Waltz υποστηρίζει πως η «αναρχία» του διεθνούς συστήματος ενθαρρύνει τα κράτη να συμπεριφέρονται αμυντικά για να διατηρήσουν την ισορροπία ισχύος. Συγκεκριμένα γράφει πως «η πρώτη έγνοια των κρατών είναι να διατηρήσουν τη θέση τους στο σύστημα». Αναγνωρίζεται ότι τα κράτη έχουν κίνητρο να αποκτήσουν ισχύ εις βάρος των ανταγωνιστών τους. Όμως, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις συμπεριφέρονται επιθετικά, τότε τα δυνητικά θύματα συνήθως εξισορροπούν το επιτιθέμενο κράτος. Με άλλα λόγια, οι αμυντικοί συνασπισμοί που σχηματίζονται από τα κράτη, όταν αυτά νιώθουν πως απειλείται η κυριαρχία τους, είναι ικανοί να αναστείλουν την επίθεση.

Επιπλέον, ο Waltz θεωρεί πως οι Μεγάλες Δυνάμεις θα πρέπει να προσέχουν, ώστε να μην αποκτήσουν υπερβολική ισχύ, γιατί αυτή θα οδηγήσει τα υπόλοιπα κράτη του συστήματος να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον τους. Κατάληξη αυτής τη αλληλουχίας ενεργειών θα είναι, για τον Waltz, η εκάστοτε Μεγάλη Δύναμη, που θα έχει συγκεντρώσει υπερβολική ισχύ, να καταλήξει σε θέση χειρότερη από αυτή, στην οποία θα βρισκόταν, αν δεν είχε επιζητήσει επιπλέον ισχύ.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com

Παρά ταύτα, ο Waltz, ελάχιστα λέει για τον πόλεμο και τα αίτιά του, στο πλαίσιο της θεωρίας του. Γι’ αυτόν, ο πόλεμος δεν έχει βαθιά αίτια και αφήνει να εννοηθεί πως δεν μπορεί να αποφέρει σημαντικά οφέλη. Αυτό που υποστηρίζει είναι πως οι πόλεμοι, σε μεγάλο βαθμό, είναι αποτέλεσμα αβεβαιότητας και λανθασμένου υπολογισμού, από την πλευρά των κυβερνήσεων των κρατών. Με άλλα λόγια, αν τα κράτη είχαν επαρκή γνώση δεν θα ξεκινούσαν πολέμους. Γι’ αυτόν, τα διπολικά συστήματα, όπου δύο Μεγάλες Δυνάμεις κατέχουν το σύνολο της ισχύος, είναι και τα πιο σταθερά.

Οι Robert Jervis, Jack Snyder και Stephen Van Evera ενισχύουν την επιχειρηματολογία των αμυντικών ρεαλιστών με το να εφιστούν την προσοχή σε μια δομική έννοια, γνωστή ως ισορροπία άμυνας-επίθεσης. Αυτό σημαίνει ότι, σε κάθε δεδομένη στιγμή, η ισχύς του κάθε κράτους μπορεί να ευνοεί, σε κάποιες περιπτώσεις, την επίθεση και σε άλλες την άμυνα. Αν η άμυνα έχει σαφές πλεονέκτημα έναντι της επίθεσης, τότε οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα έχουν ισχυρό κίνητρο, ώστε να χρησιμοποιήσουν βία, προκειμένου να αποκτήσουν ισχύ. Αντ’ αυτού, θα προτιμήσουν να προστατεύσουν αυτά που ήδη έχουν. Όταν η άμυνα έχει πλεονέκτημα, η προστασία όσων ήδη έχουν είναι πολύ πιο εύκολο έργο. Οι αμυντικοί ρεαλιστές υποστηρίζουν ότι η ισορροπία άμυνας-επίθεσης είναι σχεδόν πάντα, σαφέστατα, υπέρ της άμυνας, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την κατάκτηση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ιστορικής περιόδου που μπορεί να αναλυθεί, μα βάση το σκεπτικό του Αμυντικού Ρεαλισμού, είναι η περίοδος από το 1870 έως, περίπου, το 1900, αλλά και αυτή του Ψυχρού Πολέμου. Κατά την πρώτη περίοδο, από τις δύο, σημαντικός είναι ο ρόλος που διαδραματίζει η Αυτοκρατορική Γερμανία. Υπό την ηγεσία του καγκελαρίου της, Otto Von Bismarck, είχε δημιουργηθεί ένα πολύπλοκο, ωστόσο, αρκετά εύθραυστο, σύστημα συμμαχιών, μέσω επιδέξιων χειρισμών του ιδίου. Κεντρική ιδέα στη, λεγόμενη, “Realpolitik” που ακολούθησε ήταν η διατήρηση των κεκτημένων από τον, πρόσφατο, πόλεμο με τη Γαλλία, από τον οποίο εξήλθε νικήτρια. Η άμυνα ήταν αυτή που καθόριζε τις κινήσεις του καγκελαρίου. Η Συμμαχία των Τριών Αυτοκρατόρων, μεταξύ του Κάιζερ, του Τσάρου και του Αυτοκράτορα της, τότε, Αυστροουγγαρίας ήταν μια κίνηση που στόχο είχε να αποτρέψει έναν, πιθανόν, εκδικητικό πόλεμο εκ μέρους της Γαλλίας.

Πηγή εικόνας: pikrepo.com

Όταν, όμως, η δύναμη της Γερμανίας, έφτασε σε σημείο να θεωρηθεί υπερβολική, τότε ένας αμυντικός συνασπισμός σχηματίστηκε, με στόχο να την εξισορροπήσει. Μάλιστα, ήταν μια σύμπραξη δυνάμεων, παραδοσιακά, αντίθετων, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η τσαρική, ακόμα, Ρωσία και η Γαλλία. Για πολλούς, η έκρηξη του πολέμου ήταν αναπόφευκτη μεταξύ των αντίπαλων παρατάξεων. Εντούτοις, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός πως η έκρηξή του ήταν προϊόν λάθους υπολογισμού ισχύος από την πλευρά του αυτοκράτορα της Γερμανίας, Willhem II, ο οποίος πίστευε, υπερβολικά, στη δύναμη του στρατού της χώρας του και δεν υπολόγισε την πιθανότητα της δυναμικής ανάμειξης των Η.Π.Α.

Στην περίπτωση του Ψυχρού Πολέμου, οι υποστηρικτές του Αμυντικού Ρεαλισμού θεωρούν πως η ισορροπία άμυνας-επίθεσης ήταν αυτή που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των δύο αντίπαλων παρατάξεων. Αν και, κάθε μια εκ των Η.Π.Α και Ε.Σ.Σ.Δ., είχαν ευκαιρία να επιτεθούν, σε κάποια χρονική στιγμή, βασικός παράγοντας στη λήψη αποφάσεων, από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, ήταν ο φόβος της απώλειας των, ήδη, κεκτημένων.

Ο Αμυντικός Ρεαλισμός είναι μια θεωρία που έχει δεχθεί σφοδρή κριτική, ως προς την προσέγγιση που προσφέρει για την ανάλυση των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη. Αρκετοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως, σπανίως, είναι δυνατόν να βρεθούν δυνάμεις που να υποστηρίζουν την υπάρχουσα ισορροπία ισχύος στη διεθνή πολιτική. Εν αντιθέσει με τους υποστηρικτές του Αμυντικού Ρεαλισμού, οι επικριτές του υποστηρίζουν πως η άναρχη δομή του συστήματος είναι αυτή που ωθεί τα κράτη στη διεκδίκηση ισχύος έναντι των άλλων, και όχι στο να τη διατηρήσουν, καθώς όσο περισσότερη ισχύ έχει ένα κράτος τόσο μεγαλύτερες είναι και οι πιθανότητες επιβίωσης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Waltz, N. Kenneth (1979), Theory of International Politics, U.S.A.: Addison-Wesley Publishing Company Inc
  • Mearsheimer, J. John (2007), Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Αθήνα: Εκδ. Ποιότητα
  • Stephen Van Evera (2001), Causes of War: Power and the Roots of Conflict, New York: Cornell University Press

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αθανάσιος Ρούτσης
Αθανάσιος Ρούτσης
Γεννήθηκε το 1997 και μεγάλωσε στην πόλη της Δράμας. Έχει διατελέσει σπουδαστής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης οπότε και αποφοίτησε το 2020. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και τις επαναστάσεις που συνέβησαν ανά τον κόσμο. Χόμπυ του είναι το διάβασμα και το μπάσκετ