19.1 C
Athens
Σάββατο, 2 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ Διεθνής Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών

Η Διεθνής Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών


Της Ιωάννας Τσιούρη,

Η χρήση βίας, μέσω των βασανιστηρίων, αποτελούσε για αιώνες μια μέθοδο αποδεκτή, και ποικιλοτρόπως εξασκούμενη από τα κυρίαρχα κράτη, ανά τον κόσμο, θεωρούμενη, μάλιστα, ως αναγκαίο μέσο για την επίτευξη των επεκτατικών τους φιλοδοξιών. Η επιβολή του νόμου στο εσωτερικό των κρατών, η διατήρηση της ακεραιότητας της στρατιωτικής ασφάλειας και πλήθος δημοσίων αξιωμάτων ήταν – και είναι ακόμη σε, ανεπίτρεπτα, μεγάλο βαθμό – άρρηκτα συνυφασμένα με τη χρήση βίας και τις πρακτικές της στη συνείδηση, όχι μόνο των ασκούντων την εξουσία, αλλά και των απλών πολιτών. Τα βασανιστήρια αποκρυσταλλώθηκαν στην παγκόσμια ιστορία ως το πιο αποτελεσματικό μέσο για την συγκέντρωση και την εκμαίευση πληροφοριών, και χρησιμοποιούνται, μέχρι και σήμερα –και μάλιστα σε ανησυχητικό βαθμό–, ως εργαλεία που εμφυσούν το φόβο, καταπνίγουν την όποια αναταραχή απειλεί να ξεσπάσει και κρατούν την άναρχη μάζα «σε ασφαλή απόσταση». Οι συνταρακτικά βαριές συνέπειες των βασανιστηρίων είναι αδιάσειστες: οι μαρτυρίες και οι πληροφορίες που αποσπώνται είναι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ανακριβείς ή και ψευδείς, οι κρατικοί θεσμοί καθίστανται, μέσω αυτών, αναξιόπιστοι, ενώ το σωματικό και ψυχικό άλγος, όχι μόνο όσων τα υφίστανται άμεσα, αλλά και του στενού τους περιβάλλοντος και των κοινοτήτων των οποίων τα άτομα αυτά αποτελούν μέλη, είναι ίσως ανεπανόρθωτα[1].

Η διεθνής κοινότητα, αντιμετωπίζοντας τα βασανιστήρια ως μια απάνθρωπη πράξη, που εξευτελίζει τους ανθρώπους, υποβάλλοντάς στους σε αφόρητο πόνο, καταδικάζει τη χρήση τους, στάση που καταγράφηκε για πρώτη φορά με την ομόφωνη συμφωνία για την απαγόρευσή τους, στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: από τότε που η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών προέβη στην υιοθέτηση της Οικουμενικής Διακήρυξης, το όχι και τόσο μακρινό 1948, η θέση ότι κανείς δεν θα πρέπει να υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή/και σε σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση έγινε αντιληπτή σε παγκόσμιο επίπεδο. Πλήθος συνθηκών, που ακολούθησαν χρονικά –όπως οι Συμβάσεις της Γενεύης, του 1949, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού–, κατοχύρωσαν την απαγόρευση των βασανιστηρίων και κάθε αντίστοιχης μορφής μεταχείρισης, που χρήζει αποδοκιμασίας, προσδίδοντάς της δεσμευτική ισχύ. Επιπροσθέτως, η απαγόρευση των βασανιστηρίων περιλαμβάνεται σε όλες τις περιφερειακές συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ έχει αναβαθμιστεί σε κανόνα αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus cogens), δεσμεύοντας όλα, ανεξαιρέτως, τα κυρίαρχα κράτη.

Πηγή Εικόνας: legal.un.org

Η Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων τέθηκε σε ισχύ την 26η Ιουνίου 1987, αφού εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, τρία χρόνια νωρίτερα, τη 10η Δεκεμβρίου 1984, και θεωρείται η πιο σημαντική σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που προσπαθεί να εγκαθιδρύσει την απαγόρευση των βασανιστηρίων, έως ότου αυτά απαλειφθούν, ολοκληρωτικά, από την παγκόσμια πρακτική[2]. Όπως διατείνεται και το προοίμιο της Σύμβασης, «τα συμβαλλόμενα κράτη της παρούσας σύμβασης επιθυμούν να καταστήσουν πιο αποτελεσματικό τον αγώνα κατά των βασανιστηρίων και κάθε άλλης βάρβαρης, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης και τιμωρίας σε ολόκληρο τον κόσμο». Είναι φανερή εδώ η προσπάθειά της, ως νομικό κείμενο, να δημιουργήσει ένα κοινό μέτωπο για τα συμβαλλόμενα κράτη, στο οποίο θα πάρουν όλα, από κοινού, θέση ενάντια στις βάρβαρες πρακτικές αυτού του είδους, θέση η οποία θα πρέπει, παράλληλα, να διαπνέει και κάθε θετική τους δράση για την καταπολέμηση του προβλήματος. Πιο συγκεκριμένα, η Σύμβαση αξιώνει από τα κράτη-μέλη της να προβούν στη θέσπιση εθνικών νόμων στο εσωτερικό τους που θα ποινικοποιούν τα βασανιστήρια, ως συγκεκριμένο αδίκημα, ενώ, παράλληλα, οφείλουν να ελέγχουν κάθε σχετική καταγγελία, να εκπαιδεύουν, καταλλήλως, το προσωπικό του συστήματος επιβολής της δικαιοσύνης και διατήρησης της δημόσιας τάξης, και, φυσικά, να διασφαλίζουν την παροχή αποτελεσματικής έννομης προστασίας στα θύματα. Αλλά και σε ό, τι αφορά το διεθνές επίπεδο, η Σύμβαση προέβλεψε και έθεσε σε λειτουργία μια Επιτροπή με κύριο καθήκον την παρακολούθηση της δράσης των κρατών και το κατά πόσο αυτή είναι σύμφωνη με τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί για την εξάλειψη των βασανιστηρίων.

Πηγή Εικόνας: crd.org

Η Διεθνής Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και κάθε άλλης σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, έχει υπογραφεί και επικυρωθεί από, εντυπωσιακά, μεγάλο αριθμό κρατών (το Μάρτιο του 2010 συμπληρώθηκαν 146 κράτη-μέλη). Χαρακτηριστικό γνώρισμα της νομικής της υπόστασης είναι πως, σε αντίθεση με άλλες διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, που ενσωματώνουν με πιο γενικόλογη μορφή καταλόγους ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων είναι περισσότερο στοχευμένη τόσο ως προς τα δικαιώματα που απονέμει, στα επιμέρους άτομα, όσο και στα καθήκοντα με τα οποία επιφορτίζει τα κράτη-μέλη. Ενδεικτικά, το Άρθρο 3[3] της Σύμβασης απαιτεί την αποχή κάθε κράτους-μέλους από την επαναπροώθηση ή έκδοση ενός ατόμου, όταν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις, ότι κατά την επιστροφή του στη χώρα προέλευσης θα υποπέσει θύμα βασανιστηρίων. Τέλος, το Άρθρο 14[4] παρέχει τη δυνατότητα προσφυγής, για κάθε άτομο που υπήρξε θύμα βασανιστηρίων ή/και κάθε είδους απάνθρωπης μεταχείρισης, ενώ η αρμόδια Επιτροπή Κατά των Βασανιστηρίων διευκρινίζει ρητά ότι το επακόλουθο δικαίωμα της προσφυγής των θυμάτων, δηλαδή να γίνουν λήπτες επανόρθωσης (αποζημίωσης), εκτείνεται τόσο στα θύματα των βασανιστηρίων, όσο και στα θύματα οποιουδήποτε άλλου είδους, εξίσου, σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης[5].


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Reproductive Freedom, Torture and International Human Rights: Challenging the Masculinisation of Torture, Routledge, Ronli Sifris, December 2013.

[2] United Nations Convention against Torture and its Optional Protocol: A Commentary, Oxford University Press , Nowak M. – Birk M. – Monina G., Νοέμβριος 2019.

[3] United Nations Convention Against Torture and Other Cruel, Inhuman or Degrading Treatment or Punishment άρθρο 3, 10 Δεκεμβρίου 1984, 1465 U.N.T.S. 85

[4] ό.π., άρθρο 14.

[5] The Treatment of Torture Victims: What Are a Government’s Obligations?, CHATHAM HOUSE, Felice Gaer, Ιανουάριος 2013)


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Τσιούρη
Ιωάννα Τσιούρη
Γεννήθηκε το 1993 και κατάγεται από τα Ιωάννινα. Πτυχιούχος της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του ΔΠΘ και της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ με μεταπτυχιακό στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), κλίνει προς τα ευρωπαϊκά ζητήματα και την επιρροή τους στο σύνολο της εθνικής νομοθεσίας. Γνωρίζει αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά και ισπανικά. Αγαπά τον αθλητισμό και τη μουσική, και προτιμά να περνά τον ελεύθερό της χρόνο με δικούς της ανθρώπους.