Της Κωνσταντίνας Παναγιωτοπούλου,
Το 1961, η φιλόσοφος Hannah Arendt παρακολούθησε, ως ανταποκρίτρια του New Yorker, τη δίκη του Adolf Eichmann στο Ισραήλ. Ο Eichmann, συνταγματάρχης των SS κι επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο, έχει χαρακτηριστεί ως «Αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος» για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε στη γενοκτονία των Εβραίων. Στόχος του ήταν η εκπλήρωση της Τελικής Λύσης και απολογισμός του περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίοι νεκροί. Η Hannah Arendt, με τη σειρά της, σόκαρε την ανθρωπότητα για δύο λόγους: πρώτον, επειδή υποστήριξε ότι ο Eichmann δεν ήταν ο δαιμονικός εγκληματίας που όλοι πίστευαν και, δεύτερον, επειδή το έκανε αυτό ούσα η ίδια εβραϊκής καταγωγής. Αλλά τα λόγια της έχουν παραμείνει μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό παρεξηγημένα.
Αυτό που προσπάθησε να εντοπίσει γράφοντας για τον Eichmann ήταν η ειδοποιός διαφορά, η λάθος στροφή που πήρε το ναζιστικό καθεστώς και κατάφερε να διαφοροποιηθεί από όλους τους υπόλοιπους εγκληματίες της ιστορίας. Τι μπορεί να οδήγησε σε μια γενοκτονία; Ο Hitler πίστευε ακράδαντα ότι οι Εβραίοι ήταν επικίνδυνοι για τη Γερμανία και, συνεπώς, έπρεπε να εξολοθρευθούν. Ήταν ορθολογικός, με την έννοια ότι είχε θέσει έναν συγκεκριμένο στόχο και σκόπευε να κάνει τα δέοντα για να τον πετύχει. Αλλά τι εξασφάλισε την αταλάντευτη πίστη των στελεχών του καθεστώτος στο όραμά του; Πώς μπορεί τόσο εύκολα κάποιος να συμφωνήσει στη διεκπεραίωση ενός προγράμματος εξόντωσης; Η Arendt θέλησε να εξορθολογικεύσει τον όλεθρο. Γι’ αυτό, αναζήτησε το πρόβλημα στη γραφειοκρατία που τον κίνησε.
Το ονόμασε «κοινοτοπία του κακού»· αυτήν την τυφλή νομιμοφροσύνη και αφοσίωση σε έναν στόχο που μπορεί να επιδείξουν οι άνθρωποι. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, ο Eichmann δεν είχε τίποτα το τερατώδες και απάνθρωπο πάνω του. Το κακό που καταλόγισε σε εκείνον δεν ήταν δαιμονικό και απόκοσμο, αλλά καθημερινό, απλούστατο, κοινότοπο. Το ανήγαγε στην εκτέλεση των διαταγών του εθνικού ηγέτη, μια διαδικασία που, εν προκειμένω, στερούνταν κάθε ηθικής επαλήθευσης. Η περίπτωση του Eichmann μπορεί να ιδωθεί ως η ακραία κατάληξη ενός οποιουδήποτε δημοσίου υπαλλήλου που, στις κατάλληλες συνθήκες, δύναται να αποβεί καταστροφικός απλώς και μόνο επειδή κάνει τη δουλειά του. Ο Eichmann μηχανοποιήθηκε, έγινε παρανάλωμα της γραφειοκρατίας κι επικεντρώθηκε στο να είναι αποτελεσματικός στο έργο του.
Έτσι, σύμφωνα με την Arendt, το έγκλημά του εκπορευόταν από την απουσία σκέψης και κριτικής, όχι από κάποιο μελανό σημείο μέσα του που τον διέκρινε από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Φυσικά, αυτή η διαπίστωση δεν αφαιρεί τίποτα από το μέγεθος και τη βαρύτητα του εγκλήματός του, παρά μόνο προσφέρει μια εναλλακτική εξήγηση των αιτίων πίσω από αυτό. Σε αντίθεση με τον Hitler, ο Eichmann δεν ονειρευόταν το κακό. Απλώς το έκανε. Υπό αυτό το πρίσμα, η βαναυσότητά του πήγαζε από έλλειψη λογικής διεργασίας, όπως συχνά συμβαίνει, όταν η μηχανική τέλεση της πράξης γίνεται αυτοσκοπός και όχι μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού. Πώς μπορεί κάποιος να αξιολογήσει ηθικά το έργο που του έχει ανατεθεί, όταν το μόνο που βλέπει είναι τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει για την περάτωσή του;
Όπως σε καθετί στη ζωή, εδώ μπορεί να οικοδομηθεί ένας κρίσιμος αντίλογος. Ίσως αυτό που καταδίκασε τον Eichmann να μην ήταν η αδράνεια της σκέψης του. Αντιθέτως, είναι πιθανό να εξορθολογίκευσε όλα τα αποτρόπαια που εκτυλίσσονταν γύρω του, προκειμένου να μπορέσει με κάποιον τρόπο να δικαιολογήσει τη συμμετοχή του σε αυτά. Η διαδικασία αυτή αντιστοιχεί σε έναν αμυντικό μηχανισμό για τον οποίο μίλησε ο Freud και ονομάζεται εκλογίκευση. Το αμυνόμενο άτομο πασχίζει να προσδώσει μια λογική ερμηνεία σε ηθικά και κοινωνικά μη αποδεκτές συμπεριφορές, ώστε να συρρικνώσει τον αντίκτυπο και τη σημασία τους. Αν εφαρμόσουμε αυτό το αρχέτυπο στον Eichmann, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι, προσπαθώντας να ανταποκριθεί σε συνθήκες εξαιρετικής πίεσης, κατέφυγε στην εκλογίκευση των παραλόγων για να βρει το νόημα και τη θέση του σε αυτά.
Είναι αλήθεια ότι έχουν εντοπιστεί τρωτά σημεία στη θεωρία της Arendt, η οποία ούτως ή άλλως εντυπωσίασε με την αρνητική έννοια. Έντονη κριτική ασκήθηκε, μεταξύ άλλων, από τη Γερμανίδα φιλόσοφο Bettina Stangneth. Η Stangneth αντέτεινε ότι οι πράξεις του Eichmann πήγασαν αποκλειστικά από ένα μέρος διεστραμμένης λογικής μέσα του. Υποστήριξε ότι είχε πλήρη συνείδηση των ενεργειών του. Δεν είχε καταλήξει άβουλος και αποχαυνωμένος, αλλά, αντιθέτως, ήταν απόλυτα αυτεξούσιος στις πράξεις του και περηφανευόταν για το καθήκον που υπηρετούσε. Όπως και να ‘χει, όμως, κανείς δεν περίμενε ότι η ιχνηλάτηση της ρίζας του κακού θα ήταν εύκολο έργο. Αλλιώς πώς εξηγείται η ατελεύτητη φιλοσοφική συζήτηση σχετικά με το καλό και το κακό; Η Arendt δεν έλυσε το αιώνιο αίνιγμα, γιατί δεν επιδέχεται λύση. Απλώς μοιράστηκε την, ομολογουμένως, πρωτότυπη ερμηνεία της για τη λογική, την ηθική, τους εξωτερικούς περιορισμούς, την ανθρώπινη φύση και τις συγκλονιστικές περιπτώσεις που όλα αυτά συγκρούονται.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η κοινοτοπία του Κακού, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ
- Hanna Arendt’s challenge to Adolf Eichmann, theguardian.com, διαθέσιμο εδώ