Του Μάριου Ντινάκους,
Η οικονομία του Εκουαδόρ είναι η όγδοη μεγαλύτερη στη Λατινική Αμερική και ανήκει στις μεγαλύτερες 70 του κόσμου ως προς το Ονομαστικό ΑΕΠ. Με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όμως, η χώρα κατατάσσεται στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά, βλέπουμε ότι αντιμετώπισε μια πολύ σημαντική οικονομική κρίση κατά τη διετία 1998-1999, η οποία ήταν ταυτόχρονα δημοσιονομική, νομισματική και κοινωνική κρίση και επηρέασε αισθητά όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά τελικά αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά. Πλέον, η οικονομία της χώρας βαδίζει σε ένα μονοπάτι οικονομικής ισορροπίας, έπειτα από κάποια μέτρα που θεσπίστηκαν εκείνη την περίοδο, τα οποία και θα δούμε αναλυτικά παρακάτω. Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι επηρεάστηκε λιγότερο κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου. Επιπλέον, η ύφεση που επέφερε η πανδημία του COVID-19, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τους μακροοικονομικούς δείκτες της χώρας, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζουν αρνητικές τιμές, όμως, το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε πολλά κράτη ανά την υφήλιο και δεν είναι κάτι που αφορά το Εκουαδόρ αποκλειστικά. Έχει να κάνει, δηλαδή, με εξωτερικά σοκ, τα οποία υφίσταται η οικονομία και όχι με τις πολιτικές που ακολουθούνται στο εσωτερικό της χώρας. Εκείνο που εμπίπτει στην ευθύνη των κυβερνώντων είναι η αντιμετώπιση των συγκεκριμένων σοκ και όχι το γεγονός ότι λαμβάνουν χώρα.
Επιπλέον, τα τελευταία έτη, δηλαδή από το 2019 κι έπειτα, έχει θεσπιστεί ένα σχέδιο ευημερίας, το οποίο έχει ορίζοντα τριετίας και την υποστήριξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτό που παρατηρούμε εξετάζοντας συνολικά την οικονομία της χώρας είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος προέρχεται από την εξαγωγή πρωτογενών αγαθών όπως το λάδι, οι μπανάνες κ.λπ. Πιο συγκεκριμένα, το Διεθνές Εμπόριο αποτελεί κατά μέσο όρο το 50% με 60% του ΑΕΠ. Αυτό δεν αποτελεί θετικό γεγονός για πολλούς λόγους. Πρώτα από όλα, η χώρα εξαρτάται από τους εισοδηματικούς περιορισμούς τρίτων χωρών, καθότι, για να είναι σε θέση οι εμπορικοί της εταίροι να αγοράζουν τα προϊόντα της, θα πρέπει να διαθέτουν και το ανάλογο εισόδημα. Επομένως, οποιαδήποτε μείωση στο ΑΕΠ των εμπορικών εταίρων του Εκουαδόρ είναι εξαιρετικά πιθανό να συνοδεύεται και από μείωση της κατανάλωσης ξένων προϊόντων. Δεύτερον, το Εκουαδόρ παρουσιάζει με τον τρόπο αυτόν μεγάλο βαθμό εξάρτησης σε σχέση με πράγματα που δεν μπορεί να ελέγξει, όπως είναι για παράδειγμα η τιμή της βενζίνης, η ύπαρξη υποδομών στις άλλες χώρες, οι διεθνείς σχέσεις (και οι τρεις αυτοί παράγοντες επηρεάζουν τις μεταφορές των προϊόντων), οι τιμές των ανταγωνιστικών προϊόντων και διάφοροι άλλοι τυχαίοι παράγοντες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης αυτής είναι η πανδημία του κορωνοϊού, η οποία, εκτός από την παραγωγή των προϊόντων, έχει επηρεάσει δραματικά και τη μεταφορά τους.
Επίσης, η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις τιμές του πετρελαίου, καθώς αυτό αντιπροσωπεύει το 1/3 των εσόδων του δημοσίου και περίπου το 37% των εσόδων από τις εξαγωγές. Η οικονομία στο παρελθόν εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τα πρωτογενή αγαθά, όπως τα γεωργικά προϊόντα, το πετρέλαιο και οι ιχθυοκαλλιέργειες. Ωστόσο, μετά από την οικονομική κρίση του 1998 και την παγκόσμια τάση της αγοράς, η οικονομία έχει διαφοροποιηθεί και προσαρμοστεί στη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα, διότι αναπτύχθηκε η τεχνολογία και η χώρα έχει γνωρίσει σημαντική οικονομική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς, όπως η κλωστοϋφαντουργία, τα επεξεργασμένα τρόφιμα, η μεταλλουργία και οι υπηρεσίες.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω λοιπόν, από το 2000 μέχρι το 2019 οι Ρυθμοί Ανάπτυξης βρίσκονταν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αυτό είχε να κάνει κυρίως με την τιμή του πετρελαίου και την εξωτερική χρηματοδότηση, αλλά και, όπως αναφέραμε παραπάνω, με την κυβερνητική πολιτική, η οποία εστίασε στον ριζικό μετασχηματισμό της οικονομίας του Εκουαδόρ. Οι κυβερνητικές προσπάθειες επικεντρώθηκαν κυρίως στον ιδιωτικό τομέα και ειδικότερα στην πετρελαϊκή βιομηχανία, καθώς και σε άλλους τομείς, όπου κυριαρχεί η τεχνολογία.
Η oικονομική Κρίση του 1998-1999
Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα για τη χώρα και τη Λατινική Αμερική γενικότερα ήταν η επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών το 1998, με το ναδίρ της κατάστασης αυτής να βρίσκεται στο 1999. Εκείνη την περίοδο η κρίση επιταχύνθηκε σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας, κυρίως λόγω του καιρικού φαινομένου Ελ Νίνιο, το οποίο ξέσπασε εκείνη την περίοδο. Το φαινόμενο αυτό αφορά στην ανάπτυξη ζεστών νερών στην περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται έντονες βροχοπτώσεις και πλημμύρες που προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές στις υποδομές και τα εδάφη των χωρών της περιοχής.
Επιπλέον, η απότομη πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και η αστάθεια των αναπτυσσόμενων αγορών λόγω των κρίσεων που λάμβαναν χώρα εκείνη την εποχή στην Ασία (1997), τη Ρωσία (1998) και τη Βραζιλία (1998) αποτελούσαν ακόμη έναν παράγοντα επιδείνωσης. Αυτές οι συγκυρίες, σε συνδυασμό με το μη βιώσιμο μείγμα οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης του Εκουαδόρ, το οποίο χαρακτηριζόταν από υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και συνεχή επεκτατική νομισματική πολιτική για τη χρηματοδότησή τους, οδήγησαν στη συρρίκνωση του ΑΕΠ, αύξηση του ετήσιου πληθωρισμού και συνεχή υποτίμηση του εθνικού νομίσματος κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τα συνεχή ελλείμματα, λοιπόν, συσσωρεύτηκαν και δημιούργησαν ένα υπέρογκο χρέος σε σχέση με το μέγεθος της συγκεκριμένης οικονομίας. Για τον λόγο αυτόν, έπρεπε να ληφθούν άμεσα αποφάσεις με σκοπό την εξομάλυνση των δημόσιων οικονομικών και την ανάκαμψη των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών. Τα Έσοδα του προϋπολογισμού του Εκουαδόρ εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πετρελαίου καθόλη τη δεκαετία του 1990, καθώς και για μια σειρά ετών λίγο πιο πριν. Έτσι, λοιπόν, οι Δημόσιες Δαπάνες ήταν πολύ υψηλές σε σχέση με τα Κρατικά Έσοδα.
Εκτός όμως από όλα τα παραπάνω, η χώρα είχε ένα ακόμη σοβαρότατο θέμα να αντιμετωπίσει. Συνήθως, όταν λαμβάνουν χώρα τέτοια φαινόμενα, τα κράτη προχωρούν σε διάφορες ενέργειες, όπως αναδιάρθρωση του Χρέους, κούρεμα κ.λπ. Όλα αυτά εμπεριέχουν, έστω και με κάποιον έμμεσο τρόπο, περαιτέρω δανεισμό της χώρας. Αυτό δεν είναι κακό από μόνο του, όμως, την εποχή εκείνη πολλές ακόμη αναπτυσσόμενες χώρες είχαν περιέλθει σε χρηματοπιστωτική κρίση και αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν το Χρέος τους. Επομένως, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ήταν απρόθυμα να προσφέρουν στήριξη σε μία ακόμη αναπτυσσόμενη οικονομία, όπως αυτή του Εκουαδόρ.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός ότι οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν το 1998 λόγω της παγκόσμιας οικονομικής επιβράδυνσης, μετά από την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση και έτσι τα έσοδα της χώρας μειώθηκαν σημαντικά. Το χρέος παρέμεινε αρκετά υψηλό, βέβαια, και, λόγω του ότι το ρίσκο δανεισμού του Εκουαδόρ ήταν πολύ υψηλό για τους διεθνείς επενδυτές, τα επιτόκια δανεισμού προσαρμόστηκαν σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Η έλλειψη εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας στην κυβέρνηση και στην οικονομία της χώρας από τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα.
Αντίστοιχα, στον ιδιωτικό τομέα οι τράπεζες είχαν δώσει υπερβολικά επικίνδυνα δάνεια στο κοινό και αδυνατούσαν να διοχετεύσουν ρευστότητα στην οικονομία λόγω της έλλειψης αποταμιεύσεων και της αδυναμίας πληρωμής των δανείων από τους δανειολήπτες.
Τον Απρίλιο του 1998, λοιπόν, έλαβε χώρα η τραπεζική κρίση της εποχής, με την κήρυξη πτώχευσης από πολλές τράπεζες. Το γεγονός αυτό δημιούργησε ένα κλίμα αβεβαιότητας και πλήθος πολιτών προέβησαν σε συνεχείς αναλήψεις των καταθέσεών τους. Οι προσδοκίες που δημιουργούνται από ένα τέτοιο κλίμα αβεβαιότητας αποτελούν ουσιαστικά μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, γιατί το καταθετικό κοινό προσδοκά ότι οι τράπεζες θα χρεοκοπήσουν, οπότε αποσύρει τα μετρητά του και, επομένως, οι τράπεζες σίγουρα χρεοκοπούν. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται τραπεζικός πανικός (bank run).
Μετά από τέσσερις μήνες, οι χρεοκοπίες τραπεζών ήταν τόσο πολλές, που η κυβέρνηση αδυνατούσε πλέον να παρεμβεί και να διασώσει όσες τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα, πραγματοποιώντας τις ανάλογες ανακεφαλαιοποίησεις. Μέχρι και το τέλος του έτους θεσπίστηκε ο νόμος AGD, όποιος θα αποθάρρυνε τις περαιτέρω αναλήψεις, ενώ δημιούργησε μια ασφάλεια στις καταθέσεις των πολιτών. Επίσης, θεσπίστηκαν και άλλα μέτρα, όπως ο φόρος του 1% σε οποιαδήποτε χρηματοοικονομική συναλλαγή, με σκοπό την αποθάρρυνση των αναλήψεων και την αύξηση των εσόδων για την κυβέρνηση. Αυτός ο φόρος, όμως, αποδείχθηκε καταστροφικός τόσο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και για τους πολίτες, καθώς αποθάρρυνε κάθε οικονομική δραστηριότητα και στην ουσία δεν εμπόδισε τις αναλήψεις των καταθέσεων. Άλλες κυβερνητικές πολιτικές ήταν οι αυξήσεις στους γενικούς φόρους και στους φόρους στα καύσιμα.
Στις αρχές του 1999, οι μεγαλύτερες τράπεζες της οικονομίας πτώχευσαν, η αύξηση του πληθωρισμού ήταν συνεχής, με την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος να αποτελεί πάγια τακτική, καθώς αποτελούσε μία από τις λίγες πηγές χρηματοδότησης του κρατικού προϋπολογισμού.
Από τις 8-12 Μαρτίου του 1999, η χώρα κήρυξε Εθνική Αργία, ενώ τελικά η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα εκτεταμένο «πάγωμα» των καταθέσεων, οι οποίες παρέμειναν στην κατάσταση αυτή για ένα ολόκληρο έτος. Αυτό επιβράδυνε προσωρινά τον πληθωρισμό, αλλά προκάλεσε την κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και δημιούργησε κακές οικονομικές συνθήκες για τους πολίτες. Η κυριότερη μεταβλητή του ΑΕΠ που επηρεάζεται με μια τέτοια πρακτική είναι η Κατανάλωση. Σταδιακά, όμως, η κυβέρνηση «ξεπάγωσε» τις καταθέσεις κι αυτό οδήγησε στη συνέχιση των αναλήψεων και την πτώχευση ακόμη περισσότερων τραπεζών, λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες. Μέχρι και τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση είχε αθετήσει την πληρωμή των Εξωτερικών Χρεών, καθώς είχε ξοδέψει σημαντικούς πόρους για τη στήριξη του τραπεζικού της συστήματος και τις εγγυήσεις των καταθετών.
Επίσης, η συνεχής υποτίμηση του εθνικού νομίσματος (Σούκρε), είχε ως αποτέλεσμα την ευρεία και άτυπη χρήση των δολαρίων ΗΠΑ στο οικονομικό σύστημα. Έτσι, η κυβέρνηση υιοθέτησε επίσημα το δολάριο ως εθνικό νόμισμα τον Ιανουάριο του 2000, οπότε και δημιουργήθηκε ένα απαραίτητο πλαίσιο για τη σταθερότητα της οικονομίας και της ανάπτυξης.
Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν σημαντικά κοινωνικά προβλήματα και δραματική μείωση των κρατικών δαπανών. Το πρόβλημα, μάλιστα, ήταν εντονότερο στις αγροτικές περιοχές. Μέσα σε αυτό το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο έλαβε χώρα και το πραξικόπημα του 2000, οπότε μετά από διαδηλώσεις και με την υποστήριξη του στρατού ο Πρόεδρος Μαχαούντ αναγκάστηκε σε παραίτηση και έτσι αναδείχθηκε ο αντιπρόεδρος Νομπόα. Επίσης, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, παρατηρείται συνεχής μετανάστευση στην Ισπανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η πραξικοπηματική κυβέρνηση, ωστόσο, ακολούθησε τις πρακτικές της προηγούμενης κυβέρνησης για την οικονομική ανάπτυξη και την επιτυχή μετάβαση από το νόμισμα Σούκρε στα δολάρια ΗΠΑ το 2001.
Μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση ενός άμεσου προγράμματος διάρκειας ενός έτους με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η χώρα διαπραγματεύτηκε επιτυχώς μια νέα συμφωνία 250 εκατομμυρίων δολαρίων με το ΔΝΤ το 2003. Έτσι, η οικονομία, με οδηγό το πρόγραμμα που έχει συνάψει με το ΔΝΤ και τις υψηλότερες διεθνείς τιμές του πετρελαίου, άρχισε να ανακάμπτει.
Στα μετέπειτα έτη παρατηρείται συνεχής βελτίωση όλων των οικονομικών δεικτών με βάση την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό συνέβη μετά από μεταρρυθμίσεις στην οικονομική πολιτική. Τέτοιες ήταν η επέκταση των κρατικών δαπανών με την πραγματοποίηση επενδύσεων στον τομέα της εκπαίδευσης και της βελτίωσης της ζωής των κατώτερων εισοδηματικά πολιτών. Κατά τη δεκαετία του 2010 παρατηρούμε συνεχή συνεργασία της χώρας με τις δύο ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη (ΗΠΑ, Κίνα) κυρίως στο εμπόριο και τις διασυνοριακές συναλλαγές.
Οι βασικοί Δείκτες Χρέους της χώρας
Αυτό που παρατηρούμε από το παραπάνω διάγραμμα του Δημόσιου Χρέους προς το ΑΕΠ, είναι η συνεχής μείωσή του. Γενικά, ο λόγος αυτός είναι μικρός και με μία ματιά θα λέγαμε ότι η συγκεκριμένη χώρα δεν έχει αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα στη διαχείριση του Χρέους της. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει. Η κακή δημοσιονομική διαχείριση, η υπερβολική εξάρτηση της χώρας από τις Εξαγωγές Πετρελαίου και η έλλειψη καίριων επενδύσεων έθεσαν τη χώρα σε μια κατάσταση, υπό την οποία δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της.
Επίσης, βλέπουμε ότι, κατά τη διάρκεια της οικονομικής σταθερότητας και της υιοθέτησης του δολαρίου ως εθνικού νομίσματος, το Χρέος, το οποίο είχε θεσπιστεί σε όρους του προηγούμενου νομίσματος, έχει μειωθεί και βρισκόταν κάτω του 20%. Εκτός από τη μετάβαση σε ένα ισχυρότερο νόμισμα, στη μείωση αυτή συνέβαλε, επίσης, και η αύξηση του ΑΕΠ.
Αντίστοιχα, παρατηρούμε ότι τα δάνεια στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή, στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είναι συνεχώς αυξανόμενα. Αυτό οφείλεται κυρίως στη βελτίωση και σταθεροποίηση της ρευστότητας και της παροχής στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων. Τα δάνεια αυτά έχουν χρηματοδοτηθεί τόσο από τις εμπορικές τράπεζες όσο και από την Κεντρική Τράπεζα. Πολλά από αυτά έχουν αντληθεί από τη διατραπεζική αγορά. Επίσης, στο πλαίσιο της γενικότερης οικονομικής ευφορίας, οι πολίτες είναι σε θέση να λάβουν μεγαλύτερο δανεισμό, καθότι υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σχετικά με την αποπληρωμή των δανείων αυτών, λόγω της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Για να το πούμε πιο απλά, οι πολίτες διαθέτουν περισσότερο εισόδημα, επομένως, επιθυμούν να καταναλώσουν περισσότερο. Ο δανεισμός τούς επιτρέπει να καταναλώσουν πολύ παραπάνω από ό,τι τους επιτρέπει ο Εισοδηματικός τους Περιορισμός. Όταν, όμως, το εισόδημα ενός πολίτη είναι ήδη περιορισμένο και δεν είναι σε θέση να καλύψει κάποιες από τις βασικές του ανάγκες, τότε δεν μπορεί να προχωρήσει και σε αποπληρωμή δανειακών δόσεων. Είναι ειρωνικό, όμως, κάποιος που ήδη διαθέτει εισόδημα να είναι σε θέση να δανειστεί, ενώ κάποιος που δεν διαθέτει αρκετά χρήματα δεν μπορεί να το κάνει. Επομένως, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος οδήγησε και σε αύξηση του δανεισμού από τη μεριά των νοικοκυριών. Αντίστοιχα, από την πλευρά των επιχειρήσεων, ο δανεισμός αυξήθηκε, γιατί το ασφαλέστερο οικονομικό περιβάλλον δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Οι επενδύσεις, όμως, πραγματοποιούνται κυρίως μέσω του δανεισμού, οπότε είναι λογικό να υπάρχει αύξηση του ιδιωτικού χρέους και από την πλευρά των επιχειρήσεων.
Για να συμβούν όλα αυτά και η οικονομία να σταθεροποιηθεί, θα πρέπει το επιτόκιο δανεισμού της χώρας να είναι σε ιδανικά επίπεδα και κυρίως να αντικατοπτρίζει την πραγματική απόδοση που μπορούν να έχουν οι επενδυτές. Επομένως, σε περιόδους που ο πληθωρισμός είναι υψηλός, με βάση την οικονομική θεωρία, το επιτόκιο θα πρέπει να αυξηθεί, όπως συνέβη και στο Εκουαδόρ και να συμβαδίζει με τον προσδοκώμενο πληθωρισμό. Τα τελευταία έτη, κατά τα οποία η οικονομία της χώρας αναπτύσσεται, το επιτόκιο κινείται μεταξύ του 0%-10%. Αυτό στην ουσία δημιουργεί ένα αξιόπιστο περιβάλλον για τους επενδυτές και για τους πολίτες της χώρας.
Βέβαια, εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ακόμη και αυτή η απόκλιση στα επιτόκια είναι μεγάλη και αυξάνει γενικά τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Τα επιτόκια αποτελούν ουσιαστικά την τιμή του χρήματος. Εφόσον, λοιπόν, η τιμή αυξάνεται, η ζήτηση για το συγκεκριμένο αγαθό μειώνεται, επομένως, ο πληθωρισμός δαμάζεται. Το χρήμα, όμως, αποτελεί σημαντικό συστατικό για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Οπότε πολλοί επενδυτές που έχουν δανειστεί με κυμαινόμενο επιτόκιο είναι εκτεθειμένοι στις μεγάλες αυξομειώσεις των επιτοκίων. Επίσης, η κατάσταση αυτή μπορεί να αποτρέψει τους μελλοντικούς επενδυτές από την υλοποίηση των σχεδίων τους.
Εν κατακλείδι, η οικονομία έχει περάσει μια σημαντική οικονομική κρίση, η οποία έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την κρίση χρέους 2008-2018 της ελληνικής οικονομίας, καθώς και άλλων τοπικών οικονομιών της Λατινικής Αμερικής. Γενικότερα, μπορούμε να αποφανθούμε ότι μια κρίση Χρέους αντιμετωπίζεται καλύτερα με ένα δυνατό νόμισμα στην παγκόσμια αγορά και με εφαρμογή των κατάλληλων νόμων και μέτρων για την επιστροφή στην οικονομική ανάκαμψη, κάτι που το Εκουαδόρ δεν εφάρμοσε εξ αρχής. Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, η κρίση Χρέους της χώρας κράτησε για αρκετά χρόνια, όμως οι κυβερνώντες κατάφεραν τελικά να προσαρμόσουν τον κρατικό προϋπολογισμό και να διαφοροποιήσουν αρκετά την οικονομία του Εκουαδόρ, ώστε να μην εξαρτάται μόνο από τις Εξαγωγές και ειδικά τις Εξαγωγές πετρελαίου. Έτσι, η συγκεκριμένη χώρα τα τελευταία χρόνια απολαμβάνει σημαντικούς χρηματικούς πόρους από τη διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά. Επιτεύχθηκε μια σταθερή και αδιάκοπη οικονομική ανάκαμψη και, πλέον, στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής είναι η κοινωνία. Βέβαια, η χώρα απέχει ακόμα πάρα πολύ από το να καταστεί ανεπτυγμένη, όμως, έχει παρουσιάσει σημαντική πρόοδο. Το Εκουαδόρ βαδίζει σωστά στο μονοπάτι της δικής του οικονομικής ισορροπίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Economy of Ecuador, Encyclopedia Britannica, Retrieved from here
- The Case of Ecuador, Becker Friedman Institute, Retrieved from here
- The Late 1990s Financial Crisis in Ecuador: Institutional Weaknesses, Fiscal Rigidities, and Financial Dollarization at Work, IMF, Retrieved from here
- Banking, Currency, and Debt Meltdown: Ecuador Crisis in the Late 1990s, The World Bank, Retrieved from here
- Determinants of Inflation in a Dollarized Economy: The Case of Ecuador, Banco Central del Ecuador, Retrieved from here