Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Η Επανάσταση του 1821 έχει έρθει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την έκρηξή της. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκαν ποικίλες εκδηλώσεις για την αναβίωση της ιστορικής μνήμης και χύθηκαν τόνοι μελανιού για τη συγγραφή βιβλίων, ώστε να φωτιστούν ενδεχομένως άγνωστες πτυχές για το αναγνωστικό κοινό που αγαπά την Ιστορία, προσφέροντας μια εις βάθος γνώση για τα γεγονότα της εποχής αυτής.
Τα γεγονότα προς διερεύνηση ποικίλουν, άλλα αφορούν το πολεμικό σκέλος της Επανάστασης, άλλα το οικονομικό, άλλα πάλι παρουσιάζουν πρόσωπα μείζονος σημασίας, ενώ υπάρχουν και γεγονότα που επικεντρώνονται στο διπλωματικό κομμάτι. Μια τέτοια πολύτιμη συμβολή αποτελεί και το βιβλίο Οι Μεγάλες Δυνάμεις και η Επανάσταση. Από το Λάιμπαχ στο Ναυαρίνο, του ακαδημαϊκού Σωτήρη Ριζά, που μπορείτε να το βρείτε στις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Το έργο αυτό αποτελεί ένα μέρος από μια σειρά πέντε βιβλίων που φέρει τις υπογραφές διακεκριμένων προσώπων, με γενικό τίτλο 200 χρόνια από την Επανάσταση. Τα καθοριστικά ζητήματα, με κεντρικό της άξονα την Επανάσταση.
Ένας από αυτούς που συνέβαλαν στη συγγραφή, όπως είδαμε, είναι και ο Σωτήρης Ριζάς, διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Έρευνας της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ διαθέτει και μεγάλη εμπειρία στη διδασκαλία σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια. Επίσης, το πλούσιο συγγραφικό του έργο μάς έχει κάνει κοινωνούς των σημαντικότερων στιγμών της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας.
Το παρόν βιβλίο παρουσιάζει στους αναγνώστες ζητήματα της ελληνικής Επανάστασης όχι και τόσο προβεβλημένα. Έχοντας ως συμβατική αφετηρία το Συνέδριο του Λάιμπαχ, που πραγματοποιήθηκε το 1821 και ως καταληκτικό γεγονός τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, το φθινόπωρο του 1827, μας αποκαλύπτονται στοιχεία γύρω από τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στους εξεγειρόμενους Έλληνες.
Πριν, όμως, από την παράθεση αυτών των συμβάντων γίνεται μια χρήσιμη αναδρομή στα προεπαναστατικά χρόνια, για να δοθεί μια πληρέστερη εικόνα για τη μετέπειτα στάση των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Έτσι, εξετάζονται ζητήματα που αφορούν τις επαναστάσεις που έλαβαν χώρα σε Ιταλία και Ισπανία για την παροχή περισσότερων δικαιωμάτων, αλλά και τα αποτελέσματα που είχαν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι στο πολιτικό σκηνικό της εποχής, καταστάσεις που οδήγησαν στην ανάγκη διαμόρφωσης μιας ενιαίας στάσης απέναντι σε περιστατικά που απειλούν το status quo της ευρύτερης ευρωπαϊκής περιοχής. Με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε τα κοινά σημεία της ελληνικής Επανάστασης με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, όπως για παράδειγμα την ανάγκη μεγαλύτερης πολιτικής φιλελευθεροποίησης, ενώ συναντάμε και τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους, καθώς οι Έλληνες αγωνίζονταν για τη δημιουργία ενός κράτους, σε αντίθεση με ορισμένους επαναστάτες της γηραιάς Ηπείρου που διέθεταν τα δικά τους κράτη. Ένα ακόμη στοιχείο που διαχώριζε την ελληνική περίπτωση είναι και η διαμάχη μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, κάτι που διέβλεπαν οι δυνάμεις της εποχής.
Επίσης, στην αφήγηση αυτή εμπεριέχεται και η παλαιότερη προσπάθεια ανεξαρτησίας κατά τη διάρκεια των Ορλοφικών, με τη συμβολή της ρωσικής αυτοκρατορίας και της Μεγάλης Αικατερίνης, καθώς οι τσάροι επιθυμούσαν ήδη από τον 18ο αιώνα την έξοδό τους στη Μαύρη θάλασσα και το Αιγαίο. Έπειτα, σκιαγραφείται ο ρόλος του Καποδίστρια, ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και οι προσπάθειες που έκανε για τον Αγώνα, ενώ δε λείπουν και οι αναφορές στις κινήσεις της Φιλικής Εταιρείας.
Η αναφορά στις Μεγάλες Δυνάμεις δε θα ήταν πλήρης, εάν δεν παρουσιάζονταν και οι βασικές προσωπικότητες και η στάση που διαδραμάτισαν στο ελληνικό ζήτημα. Έτσι, έχουμε την πλευρά του αυστριακού Πρίγκιπα και Καγκελάριου Κλέμενς φον Μέττερνιχ, που ήταν πολέμιος των επαναστάσεων και υπέρμαχος της διατήρησης του πολιτικού τοπίου. Από την άλλη έχουμε τον τσάρο Αλέξανδρο Α´, που διατηρεί μεν μια παρόμοια θέση, αλλά θα δεχόταν μια μικρή μεταβολή των συνόρων, ειδικά εάν δημιουργούνταν μια δύναμη που θα ήταν υπό τον έλεγχό του.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα ξεσπά και η ελληνική Επανάσταση το 1821. Όπως διαβάζουμε, αρχικά η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων δεν ήταν θετικά διακείμενη προς τους επαναστατημένους και, έτσι, τα πρώτα δύο με τρία χρόνια η Ιερά Συμμαχία δεν ήταν πρόθυμη να αλλάξει τη στάση της. Ωστόσο, η διατήρηση της επαναστατικής φλόγας μέχρι το 1824 φαίνεται να οδηγεί σε μια επανεξέταση του ελληνικού ζητήματος, με τις πρώτες ενέργειες προς αυτήν την κατεύθυνση να έρχονται από τον τσάρο Αλέξανδρο. Η Βρετανία βλέποντας τη Ρωσία να εμπλέκεται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου θορυβήθηκε και αποφάσισε να λάβει μια πιο άμεση δράση. Αυτό είναι εμφανές και από την παροχή δανείου προς τους επαναστάτες από το City του Λονδίνου, κάτι που δείχνει μια έμμεση αναγνώριση ή, έστω, τη δημιουργία επίλυσης του ανακύψαντος ζητήματος.
Η πορεία προς τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος φαίνεται πως έρχεται στα τέλη του 1825 και σίγουρα είναι εμφανέστερη την άνοιξη του ’26, όταν έχουμε το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, με πρωτοβουλία της Ρωσίας και του νέου τσάρου Νικολάου Α´, που αποτέλεσε τον πρόδρομο για τη δημιουργία ελληνικού κράτους. Από τη στιγμή αυτή ξεκινά μια άτυπη διαμάχη μεταξύ Βρετανίας και Ρωσίας για το ποια θα κυριαρχήσει στην περιοχή, η ναυτική δύναμη της πρώτης ή η χερσαία υπέροχη της δεύτερης. Το 1827 όλα κινούνται υπέρ των Ελλήνων επαναστατών, κάτι που εκδηλώνεται στην περιοχή του Ναυαρίνου, όταν τα ευρωπαϊκά πλοία στάθηκαν στο πλευρό τους κατά των θαλάσσιων δυνάμεων των Οθωμανών και των Αιγυπτίων.
Τα ζητήματα αυτά, καθώς και αλλά πολλά, όπως το φιλελληνικό κίνημα που δημιουργήθηκε, μπορεί να τα ανακαλύψει σε βάθος ο αναγνώστης μέσα στις σελίδες του βιβλίου αυτού, που, χάρη στον πλούσιο και καλογραμμένο λόγο του, παρασύρει τον αναγνώστη του να το διαβάσει μονομιάς.