Της Άννας – Νικολέτας Γρίβα,
Τίποτα δεν μπορεί να αποτρέψει έναν άνθρωπο «γεννημένο δάσκαλο» από το να μεταδώσει τις γνώσεις και την κοσμοθεωρία του στους μαθητές, ακόμη και στους φαινομενικά «ανεπίδεκτους μαθήσεως». Το μήνυμα αυτό περνά ο πρόσφατα αποβιώσας, βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός Σίντνεϊ Πουατιέ, που με την εκπληκτική του ερμηνεία στην ταινία Στον Κύριό μας με Αγάπη καταφέρνει να ενσαρκώσει το πνεύμα ενός δασκάλου, με ταλέντο και αξιοθαύμαστη δύναμη θέλησης.
Ο Σίντνεϊ Πουατιέ γεννήθηκε στις Μπαχάμες στις 20 Φεβρουαρίου 1927, όπου και μεγάλωσε. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διετέλεσε μέλος του υγειονομικού σώματος του αμερικανικού στρατού και μετά από την αφυπηρέτησή του, επιχείρησε να γίνει ηθοποιός, υποβάλλοντας αίτηση στο «Αμερικάνικο Νέγρικο Θέατρο» (“American Negro Theater”), από το οποίο και απορρίφθηκε αρχικά, εξαιτίας της προφοράς του.
Ο Πουατιέ ξεκίνησε την καριέρα του από το Μπρόντγουεϊ, όπου και πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη (1946), ενώ το 1950 πέρασε στον κινηματογράφο, με την ταινία Το Μίσος Προστάζει. Το 1963, έλαβε το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία Κάτω από το βλέμμα του Θεού, αποτελώντας, έτσι, τον πρώτο Αφροαμερικανό ηθοποιό που τιμήθηκε με βραβείο Όσκαρ. Ενσάρκωσε ακόμη πλήθος άλλων πρωταγωνιστικών ρόλων, μεταξύ των οποίων βρίσκεται, βεβαίως, ο ρόλος του στην ταινία Στον Κύριό μας με Αγάπη. Υπήρξε, τέλος, και σκηνοθέτης διαφόρων ταινιών, μεταξύ των οποίων η κωμωδία Τώρα… Δεν Μας Σταματάει Τίποτα! (1980).
Ο Πουατιέ απεβίωσε στις 6 Ιανουαρίου 2022, σε ηλικία 94 ετών, έχοντας αποκτήσει επτά παιδιά. Άφησε, όμως, πίσω του σπουδαία κληρονομιά, αφού χάρη στην πολύχρονη ενεργή του παρουσία στη «μεγάλη οθόνη», κατάφερε να «σπάσει» τα στερεότυπα που ήθελαν τους Αφροαμερικανούς ηθοποιούς να παίζουν ρόλους υποστηρικτικούς, συμβάλλοντας, έτσι, στην κατάρριψη απαρχαιωμένων αντιλήψεων στον χώρο του κινηματογράφου.
Εστιάζοντας, όμως, τώρα στην εν προκειμένω ταινία του, εύκολα μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον Πουατιέ ως τον καταλληλότερο άνθρωπο για τον ρόλο του άνεργου μηχανικού Μαρκ Θάκερεϊ, που μη μπορώντας να βρει θέση εργασίας ως μηχανικός, αναλαμβάνει καθήκοντα δασκάλου σε λύκειο υποβαθμισμένης περιοχής του Λονδίνου. Η ταινία ξεκινά με την πρώτη του μέρα στο σχολείο αυτό, όπου φοιτούν μαθητές φτωχών εργατικών οικογενειών, πολλοί από τους οποίους αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα όχι μόνο οικονομικά, που τους αναγκάζουν να εργάζονται από νεαρή ηλικία, αλλά και ενδοοικογενειακής βίας.
Οι υπόλοιποι καθηγητές τον προειδοποιούν πως τα παιδιά είναι εξαιρετικά ατίθασα και αδιαφορούν πλήρως για το μάθημα, ενώ κάποιοι ήδη τα θεωρούν «χαμένη περίπτωση». Ο Θάκερεϊ, όμως, τον οποίο αργότερα οι μαθητές αποκαλούν απλώς «κύριο», αποφασίζει να τους δώσει μια ευκαιρία, γεγονός που αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο, αφού οι μαθητές προβάλλουν με κάθε δυνατό τρόπο την ανυπακοή τους. Φωνάζουν, του αντιμιλούν, προκαλούν ακόμη και υλικές καταστροφές. Ο δάσκαλος, όμως, δεν τα παρατά. Αντιθέτως, τους διδάσκει αρχικά βασικούς κανόνες ευγενείας και προσπαθεί να καταστήσει το μάθημα ενδιαφέρον, διοργανώνοντας ακόμη και εκπαιδευτική εκδρομή σε μουσείο.
Όταν, όμως, συνειδητοποιεί ότι οι τελειόφοιτοι μαθητές του, που πρόκειται πολύ σύντομα να αποφοιτήσουν, έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να αποκτήσουν βασικές δεξιότητες, όπως το μαγείρεμα και να λάβουν απαντήσεις σε θέματα που απασχολούν τους ενηλίκους, όπως ο γάμος, μεταβάλλει πλήρως την εκπαιδευτική διαδικασία, μετατρέποντας τα σχολικά μαθήματα σε «μαθήματα ζωής». Μέσω της πρωτοφανούς για τα παιδιά αυτά καλοσύνης του, του επικοινωνιακού του ταλέντου και της μεταδοτικότητάς του, αλλά και της αξιοθαύμαστης προσαρμοστικότητάς του, καταφέρνει τελικά, να γίνει αγαπητός στους μαθητές, ακόμη και στον «δυσκολότερο» χαρακτήρα εξ αυτών και να μεταλαμπαδεύσει κρίσιμες γνώσεις για τη ζωή.
Έχοντας ήδη λάβει πληθώρα αρνητικών απαντήσεων σε αιτήσεις του για δουλειά μηχανικού, λαμβάνει τελικά μία θετική για τη θέση Γ΄ μηχανικού σε εργοστάσιο. Ενώ αρχικά ενθουσιάζεται με την ιδέα, έχοντας ανακαλύψει το αξιοζήλευτο ταλέντο του στη διδασκαλία και αφού γεύτηκε την ευχαρίστηση και την προσωπική ολοκλήρωση που προσφέρει η αγάπη των παιδιών, τελικά αποφασίζει να ενστερνιστεί τον ρόλο του μόνιμου δασκάλου στο σχολείο αυτό.
Αν και πρόκειται, λοιπόν, για μια ευχάριστη ταινία με αίσιο τέλος, τα νοήματα που κρύβει είναι αναντίρρητα βαθιά. Η επιμονή του δασκάλου και η απόφασή του να προσπαθήσει να διδάξει τα παιδιά, παρά το πλήθος των εμποδίων που συναντά μπροστά του, αποτελούν πρότυπο προς μίμηση για κάθε άνθρωπο που έχει πίστη σε κάποιον σκοπό. Τέλος, το πόσο βοήθησε τα παιδιά ο απόλυτος αυτός δάσκαλος, με κάθε έννοια του όρου, που πίστεψε στις ικανότητές τους, τρανώς αποδεικνύει τη γνωστή φράση του Μεγάλου Αλεξάνδρου «στους γονείς οφείλομεν το ζην, στους δε διδασκάλους το ευ ζην».