Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Ως συνέχεια προηγούμενων, συναφών, άρθρων, στο παρόν άρθρο, θα παρουσιαστούν, συνοπτικά, οι καίριες σκέψεις δύο αποφάσεων των Ανωτάτων Ακυρωτικών δικαστηρίων της χώρας, οι οποίες εξεδόθησαν κατόπιν ασκήσεως των απαιτούμενων ενδίκων μέσων, αναλόγως τη δικαιοδοσία. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τις εξής αποφάσεις:
Α.Π. Δ’ Πολ. Τμήμα 83/2021: Η παρούσα απόφαση εξεδόθη έχοντας ασκηθεί το ένδικο μέσο της αναιρέσεως σε εφετειακή απόφαση, στο εκδόσαν Εφετείο, που είχε, προηγουμένως, παραπέμψει ο Άρειος Πάγος για περαιτέρω εκδίκαση. Τα πραγματικά περιστατικά, έτσι όπως προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, συνοψίζονται στην πρόκληση αυτοκινητιστικού ατυχήματος, επί διασταυρώσεως, λόγω παραβίασης του ερυθρού σηματοδότη, από το ένα εκ των δύο εμπλακέντων οχημάτων, με αποτέλεσμα την πρόσκρουση με το όχημα που κινείτο έχοντας πράσινο σηματοδότη· ενώ και τα δύο οχήματα κινούνταν με ταχύτητες άνω των 80 χλμ/ώρα. Συνακόλουθο ήταν οι σφοδρότατες κι εκτενείς υλικές ζημίες, που οδήγησαν σε ολική καταστροφή των οχημάτων, αλλά και ο σοβαρός τραυματισμός των εμπλεκομένων προσώπων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, αποκλειστικώς, την ευθύνη για το αποτέλεσμα του επιδίκου τροχαίου φέρει ο οδηγός του οχήματος που παραβιάζοντας τον ερυθρό σηματοδότη συνέχισε, έχοντας αναπτύξει ταχύτητα, την πορεία του. Μάλιστα, αιτιολογεί τη σκέψη του, εδραιώνοντας την υπαιτιότητα του οδηγού στο ότι από αμέλειά του, ήτοι από έλλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας και προσοχής, που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να επιδείξει ως μέσος συνετός και επιμελής οδηγός, κάτω από ανάλογες περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες και την κοινή λογική και πείρα, και την οποία επιμέλεια και προσοχή, αν επιδείκνυε, θα μπορούσε να προβλέψει το ατύχημα και να το αποφύγει, δεν συμμορφώθηκε με την ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη της πορείας του.
Έτσι, αντί να ακινητοποιήσει το όχημα του, κατά την ένδειξη του ερυθρού φωτεινού σηματοδότη, ο οδηγός με το όχημά του, και κατά παράβαση του Κ.Ο.Κ., εισήλθε στη διασταύρωση, προσκρούοντας στο εισερχόμενο στον κόμβο όχημα και προκαλώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το επίδικο τροχαίο. Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία –στην οποία έτυχε ασφαλισμένο το όχημα του οδηγού που παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη– προέβαλε ως λόγο αναιρέσεως το ότι υφίσταται συνυπαιτιότητα των εμπλεκομένων οχημάτων και όχι αποκλειστική υπαιτιότητα του ενός εκ των δύο. Τον προρρηθέντα ισχυρισμό θεμελίωσε στο γεγονός ότι αμφότεροι οι οδηγοί δεν οδηγούσαν τα οχήματά τους με σύνεση. Ειδικότερα δε, εκινούντο με μεγάλη ταχύτητα πλησιάζοντας τον οδικό κόμβο (διασταύρωση), στην οποία η κυκλοφορία ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες, μη επιδεικνύοντας τη δέουσα οδηγητική συμπεριφορά, με διακοπή της κινήσεώς τους και ελέγχοντας, ως όφειλαν, το δρόμο. Μάλιστα, ως λόγο αναιρέσεως, προέβαλε, επίσης, το γεγονός ότι στη θεμελίωση της αμέλειας του οδηγού του οχήματος, που ήταν ασφαλισμένο στην ίδια, η προσβαλλόμενη απόφαση παρά το νόμο έλαβε υπόψιν της γεγονότα μη προταθέντα – το γεγονός της παραβίασης του ερυθρού σηματοδότη –, τα οποία οδηγούν σε μη επιτρεπτή μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αγωγής, καθώς οι αναιρεσίβλητοι στήριξαν τα αγωγικά τους αιτήματα στη μη δέουσα οδηγική συμπεριφορά, από αμφότερα τα οχήματα, γεγονός που οδηγεί στη θεμελίωση συνυπαιτιότητας.
Εντούτοις, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι όσα έκανε δεκτά η προσβαλλόμενη απόφαση και αναφέρονται ανωτέρω, δεν μετέβαλαν, και δη ανεπιτρέπτως, την ιστορική βάση της ένδικης αγωγής, καθώς η αμέλεια είναι μία αόριστη νομική έννοια, που συγκεκριμενοποιείται βάση των αποδεδειγμένων, κατά τη διαδικασία, περιστατικών. Ο διάδικος, άλλωστε, δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί νομικές διατάξεις, επί των οποίων στηρίζει την αγωγή του, αφού η υπαγωγή στον κατάλληλο νομικό κανόνα γίνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστή (iura novit curia), ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, η απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής βάσεως της αγωγής, και όχι της νομικής βάσεως αυτής.
Τέλος, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την συγκεκριμένη αναίρεση, επισημαίνοντας ότι λόγω της αυτοτέλειας των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (πολιτικής και ποινικής), το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και, συγχρόνως, ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική, ακόμα και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών.
Α.Π. Ζ’ Ποιν. τμ. 16/2021: Εν προκειμένω, ο Άρειος Πάγος, ως ποινικό ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο, απεφάνθη, σε ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως, κατά καταδικαστικής αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου, με αδίκημα την ψευδή καταμήνυση, αναλύοντας τα στοιχεία της αντικειμενικής κι υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Τα πραγματικά περιστατικά που αξιολογήθηκαν στην κρινόμενη περίπτωση ήταν τα εξής: η μηνύτρια και ο κατηγορούμενος υπήρξαν συνυποψήφιοι για τη θέση του Γενικού Διευθυντού Οικονομικής Επιθεωρήσεως. Αρχικώς, επελέγη ο κατηγορούμενος για τη θέση αυτή, ωστόσο, η επιλογή ανετράπη, βάσει της διαδικασίας της διοικητικής δικονομίας που ακολουθήθηκε, και, τελικώς, επελέγη για τη θέση η μηνύτρια. Επί της ανατροπής αυτής, ο κατηγορούμενος αντέδρασε, αρχικώς, μέσω της οδού των διοικητικών δικονομικών διαδικασιών, η οποία δεν τελεσφόρησε. Εν συνεχεία της μη ικανοποίησής του μέσω της διοικητικής δικονομίας, ο κατηγορούμενος μετέφερε την διαμάχη αυτή στο πεδίο της ποινικής δίκης, εγκαλώντας, ψευδώς, μόνο τα μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, που ψήφισαν υπέρ της μηνύτριας για τη θέση, για παράβαση καθήκοντος, συκοφαντική δυσφήμιση και παραβίαση του άρθρου 232 Α του Π.Κ και τη μηνύτρια, ως ηθικό αυτουργό στα προαναφερθέντα. Σκοπός της ενέργειας αυτής, ήταν, όπως αποδείχθη και βάσει του νομικού και μορφωτικού επιπέδου του κατηγορουμένου, να επιτύχει την ποινική δίωξη της μηνύτριας. Τελικώς, ως έγινε αντιληπτό από τα υπομνήματα του κατηγορουμένου, αλλά και τα αποδεικτικά μέσα, ο κατηγορούμενος τέλεσε το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως, ενώ ο Άρειος Πάγος απέρριψε τους αναιρετικούς λόγους που προέβαλε, αναφορικά με την έλλειψη ειδικής κι εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως.
Με βάση την αρχή της εφαρμογής της επιεικέστερης διάταξης, εν προκειμένω, αναλύθηκε το άρθρο 229, του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα. Βάσει αυτού, η αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης καταφάσκεται ότι πραγματώνεται η αντικειμενική υπόστασή της, ήτοι όταν:
α)έχει γίνει μήνυση ή ανακοίνωση, με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή, ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση,
β)το περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης να είναι αντικειμενικώς ψευδές και
γ)ο μηνύσας ή ανακοινώσας είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού.
Το έγκλημα μάλιστα, θεωρείται τετελεσμένο τυπικά, αφ’ ης της πραγμάτωσης του προαναφερθέντος (α) στοιχείου, δίχως απαραίτητα την επέλευση της ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης του καταμηνυόμενου. Η υποκειμενική υπόσταση, της υπό κρίσεως αξιόποινης πράξεως, απαιτεί άμεσο δόλο, σχετικά με τη γνώση της ψευδούς υπόστασης της μηνύσεως. Ο δόλος αυτός, ενυπάρχει στη θέληση της πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, οπότε, καταρχήν, δεν χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην καταδικαστική απόφαση. Τουναντίον, πρέπει να αιτιολογείται και να διαλαμβάνεται ειδικώς και πλήρως, τόσο επί της κατηγορίας, όσο και επί των αυτοτελών ισχυρισμών, όταν δύνανται αναλόγως τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την υποκειμενική υπόσταση, να εισχωρήσουν ασάφειες ή λογικά κενά ή αντιφάσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τα πλήρη κείμενα των αποφάσεων διαθέσιμα στη Νομική Βάση Δεδομένων Nomos Intrasoft