Της Κατερίνας Γκόσντεν,
Η «Θρησκευτική Μεταρρύθμιση» ή «Μεταρρυθμίσεις» ήταν η εκτεταμένη, στον ευρωπαϊκό χώρο, αμφισβήτηση του κατεστημένου καθολικού δόγματος, η σφοδρή κριτική απέναντι στις διεφθαρμένες πολιτικές της Καθολικής Εκκλησίας και η αμφισβήτηση της παπικής εξουσίας ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα, με κορύφωση τις αρχές του 16ου αιώνα. Η κριτική αυτή οδήγησε σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στη θρησκευτική εξουσία, αλλά και στις θρησκευτικές πεποιθήσεις ολόκληρων κοινωνιών, που είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση της απόλυτης παπικής εξουσίας στον ευρωπαϊκό χώρο και την υιοθέτηση νέων «προτεσταντικών» δογμάτων, από μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα, οδήγησε σε μια αναδιοργάνωση της Καθολικής Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της παράλληλης «Αντί-μεταρρύθμισης».
Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό που εννοούμε ως «Θρησκευτική Μεταρρύθμιση» ξεκίνησε από τον γερμανικό χώρο, στις αρχές του 16ου αιώνα, με κύριο εκπρόσωπο τον Μαρτίνο Λούθηρο. Ο Λούθηρος, μοναχός ενός αυγουστινιανού μοναστηριού και μετέπειτα λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βυρτεμβέργης, θα εστιάσει την κριτική του στις παρεκτροπές των κληρικών και τη διεφθαρμένη οικονομική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας και ιδιαίτερα, στο ζήτημα των «συχωροχαρτιών». Φυσικά, ο Λούθηρος ήταν ένας ανάμεσα σε πολλούς που άσκησαν κριτική απέναντι στην Εκκλησία, όμως έχει μείνει γνωστός στην ιστορία ως η οδηγήτρια δύναμη της προτεσταντικής μεταρρύθμισης, ίσως λόγω της γρήγορης και ευρύτερης διάδοσης των ιδεών του τόσο στα ανώτερα όσο και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, χάρη και στην ανάπτυξη της τυπογραφίας.
Η κριτική του απέναντι στα λεγόμενα «συγχωροχάρτια» θα αποτελέσει την αφετηρία, για να αποκαλύψει όλα όσα θεωρούσε εκείνος διεφθαρμένα και να αναπτύξει ένα δικό του «δόγμα», σύμφωνα με τις ιδέες του περί αληθινής πίστης και αφοσίωσης. Τα συγχωροχάρτια ήταν έγγραφα που πωλούσαν κληρικοί στους πιστούς τους, υπόσχοντάς τους πως με αυτό θα «συγχωρούνταν» οι αμαρτίες τους, διασφαλίζοντας έτσι την είσοδό τους στον παράδεισο. Μπορεί να τα αγόραζε κάποιος για τον εαυτό του, αλλά και για κάποιον συγγενή που είχε ήδη πεθάνει και επιθυμούσε να εξασφαλίσει τη σωστή κρίση του στο καθαρτήριο. Όταν ο Λούθηρος ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με αυτήν την πρακτική, αμέσως την καταδίκασε με τις 95 θέσεις κατά των συχωροχαρτιών που, σύμφωνα με κάποιες δοξασίες, θυροκόλλησε στην πόρτα μιας εκκλησίας στις 31 Οκτωβρίου 1517, έτσι ώστε να τις βλέπουν όλοι.
Οι πεποιθήσεις του Λούθηρου αποτέλεσαν και τα χαρακτηριστικά του προτεσταντισμού. Αρνούνταν τα πρωτεία του Πάπα ως επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ καταδίκασε τη μεσολάβηση των ιερέων ανάμεσα στη Βίβλο και τους πιστούς. Για τον Λούθηρο, θα έπρεπε να υπάρξει μια στροφή στις παραδοσιακές χριστιανικές πρακτικές, όπου ο κάθε πιστός έρχεται σε επαφή από μόνος του με τις γραφές, ενώ καταρρίπτει πρακτικές όπως τις νηστείες, την προσκύνηση και τη λατρεία αγίων και λειψάνων. Επιπλέον, αρνείται την ύπαρξη του καθαρτηρίου και καταδικάζει τον μοναχισμό και την αγαμία του κλήρου και σε αντίθεση με το καθολικό δόγμα, πίστευε πως ο πιστός μπορεί να σωθεί μόνο μέσω της πίστης, και όχι μέσω των πράξεών του.
Πίσω από τις ιδέες του, κρύβονται οι γενικές απογοητεύσεις πολλών πιστών απέναντι στην Εκκλησία εκείνη την περίοδο. Οι κληρικοί ήταν γνωστό ότι σε πολλές περιπτώσεις ζούσαν μέσα στην πολυτέλεια, τα κέρδη τους από τα συγχωροχάρτια ήταν μεγάλα και αρκετοί ήταν αυτοί που είχαν αναλάβει περισσότερες αρμοδιότητες απ’ ό,τι θα έπρεπε, ενώ επίσης δεν φορολογούνταν. Επιπρόσθετα, δεν ήταν μυστικό ότι ένας μεγάλος αριθμός τους δεν ήταν αρκετά μορφωμένοι ώστε να αναλάβουν τα καθήκοντά τους και δεν γνώριζαν λατινικά. Η Αγία Γραφή ήταν γραμμένη πρωτίστως στα λατινικά τότε, οπότε κατηγορούνταν ότι τη διάβαζαν χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς διαβάζουν.
Ο γερμανικός χώρος, ως κέντρο έναρξης της προτεσταντικής μεταρρύθμισης, σύντομα επηρέασε και την περιφέρεια. Σε όλες και πιο πολλές ευρωπαϊκές χώρες συντελούνταν παρόμοιες διαδικασίες. Με τη Συνθήκη της Αυγούστας (1555) αποφασίστηκε ότι, ο κάθε τοπικός άρχοντας θα ορίζει το θρησκευτικό δόγμα στην περιοχή δικαιοδοσίας του («cuius regio, eius religio»). Αυτό σήμαινε την κατάργηση της απόλυτης θρησκευτικής εξουσίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο και εν γένει την εμφάνιση προτεσταντικών δογμάτων. Κάποιες χώρες παρέμειναν πιστές στον καθολικισμό, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, ενώ άλλες καλωσόρισαν τον προτεσταντισμό, όπως η Ολλανδία και η Αγγλία. Η τελευταία, όμως, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση και γι’ αυτό στην Αγγλία το νέο δόγμα αναφέρεται ως «Αγγλικανισμός».
Κατά την περίοδο της Μεταρρύθμισης στην Αγγλία, βασιλιάς υπήρξε ο Ερρίκος Η’ (1509-1547), γνωστός βέβαια για τους πολλούς γάμους του με γυναίκες τις οποίες, όταν δεν του έδιναν άρρενα απόγονο, τις χώριζε ή τις αποκεφάλιζε. Ο Ερρίκος τότε ήταν παντρεμένος με την Αικατερίνη της Αραγονίας, όταν ερωτεύτηκε μια κυρία επί των τιμών, την Άννα Μπολέιν. Η Αικατερίνη, όμως, δεν μπόρεσε να του δώσει έναν γιο και έτσι ο Ερρίκος έστρεψε το βλέμμα του στη νέα ερωμένη του, την Μπολέιν, που ίσως μπορούσε να του εξασφαλίσει έναν απόγονο.
Επιθυμώντας ο Ερρίκος να ακυρώσει τον γάμο του με την Αικατερίνη, θα έπρεπε να στραφεί στον Πάπα. Υπό κανονικές συνθήκες, η ακύρωση δεν θα ήταν δύσκολη, όμως εκείνη την περίοδο τα στρατεύματα του Κάρολου Κουίντου, ανιψιού της Αικατερίνης, κατέλαβαν τη Ρώμη και ο Πάπας αφορίστηκε το 1527. Ο Κάρολος είχε πια την εξουσία, όμως, εάν ακύρωνε τον γάμο του Ερρίκου, η κόρη τους, η μετέπειτα βασίλισσα Μαρία, θα θεωρούνταν παράνομη. Η διαδικασία ακύρωσης του γάμου άργησε, όμως σταδιακά, μέσω του Κοινοβουλίου, ο Ερρίκος απέκτησε τον έλεγχο της αγγλικής Εκκλησίας και παντρεύτηκε την Μπολέιν, η οποία και πάλι δεν μπόρεσε να του δώσει έναν γιο και αυτός διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Γρήγορα ο Ερρίκος απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από τον Πάπα και διέταξε σε όλους, όσους κατέχουν κάποιο δημόσιο αξίωμα, να τον αποκαλούν «κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας».
Η περίπτωση της Αγγλίας διαφέρει αρκετά από αυτή του γερμανικού χώρου. Η μεταρρύθμιση επιβάλλεται στην ουσία «από τα πάνω», ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρχε ήδη μια απογοήτευση προς τον καθολικισμό στα λαϊκά στρώματα. Είναι ενδιαφέρον επίσης, το γεγονός πως, όταν πρωτοέφτασαν οι ιδέες του Λούθηρου στην Αγγλία μέσω βιβλίων και πλανόδιων, ο Ερρίκος ήταν αρνητικός σε μια αμφισβήτηση του καθολικισμού. Από τη στιγμή όμως που οι προσωπικές του υποθέσεις εμπλέκονταν με το καθολικό δίκαιο και την εξουσία του Πάπα, ο βασιλιάς παίρνει τα πράγματα στα χέρια του, αυτοαποκαλείται «κεφαλή» την αγγλικής Εκκλησίας και δίνει ζωή σε μια νέα μορφή προτεσταντισμού.
Ο λεγόμενος «Αγγλικανισμός» είναι μια υβριδική μορφή που συνενώνει στοιχεία του καθολικού και του προτεσταντικού δόγματος. Μετέφρασε τη Βίβλο στη δημώδη αγγλική γλώσσα, όμως ήταν υπέρ της αγαμίας του κλήρου και των μοναχών. Επιπλέον, προχώρησε στο κλείσιμο των μοναστηριών, συγκεντρώνοντας όλη την περιουσία στα χέρια του, μοιράζοντάς την στους υποστηρικτές του. Ταυτόχρονα όμως, στο επίπεδο της κοινωνίας, υπήρχαν οι λεγόμενοι «πουριτανοί» που ζητούσαν την «κάθαρση» (purification) της Αγγλικανικής Εκκλησίας από τα στοιχεία του καθολικού δόγματός.
Η κόρη του, η βασίλισσα Μαρία Α’ (1553-1558), προσπάθησε να επαναφέρει τον καθολικισμό και την ένωση της Αγγλίας με τη Ρώμη, χωρίς επιτυχία. Η διάδοχός της, η βασίλισσα Ελισάβετ Α’ (1558-1603), θέσπισε έναν νόμο που όριζε ότι ο μονάρχης αποτελεί και τον «ανώτατο άρχοντα» της Αγγλικανικής Εκκλησίας και επαναφέρει ολοκληρωτικά τον προτεσταντισμό. Εδώ, βλέπουμε την κορύφωση μια διαδικασίας που είχε ξεκίνησε ήδη από τον Ερρίκο: ο ανώτατος κοσμικός άρχοντας αποτελεί πλέον ταυτόχρονα τον ανώτατο θρησκευτικό άρχοντα. Ο Ερρίκος θεωρούνταν εκπρόσωπος του λόγου του Θεού, ενώ με τις μεταρρυθμίσεις της Ελισάβετ, όποιος προδώσει την Αγγλικανική Εκκλησία και όποιος θεωρηθεί αιρετικός, θεωρείται παράλληλα ότι προσβάλει την πατρίδα του αλλά και την ίδια τη βασίλισσα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Wiesner-Hanks, Merry E. (2008), Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη (1450 – 1789), Αθήνα: Εκδ. Ξιφαράς
- Burns, E.M. (2020), Ευρωπαϊκή Ιστορία: Ο Δυτικός Πολιτισμός-Νεότεροι Χρόνοι, Θεσσαλονίκη, Εκδ. Επίκεντρο