Της Δήμητρας Κουρούπη,
Ακούστηκαν πρόσφατα -και ακούγονται τακτικά- αμφίβολης δημοκρατικότητας προτάσεις για την αναδιάρθρωση του δικαστικού σώματος και την υιοθέτηση συστήματος, στο οποίο η εκάστοτε κυβέρνηση θα παρεμβαίνει, διορίζοντας και παύοντας δικαστές της προτιμήσεώς της. Και δεν είναι παρά θλιβερή η συνειδητοποίηση ότι στη «χώρα που γέννησε τη δημοκρατία», όπως συνηθίζεται να λέγεται, θεμελιώδεις αρχές αυτής, όπως η διάκριση των εξουσιών και η δικαστική εξουσία, δεν αποτελούν κοινή γνώση.
Ο Αριστοτέλης έγραψε στα πολιτικά του: «ἔστι δὴ τρία μόρια τῶν πολιτειῶν πασῶν… ἓν μὲν τί τὸ βουλευόμενον περὶ τῶν κοινῶν, δεύτερον δὲ τὸ περὶ τὰς ἀρχάς… τρίτον δέ τί τὸ δικάζον». Πρόκειται για τις τρεις λειτουργίας της κρατικής εξουσίας, να νομοθετεί, να εκτελεί του νόμους και να δικάζει και οι οποίες διακρίνονται ποιοτικώς και ουσιαστικώς, με βάση τις διδασκαλίες του Διαφωτισμού. Ως αρχή της διάκρισης των εξουσιών διατυπώθηκε το πρώτον στο Bill of Rights του 1776. Σήμερα υπάρχει σε κάθε Σύνταγμα (τόσο θεμελιώδης είναι) και αφορά το βασικό αξίωμα της πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά και ιστορικό δίδαγμα, ότι η σύμπτωση της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας σε ένα κρατικό όργανο, οδηγεί στην αυθαιρεσία.
Στο δικό μας Σύνταγμα, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών μπορεί να βρει πας ενδιαφερόμενος στο άρθρο 26. Και ενώ καθόσον αφορά τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία η διάκριση των εξουσιών είναι σχετική, διασταυρουμένων των εξουσιών αυτών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, η διάκριση είναι απόλυτη ως προς τη δικαστική εξουσία. Τούτο σημαίνει ότι η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη από τη νομοθετική και την εκτελεστική, και αυτή ακριβώς η ανεξαρτησία αποτελεί πρώτιστης σημασίας κατοχύρωση για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα.
Η δικαστική ανεξαρτησία αποτυπώνεται ρητά και με πληρότητα στο άρθρο 87 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους». Επομένως, οι δικαστές δικάζουν, εφαρμόζοντας το Σύνταγμα και τον νόμο (βέβαια, τους απονέμεται ευθέως εκ του Συντάγματος η εξουσία να μην εφαρμόζουν τον νόμο στις περιπτώσεις που αντίκειται σε αυτό) και υπακούοντας στα κελεύσματα της συνείδησής τους. Ενδεχόμενες εντολές, οδηγίες, συστάσεις και παρεμβάσεις στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών από την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση, είναι αντισυνταγματικές και αναμφίλεκτα φαλκιδεύουν το δημοκρατικό πολίτευμα και το κράτος δικαίου. Κατά τα ως άνω, οι δικαστές απολαμβάνουν της λεγομένης «λειτουργικής ανεξαρτησίας».
Απολαμβάνουν, δε, και της «προσωπικής ανεξαρτησίας», η οποία συνίσταται στη θέσπιση υπηρεσιακών και μισθολογικών εχεγγύων, προκειμένου να ενισχύεται η λειτουργική τους ανεξαρτησία. Συγκεκριμένα, η παύση των δικαστών γίνεται μόνο με δικαστική απόφαση και επί πειθαρχικού παραπτώματος, ασθένειας, αναπηρίας ή υπηρεσιακής ανεπάρκειας, ενώ ως προς τις προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις και άλλες μεταβολές της υπηρεσιακής τους κατάστασης, αποφασίζει ανώτατο δικαστικό συμβούλιο. Περαιτέρω, το Σύνταγμα στο άρθρο 88 περιβάλλει τους εν γένει δικαστικούς λειτουργούς (άρα και τους εισαγγελείς) με τη θεσμική εγγύηση της ισοβιότητας, όπερ σημαίνει ότι ένας δικαστικός λειτουργός απαγορεύεται να απωλέσει την ιδιότητά του ως τέτοιος με νόμο που καταργεί θέσεις δικαστικών λειτουργών ή δικαστήρια.
Τα ανωτέρω πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα των αναγκαίων εχεγγύων αμεροληψίας και ανεξαρτησίας που απαιτείται να διέπουν τη δικαστική λειτουργία σε ένα κράτος δικαίου. Το παράδειγμα της Πολωνίας μάς διευκολύνει να το αντιληφθούμε. Ύστερα από νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης στον χρόνο αποχώρησης των δικαστών και γενικά στην υπηρεσιακή τους κατάσταση, γίνεται πλέον λόγος για ένα κράτος όπου εκτελεστική και δικαστική εξουσία περιπλέκονται σε επικίνδυνο βαθμό. Μάλιστα, το συνταγματικό δικαστήριο της Πολωνίας εκδίδει αποφάσεις κατά παραγγελία του κυβερνώντος κόμματος, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από νομικούς ως «προέκταση» αυτού.
Καθίσταται λοιπόν παραπάνω από σαφές ποιο είναι το διακύβευμα για την ίδια τη δημοκρατία, τόσο από την παραμικρή παρέμβαση της εκάστοτε κυβέρνησης με διορισμούς και παύσεις των δικαστών όσο και από την αντιδημοκρατική αμάθεια δηλώσεων που μιλούν για εκδίωξη των «πουλημένων δικαστών», για «εθελούσια έξοδο» κάποιων και προσλήψεις άλλων, στο όνομα μίας δικαιοσύνης όχι πραγματικά ανεξάρτητης, αλλά μόνο κατ’ επίφαση και στα μέτρα του καθενός. Κρατάμε τα λόγια της Προέδρου του Αρείου Πάγου, Μαρίας Γεωργίου: «όσοι επιθυμούν πραγματικά να προστατεύσουν τη Δικαιοσύνη, δεν έχουν παρά να την αφήσουν, οριστικά έξω από πολιτικές αντιπαραθέσεις και σκοπιμότητες».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Συνταγματικό Δίκαιο, Φ. Σπυρόπουλος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2018
- “Παρέμβαση της Προέδρου του Αρείου Πάγου: Να αφήσουν τη Δικαιοσύνη έξω από πολιτικές αντιπαραθέσεις”, διαθέσιμο εδώ