Της Ηλιάνας Καλέργη,
Πριν από είκοσι χρόνια, τον Ιανουάριο του 2002, η ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη έμελλε να αλλάξει την καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών. Το τότε εθνικό νόμισμα, η δραχμή, αντικαταστάθηκε από ένα νέο, υπερεθνικό και ισχυρότερο συναλλαγματικά, το ευρώ.
Όπως σε κάθε νέα αλλαγή, υπήρξαν αρκετοί υποστηρικτές, αλλά και αρκετοί που διαφωνούσαν με αυτή. Από τον απλό ενθουσιασμένο και φοβισμένο λαό, μέχρι και τους ειδήμονες ομοϊδεάτες και σκεπτικιστές, υπήρξε μια «θύελλα» απόψεων.
Ξεκινώντας με τις αναλύσεις των πρώτων και εντοπίζοντας, κατ’ επέκταση, τα πλεονεκτήματα, παρατηρούμε ότι, όπως είχε υποστηρίξει το 1997 ο Φρεντ Μπέργκστεν [Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομίας Πίτερσον (PIIE)], πράγματι το ευρώ κατέληξε να είναι ένα από τα ισχυρότερα νομίσματα της παγκόσμιας οικονομίας. Άλλωστε, ήδη πριν το τέλος της δεκαετίας του ‘90 η Ελλάδα και η δραχμή δέχονταν έναν ισχυρό «πόλεμο», με την προεξόφληση της εσωτερικής υποτίμησης.
Περαιτέρω, τα έτη 2000 έως και 2010 αποτέλεσαν μια δεκαετία βαθιάς αίγλης με επιτόκια τόσο χαμηλά, όπου κυκλοφορούσαν διαφημιστικά μότο όπως το: «με το νοίκι, παίρνεις σπίτι».
Επικεντρώνοντας την προσοχή στην Ελλάδα, η τότε κυβέρνηση προσπάθησε έντονα για να επιτύχει τους στόχους που έφερνε μαζί του το νέο νόμισμα. Με άλλα λόγια, υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία η όχι τόσο ισχυρή χώρα του ευρωπαϊκού Νότου έκανε δημοσιονομικά άλματα. Όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει, τα πρώτα λεπτά του 2002, ο Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης: «Το ευρώ είναι η σταθερή αφετηρία για την εδραίωση της ισχυρής και υπερήφανης Ελλάδας, μιας Ελλάδας που δεν μελαγχολεί, δεν παραιτείται, δεν μεμψιμοιρεί, αλλά επιμένει, προσπαθεί, πετυχαίνει και η εικόνα του φτωχού συγγενή δίνει πλέον τη θέση της στην εικόνα μιας χώρας που πιστεύει στον εαυτό της».
Ωστόσο, σύμφωνα με τις απόψεις των ευρωσκεπτικιστών, η είσοδος στο ευρώ και η παραίτηση από το εθνικό νόμισμα δεν ήταν ένα καλό βήμα για την Ελλάδα, η οποία, εν συγκρίσει με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει στη φαρέτρα της απόλυτα πλεονεκτήματα επί προϊόντων. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα γνώμη, η απεμπόληση του καθορισμού νομισματικής πολιτικής και η απόδοσή της στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, απομάκρυνε τη χώρα από το δικαίωμα να υποτιμά το νόμισμά της και να καθίσταται ανταγωνιστική στις τιμές.
Αυτό έγινε ιδιαιτέρως αντιληπτό κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής κρίσης του 2010. Οι χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, αλλά και η γειτόνισσα Ιταλία, δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τις βαρύτατες συνέπειες, που θα μπορούσαν να ελαττώσουν αν μείωναν τη δύναμη των εθνικών νομισμάτων τους και αυτό διότι με την εσωτερική υποτίμηση της δραχμής και της λιρέτας κατάφερναν να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους στο διεθνές εμπόριο.
Παρόλες, βέβαια, τις τότε πιέσεις των ισχυρών Γερμανών, η Ελλάδα παρέμεινε στην Ευρωζώνη, ακόμη και μετά το δημοψήφισμα του 2015, του οποίου το «σώμα» τελικά θεωρήθηκε φιάσκο. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι ισχυρές χώρες του Βορρά ανάγκαζαν ήδη πριν από την ένταξη στην ΟΝΕ υψηλές υποτιμήσεις της δραχμής, καθώς αυτοί θα «πλήρωναν» τις απώλειες των λιγότερο δυνατών χωρών (όπως η Ελλάδα).
Ωστόσο, οι ισχυρισμοί που συνηγορούσαν στον ευρωσκεπτικισμό, αναφέρονταν, ως επί το πλείστον, στην ένταξη στο υπερεθνικό νόμισμα και όχι τόσο στην έξοδο από αυτό. Ειδικότερα, αν η Ελλάδα επέστρεφε στη δραχμή, αρκετοί πίστευαν ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη «βαλκανοποίησή» της με ισχυρή υποτίμηση του εθνικού νομίσματος έως και κατά ογδόντα ποσοστιαίες μονάδες.
Σε κάθε περίπτωση, το ευρώ αποτελεί ένα ζήτημα με πολλές διακλαδώσεις. Είτε κάποιος τάσσεται υπέρ είτε κατά θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι ισχυρών και ανίσχυρων. Εντούτοις, η ανυπαρξία δύναμης πάντα μπορεί να αντισταθμίζεται από έξυπνους και γρήγορους ελιγμούς, καθιστώντας το παιχνίδι αυτό δίκαιο και τις δυνάμεις ισάξιες.