Της Σοφίας Χρηστακίδου,
Ο ρόλος του χρηματοοικονομικού τομέα στην οικονομία
Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα μίας χώρας είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες, οι οποίοι καθορίζουν την ανάπτυξή της. Η διάρθρωση, η δομή και η επέκτασή του είναι οι παράμετροι, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τις βασικές μεταβλητές του ΑΕΠ.
Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να ορίσουμε τις δραστηριότητες που περιλαμβάνει ο χρηματοοικονομικός τομέας. Αυτές, λοιπόν, αφορούν όχι μόνο τις τραπεζικές δραστηριότητες, που όλοι γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή, αλλά και τις υπηρεσίες ασφάλισης, επενδύσεων, πληρωμών κλπ. Έτσι, λοιπόν, το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελείται από μία ποικιλία παικτών, όπως είναι οι Επενδυτικοί Οίκοι, οι Δανειστές, οι Χρηματοοικονομικοί Μεσίτες και άλλοι.
Η υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, λοιπόν, είναι πολύ σημαντική, γιατί αυτό επιτελεί μερικές από τις βασικότερες λειτουργίες ενός οικονομικού συστήματος. Οι βασικότερες από τις λειτουργίες αυτές είναι δύο: πρώτον, η μεταφορά ρευστότητας από τις πλεονάζουσες οικονομικές μονάδες (αποταμιευτές/δανειστές) στις ελλειμματικές (δανειολήπτες) και δεύτερον, η αντιστάθμιση του ρίσκου, η οποία επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους (δανεισμός, παράγωγα κλπ). Στο πλαίσιο αυτών των δύο βασικών λειτουργιών, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επιτελούν και άλλου είδους λειτουργίες, όπως είναι η άντληση κεφαλαίων, εκτός του δανεισμού, (επενδύσεις στον χρηματοοικονομικό τομέα, έκδοση μετοχών κλπ), διαμεσολάβηση (δηλαδή η εξεύρεση των ατόμων που θέλουν να πραγματοποιήσουν μία συγκεκριμένη δραστηριότητα, όπως αγορά μετοχών, λήψη/παροχή δανείου και άλλα), μετασχηματισμός λήξεων και πολλές άλλες. Οι δραστηριότητες του τομέα αυτού είναι πάρα πολλές και ιδιαίτερα όσον αφορά τον κόσμο των επιχειρήσεων και πολλές από αυτές δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό.
Όπως καταλαβαίνει, λοιπόν, εύκολα κανείς, η διεξαγωγή των παραπάνω δραστηριοτήτων εξασφαλίζει δύο πολύ βασικά πράγματα: πρώτον, τη διεξαγωγή επενδύσεων και δεύτερον, τη διασφάλιση της κατανάλωσης. Τόσο οι επενδύσεις όσο και η κατανάλωση είναι δύο πολύ σημαντικές μεταβλητές του ΑΕΠ, επομένως, όταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα μίας χώρας είναι σαθρό, οι συγκεκριμένες μεταβλητές υφίστανται πτώση, άρα υφίσταται πτώση και το ίδιο το ΑΕΠ, οπότε η χώρα περνά σε φάση ύφεσης.
Εάν παρομοιάζαμε, λοιπόν, την οικονομία με έναν ζωντανό οργανισμό, τότε θα λέγαμε ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας αποτελεί την καρδιά, η οποία στέλνει το αίμα (χρήμα/ρευστότητα) σε όλα τα ζωτικά όργανα (άλλοι δρώντες του οικονομικού συστήματος, όπως είναι για παράδειγμα τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις, οι καταναλωτές κλπ). Αν ο χρηματοπιστωτικός τομέας πάθει «έμφραγμα», τότε τα διάφορα μέρη της οικονομίας αρχίσουν να νεκρώνουν σταδιακά.
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας στις αναπτυσσόμενες χώρες
Στις Αναπτυσσόμενες Χώρες παρατηρείται γενικότερα μία έλλειψη σε τραπεζικά ιδρύματα και η παροχή ρευστότητας είναι γενικότερα δύσκολη υπόθεση. Για τον λόγο αυτό (και για πολλούς άλλους επίσης), οι επενδύσεις και η κατανάλωση παραμένουν περιορισμένες, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα χαμηλό ΑΕΠ και κατά επέκταση ένα χαμηλό κατά Κεφαλήν ΑΕΠ στις χώρες αυτές. Στη Λατινική Αμερική, όμως, δεν παρατηρείται τόσο πολύ έλλειψη τραπεζικών ιδρυμάτων. Εκείνο που επικρατεί, γενικότερα, είναι η έλλειψη των υπόλοιπων δρώντων που χρειάζεται ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα για να λειτουργήσει, όπως είναι τα Επενδυτικά Κεφάλαια (Investment Funds), οι Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις και άλλοι παράγοντες της λεγόμενης Σκιώδους Τραπεζικής. Ενώ οι παράγοντες αυτοί υπάρχουν στις περισσότερες χώρες της ηπείρου, συνήθως καταλαμβάνουν ένα πολύ μικρό ποσοστό της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας. Αυτό δεν αποτελεί θετικό γεγονός, καθώς επιβραδύνει την παροχή και την ευελιξία της ρευστότητας και κατά επέκταση την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Βέβαια, εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν είναι όλες οι δραστηριότητες της σκιώδους τραπεζικής ωφέλιμες για την οικονομία και σε πολλές περιπτώσεις διακυβεύεται η ασφάλεια του χρηματοοικονομικού τομέα.
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Κολομβία
Στην περίπτωση της Κολομβίας θα πρέπει να λάβουμε αρχικά υπόψη μας ότι υφίσταται μία τεράστια σκιώδης οικονομία, η οποία περιλαμβάνει κυρίως δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με την αγοραπωλησία ναρκωτικών ουσιών. Όπως είναι εύλογο, λοιπόν, οι δραστηριότητες αυτές μένουν εκτός του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προκειμένου να μην εντοπιστούν από τις αρχές. Εισέρχονται μονάχα μετά από «ξέπλυμα».
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κολομβίας αποτελείται από το Τραπεζικό της Σύστημα, στο οποίο εποπτική αρχή είναι η Superintendencia Financiera de Colombia (SFC), τις εταιρείες χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης, τις εταιρείες leasing και τους χρηματοοικονομικούς συνεταιρισμούς.
Σύμφωνα με μελέτη του ΔΝΤ, «η Κολομβία διαθέτει ένα ευρύ χρηματοπιστωτικό σύστημα, στο οποίο κυριαρχούν πολύπλοκοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων και με διάφορους μεσάζοντες. Τα περιουσιακά στοιχεία του εποπτευόμενου χρηματοπιστωτικού συστήματος αγγίζουν περίπου το 90% του ΑΕΠ, με βάσει τα στοιχεία του 2011. Τα πιστωτικά ιδρύματα (κυρίως τράπεζες) αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ του ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με το υπόλοιπο να κατέχεται από μη τραπεζικά ιδρύματα (κυρίως ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία, εταιρείες καταπιστεύματος και ασφαλιστικές εταιρείες). Τα μεγάλα εγχώρια συμπλέγματα ετερογενών δραστηριοτήτων κυριαρχούν στο χρηματοοικονομικό τοπίο, με δέκα από αυτά να κατέχουν περίπου το 80% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι κεφαλαιαγορές της Κολομβίας αντικατοπτρίζουν κυρίως τη δραστηριότητα στις αγορές κρατικού χρέους και μετοχών, με την κεφαλαιοποίηση της αγοράς μετοχών να φτάνει το 60% του ΑΕΠ στο τέλος του 2011». Από ό,τι βλέπουμε, λοιπόν, οι τράπεζες αποτελούν μόλις το 50% της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας, ένα ποσοστό που διαφέρει αρκετά από τον μέσο όρο της περιοχής. Επίσης, δεν αποτελείται από μικρούς παίκτες, αλλά κυρίως από μεγάλα συμπλέγματα χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το γεγονός αυτό είναι πιθανό να επιφέρει ολιγοπωλιακές καταστάσεις.
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, επίσης, η υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας βρίσκεται σε καλά επίπεδα. Και αυτό γιατί τα κεφαλαιακά αποθέματα των τραπεζών βρίσκονται σε λογικά επίπεδα (εύλογα επίπεδα μόχλευσης) και, επίσης, η δοσοληψία των δανείων βασίζεται κυρίως στα κεφάλαια των καταθετών. Δηλαδή σε άλλες περιπτώσεις, οι συστημικές τράπεζες μίας χώρας αναλαμβάνουν υπερβολικό ρίσκο, δανείζοντας σε υπερβολικό βαθμό, χωρίς να διακρατούν ένα εύλογο μέρος των κεφαλαίων τους είτε για κάλυψη έκτακτων αναγκών είτε για απώλειες από τυχόν αθέτηση των πληρωμών των δανείων που έχουν δοθεί. Και, επίσης, σε άλλες περιπτώσεις, οι συστημικές τράπεζες δεν αρκούνται στο να δανείζουν μονάχα τα κεφάλαια των καταθετών τους, αλλά αγοράζουν και άλλα επιπλέον κεφάλαια από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (από τη Διατραπεζική Αγορά) και δανείζουν και εκείνα. Αυτό δεν είναι κακό, όταν γίνεται σε λογικά πλαίσια, όταν, όμως, πραγματοποιείται αλόγιστα, αυξάνει σημαντικά το ρίσκο χρεοκοπίας της τράπεζας. Αυτές οι πρακτικές, λοιπόν, δεν ακολουθούνται στην Κολομβία.
Επίσης, σύμφωνα με το Oxford Business Group, «…παρά την αργή εξέλιξη της αγοράς μετοχών, οι κεφαλαιαγορές της Κολομβίας φαίνεται να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, όσον αφορά το εταιρικό χρέος και την επέκταση των παραγώγων, των κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου και των αγορών ιδιωτικών μετοχών. Επιπλέον, οι ρυθμιστικές αρχές συνεχίζουν να συνεργάζονται στενά με τους ομολόγους τους για να ενθαρρύνουν την περαιτέρω ανάπτυξη της Ολοκληρωμένης Αγοράς της Λατινικής Αμερικής, πράγμα που σημαίνει ότι η περιφερειακή αγορά πιθανότατα θα συνεχίσει να έχει εξέχουσα θέση. Ο ασφαλιστικός τομέας στην Κολομβία φαίνεται να διατηρεί τη θετική του τροχιά μεσοπρόθεσμα, με την πρόβλεψη να επεκταθεί η συνεισφορά του στο ΑΕΠ και τον πληθυσμό της χώρας να είναι όλο και πιο πρόθυμος να αγοράσει νέα ασφαλιστικά προϊόντα. Επίσης, η ανάπτυξη της insurtech (ασφαλιστικής τεχνολογίας) πιθανότατα θα είναι μια αποφασιστική στροφή τόσο για τους πελάτες όσο και για τους παρόχους, δίνοντας στους πελάτες καλύτερη εμπειρία και ευρύτερη επιλογή προϊόντων και στις εταιρείες τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη και την ανάλυση δεδομένων για να ενισχύσουν τις πωλήσεις τους». Η Ολοκληρωμένη Αγορά που αναφέρεται πιο επάνω, αφορά στη δυνατότητα να υφίστανται συναλλαγές και με άλλες χώρες της περιοχής, αλλά και του κόσμου.
Η συγκεκριμένη πορεία του χρηματοοικονομικού τομέα, λοιπόν, μαζί με άλλους, οδήγησαν τη χώρα στο να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (3% περίπου κατά μέσο όρο). Βέβαια, υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος και κυρίως θα πρέπει να βρεθεί μία λύση για την πάταξη της παραοικονομίας, η οποία ξεπερνά, μάλιστα, τις νόμιμες συναλλαγές. Το γεγονός αυτό προκαλεί πάρα πολλά προβλήματα και δημιουργεί τεράστιες απώλειες κυρίως στον κρατικό τομέα. Επομένως, ο εκσυγχρονισμός του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η επέκταση των δραστηριοτήτων του μαζί με μία ισχυρή και διεξοδική νομοθεσία, που θα ορίζει όλες τις πτυχές και τις συναλλαγές του, μπορούν να οδηγήσουν στην πάταξη της σκιώδους οικονομίας και στην καλύτερη παροχή ρευστότητας στην οικονομία. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι η χώρα θα συνεχίσει να έχει μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης και ότι θα μπορέσει να αντισταθμίσει την πτώση τους λόγω του κορωνοϊού τα τελευταία δύο χρόνια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Financial Services Sector, Investopedia.com, Retrieved from here
- The Colombian Banking Sector: Analysis from Relative Efficiency, Intech Open, Retrieved from here
- The Report: Colombia 2019, Oxford Business Group 2019, Retrieved from here
- Colombia: Financial System Stability Assessment, 2013, International Monetary Fund, Retrieved from here