Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, ένεκα της πολιτικής επικαιρότητας, ένας, νέος, νομικός-πολιτικός όρος «εισέβαλε» στο λεξιλόγιο της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς βέβαια να είναι όλοι οι πολίτες σωστά πληροφορημένοι για τον συγκεκριμένο θεσμό που προβλέπει το Συνταγματικό Δίκαιο. Ο λόγος γίνεται για την πρόταση δυσπιστίας ή πρόταση μομφής, η νομική διαδικασία της οποίας θα αναλυθεί στο παρόν άρθρο. Όπως είναι ευρέως γνωστό, η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, την οποία υποχρεούται να ζητήσει μέσω ψήφου εμπιστοσύνης, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού. Με την πρόταση μομφής, λοιπόν, η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση.
Αρχικά, ως πρόταση μομφής ορίζονται οι διαδικασίες που απαιτούνται για την καθαίρεση ενός ατόμου από θέση ευθύνης, καθώς, πλέον, δε θεωρείται κατάλληλο να διατηρήσει τη συγκεκριμένη θέση είτε λόγω ανεπάρκειας ή μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του είτε λόγω πρόκλησης ζημίας στον ελληνικό λαό και στο κράτος, κατά τη διάρκεια της θητείας του. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα εν γένει, η πρόταση μομφής κατατίθεται για την καθαίρεση του αρχηγού του κράτους ή για την απομάκρυνση της κυβέρνησης, με άμεση συνέπεια την προκήρυξη εκλογών. Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η πρόταση μομφής διακρίνεται από την πρόταση δυσπιστίας, δεδομένου ότι η πρόταση μομφής μπορεί να στρέφεται εναντίων ενός ή περισσοτέρων υπουργών, ενώ η πρόταση δυσπιστίας στρέφεται κατά ολόκληρης της κυβέρνησης και των ατόμων που την απαρτίζουν.
Η συγκεκριμένη διαδικασία προβλέπεται στο άρθρο 84 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής, όπου αναφέρεται ότι η Βουλή μπορεί να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της, ύστερα από πρόταση δυσπιστίας, η οποία υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Βουλής κατά τη διάρκεια δημόσιας συνεδρίασης του Σώματος. Με τη σειρά της, η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να υπογράφεται από το 1/6, τουλάχιστον, των βουλευτών (δηλαδή από 50 βουλευτές) και να περιλαμβάνει, σαφώς, τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Στην περίπτωση που η πρόταση υπογράφεται από τον απαιτούμενο αριθμό των βουλευτών, τότε η Βουλή υποχρεούται να διακόψει τις εργασίες της για δύο ημέρες, εκτός αν η Κυβέρνηση ζητήσει την άμεση έναρξη της συζήτησης για την πρόταση δυσπιστίας.
Επιπλέον, ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπει ότι η συζήτηση περί της πρότασης δυσπιστίας ξεκινά με την ομιλία δύο, τουλάχιστον, βουλευτών, από εκείνους που την υπέγραψαν, ενώ η συζήτηση στην Ολομέλεια ολοκληρώνεται, το αργότερο, τη δωδεκάτη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της με ονομαστική ψηφοφορία. Είναι, πάντως, απαραίτητο, έως ότου να ολοκληρωθούν οι ομιλίες των δύο βουλευτών, να συνταχθεί ένας πλήρης κατάλογος των ομιλητών που επιθυμούν να τοποθετηθούν ενώπιον της Ολομέλειας.
Σε κάθε περίπτωση, ούτως ώστε να γίνει δεκτή η πρόταση μομφής-δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης, θα πρέπει να έχει υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ήτοι 151 βουλευτές. Αν, όμως, απορριφθεί, τότε θα πρέπει να συμπληρωθεί χρονικό διάστημα έξι μηνών από την απόρριψη της πρότασης, προκειμένου να υποβληθεί, εκ νέου, πρόταση μομφής, εκτός εάν αυτή υπογραφεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται αμέσως μόλις ολοκληρωθεί η συζήτηση, αν και υπάρχει η δυνατότητα να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, έπειτα από αίτημα της Κυβέρνησης.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, έπειτα από αυτή τη σύντομη εισαγωγή, σε αυτή τη σπουδαία δημοκρατική επιλογή-πρακτική από το νομοθετικό σώμα της χώρας μας, διαπιστώνουμε ότι, εν ολίγοις, πρόκειται για το αναφαίρετο και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της μειοψηφίας της Βουλής να ελέγχει την Κυβέρνηση με τα προβλεπόμενα μέσα. Με λίγα λόγια, η πρόταση μομφής-δυσπιστίας κατοχυρώνει τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του δημοκρατικού πολιτεύματος και οποιαδήποτε πρακτική παρακώλησης της εν λόγω διαδικασίας οδηγεί σε εκτροπή του Κοινοβουλευτισμού. Γι’ αυτόν τον λόγο, είναι, καθόλα, κατάπτυστες οποιεσδήποτε κινήσεις καταστρατήγησης της εν λόγω διαδικασίας από μέλη της Κυβέρνησης, που διακόπτουν με βίαιο τρόπο την εξέλιξη της συζήτησης πριν τερματιστεί, ζητώντας να ξεκινήσει η άλλη διαδικασία της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με τη διαδικασία της πρότασης μομφής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “Κοινοβουλευτικός έλεγχος / Ειδικές διαδικασίες”, διαθέσιμο εδώ
- “Ψήφος εμπιστοσύνης και δικαιώματα της μειοψηφίας”, διαθέσιμο εδώ