Του Αλέξανδρου Κομπή,
Από τη στιγμή της γέννησής μας μέχρι και τα τελευταία στάδια της εφηβείας, αναπτυσσόμαστε συνεχώς, άλλοτε με αργούς ρυθμούς και άλλοτε με γρήγορους. Μάλιστα, στο στάδιο της εφηβείας ο ρυθμός ανάπτυξης κορυφώνεται και φθάνει στο μέγιστο εξαιτίας πολλών γενικευμένων αλλαγών που συμβαίνουν στο σώμα μας. Η ανάπτυξη, και στην συγκεκριμένη περίπτωση το ύψος, καθορίζονται από ένα σύνολο παραγόντων, οι οποίοι δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, αλλά συσχετίζονται και έχουν αλληλεπικαλυπτόμενες επιδράσεις. Έτσι, ο ρυθμός και ο τελικός βαθμός ανάπτυξης διαμορφώνονται από το γενετικό υπόβαθρο του κάθε ανθρώπου, την κατάλληλη διατροφή στα στάδια της ανάπτυξης, την απουσία στρεσογόνων παραγόντων, οι οποίοι επιβραδύνουν την αναπτυξιακή διαδικασία και τέλος, τα επίπεδα των ορμονών, που είναι υπεύθυνες για την αύξηση και τη διαίρεση. Από όλα τα παραπάνω, αξίζει να σταθούμε περισσότερο στις ορμόνες, οι οποίες παίζουν καταλυτικό ρόλο στην διαδικασία της ανάπτυξης και είναι ικανές να μεταβάλουν τους ρυθμούς αύξησης ανάλογα με τα επίπεδά τους και την ενεργότητά τους.
Γενικότερα, οι ορμόνες είναι χημικές ουσίες, οι οποίες απελευθερώνονται στην κυκλοφορία του αίματος, διανέμονται σε όλο το σώμα και έχουν ως στόχο ορισμένες κατηγορίες κυττάρων. Στην κατηγορία των ορμονών που στοχεύουν στην ανάπτυξη, θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε αρκετές ορμόνες, παρόλα αυτά, η αυξητική ορμόνη (GH, Growth Hormone) είναι αυτή που έχει τον κύριο ρυθμιστικό ρόλο. Ειδικότερα, η αυξητική ορμόνη παράγεται από το σύστημα υποθάλαμος-υπόφυση και απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος μέσω ειδικών αγγειακών συνδέσεων. Ο υποθάλαμος είναι μια μικρή περιοχή στον εγκέφαλο η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς ρυθμίζει ποικιλία λειτουργιών στον οργανισμό. Συνδέεται με την υπόφυση, η οποία βρίσκεται εγγύτερα και αποτελεί αδένα του ενδοκρινικού συστήματος, μέσω αρτηριδίων και φλεβιδίων τα οποία συνιστούν ένα πυλαίο σύστημα. Ο υποθάλαμος παράγει την εκλυτική ορμόνη της αυξητικής ορμόνης (GHRH), η οποία διεγείρει την έκκριση της αυξητικής ορμόνης από τα σωματοτρόπα κύτταρα της υπόφυσης. Στην συνέχεια, η αυξητική ορμόνη μέσω της υπόφυσης απελευθερώνεται στα αγγεία του πυλαίου συστήματος και από εκεί καταφθάνει σε όλο το σώμα. Η αυξητική ορμόνη προσδένεται σε διάφορους κυτταρικούς υποδοχείς που βρίσκονται στην μεμβράνη των κυττάρων-στόχων και προκαλεί την παραγωγή των αυξητικών παραγόντων τύπου ινσουλίνης (IGF). Στο σημείο αυτό, οι αυξητικοί παράγοντες τύπου ινσουλίνης θα πυροδοτήσουν τις διαδικασίες ανάπτυξης, οι οποίες περιλαμβάνουν την αύξηση του αριθμού των σωματικών κυττάρων (υπερπλασία) και την αύξηση του μεγέθους τους (υπερτροφία).
Η αυξητική ορμόνη εκτός από τις αναπτυξιακές επιδράσεις της, έχει και μεταβολικές επιδράσεις. Πιο συγκεκριμένα, αυξάνει τα επίπεδα των λιπαρών οξέων στο αίμα προάγοντας την λιπόλυση στον λιπώδη ιστό, αυξάνει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα διεγείροντας την απελευθέρωση γλυκόζης από το ήπαρ και τέλος επιταχύνει τον ρυθμό της πρωτεϊνοσύνθεσης μέσω της αυξημένης πρόσληψης αμινοξέων από τους μυείς. Έτσι, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αυξητική ορμόνη έχει πολλαπλό ρόλο τόσο στον μεταβολισμό όσο και στην ανάπτυξη και κατά συνέπεια είναι συνεχώς παρούσα στην κυκλοφορία του αίματος. Ωστόσο, η έκκριση της παρουσιάζει κιρκάδιο ρυθμό, με τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις της στο αίμα να καταγράφονται κατά τις πρώτες πρωινές ώρες του ύπνου. Τέλος, εκτός από την αυξητική ορμόνη υπάρχουν και άλλες ορμόνες οι οποίες συμβάλλουν στην ανάπτυξη και έχουν δευτερεύοντα ρόλο. Οι θυρεοειδείς ορμόνες επάγουν την σκελετική ανάπτυξη, η ινσουλίνη αυξάνει την πρωτεϊνοσύνθεση ενώ τα ανδρογόνα και τα οιστρογόνα, τα οποία οφείλονται εν μέρει για την απότομη ανάπτυξη κατά την εφηβεία, προάγουν την ανάπτυξη και την αύξηση της μυϊκής μάζας. Όλες οι προαναφερθείσες ορμόνες δρουν συνεργικά, ενισχύοντας τη δράση της αυξητικής ορμόνης.
Η διαδικασία της ανάπτυξης, λόγω της πολυπλοκότητάς της, είναι αυστηρά ρυθμισμένη σε πολλά επίπεδα, έτσι ώστε η σωστή ποσότητα αυξητικών ορμονών, την σωστή χρονική στιγμή, να συντελέσει σε μια φυσιολογική μορφή ανάπτυξης. Η παθολογική έκκριση της αυξητικής ορμόνης έχει συσχετιστεί κατά καιρούς με παθολογικές μορφές ανάπτυξης. Από την μια πλευρά, η ανεπάρκεια της, η οποία ο οφείλεται σε δυσλειτουργία του συστήματος υποθαλάμου-υπόφυσης, προκαλεί νανισμό. Τα άτομα που πάσχουν από νανισμό, εμφανίζουν κοντό ανάστημα, μειωμένη ανάπτυξη των μυών και περίσσεια υποδόριου λίπους λόγω της μειωμένης κινητοποίησης των λιπών. Από την άλλη πλευρά, η περίσσεια της αυξητικής ορμόνης, η οποία οφείλεται σε όγκο των κυττάρων της υπόφυσης και σε άλλες αιτίες, προκαλεί γιγαντισμό και ακρομεγαλία. Τα άτομα που πάσχουν από γιγαντισμό εμφανίζουν αρκετά ψηλό ανάστημα ενώ τα άτομα που πάσχουν από ακρομεγαλία εμφανίζουν σταδιακή παθολογική πάχυνση των οστών και των μαλακών μορίων. Καθεμιά από τις παραπάνω παθολογικές καταστάσεις επιδέχεται εξειδικευμένη θεραπεία, ανάλογα με την αιτία της και το αναπτυξιακό στάδιο που βρίσκεται ο ασθενής.
Τα τελευταία χρόνια, με τη συμβολή της γενετικής μηχανικής και τη χρήση των βακτηρίων ως εργοστασίων παραγωγής ορμονών, η αυξητική ορμόνη κυκλοφόρησε ως φαρμακευτικό σκεύασμα σε πολλές χώρες για τη θεραπεία αναπτυξιακών διαταραχών και ασθενειών που σχετίζονται με την απώλεια μυϊκής μάζας και οστικής πυκνότητας. Ωστόσο, μετά τα φαινόμενα διαφθοράς που προέκυψαν στον χώρο του αθλητισμού, εξαιτίας της παράνομης χρήσης της αυξητικής ορμόνης από αθλητές για αύξηση των επιδόσεών τους (doping) και την ανακάλυψη νέων δεδομένων σχετικά με τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της, η διάθεσή της περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό. Ο Αμερικανικός Οργανισμός Φαρμάκων ενέκρινε τη χορήγηση συνθετικής αυξητικής ορμόνης ως θεραπεία σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις αποδεικνύοντας έτσι, ότι η χορήγηση αυξητικής ορμόνης δεν είναι και τόσο αθώα τελικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Lauralee Sherwood, Εισαγωγή στην Φυσιολογία του Ανθρώπου, 8η έκδοση, Ακαδημαϊκές εκδόσεις Ι. Μπάσδρα, Αλεξανδρούπολη, 2016
- Walter F. Boron, Emile L. Boulpaep, Ιατρική Φυσιολογία, 2η έκδοση, Broken Hill Publishers, Κύπρος, 2020