Του Φίλιππου – Αθανάσιου Μισούλη,
Η κρίση στην Ουκρανία έχει πυροδοτήσει έντονο διάλογο, αναφορικά με το ζήτημα της συλλογικής ασφάλειας στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Πέραν της κυρίαρχης πολιτικής χροιάς του ζητήματος, η ασφάλεια στην Ευρώπη υλοποιείται με μια σειρά από θεσμικές εγγυήσεις νομικού χαρακτήρα. Στο πεδίο αυτό, καίρια είναι η συμβολή του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) —Organization for Security and Co-operation in Europe (OSCE). Η σημασία του έγκειται στην κατοχύρωση ενός θεσμικού πλαισίου “soft law” (ηπίου δικαίου), το οποίο ακολουθούσαν και οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις του ψυχρού πολέμου, με συμμετοχή, πλην των ευρωπαϊκών κρατών, και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, και της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Ο οργανισμός ιδρύθηκε το 1972 και στο πρώτο του συνέδριο (1973-75), συμμετείχαν και οι 33, τότε, χώρες της Ευρώπης (με εξαίρεση την Αλβανία), καθώς και οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς. Η διάσκεψη κορυφώθηκε με την υπογραφή, την 1η Αυγούστου 1975, των Συμφωνιών του Ελσίνκι, οι οποίες υπήρξαν και το σημαντικότερο επίτευγμα στην ιστορία του Οργανισμού.
Οι Συμφωνίες του Ελσίνκι, επίσης αποκαλούμενες Τελική Πράξη του Ελσίνκι —1 Αυγούστου 1975— που υπογράφηκαν στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, κατά την ολοκλήρωση της πρώτης Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, αποτελούσαν, κυρίως, μια προσπάθεια να μειωθεί η ένταση μεταξύ του σοβιετικού και του δυτικού μπλοκ, εξασφαλίζοντας την κοινή αποδοχή του μεταπολεμικού status quo στην Ευρώπη. Οι συμφωνίες υπογράφηκαν από όλες τις χώρες της Ευρώπης (εκτός από την Αλβανία, η οποία υπέγραψε τον Σεπτέμβριο του 1991), καθώς και από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Η συμφωνία αναγνώριζε το απαραβίαστο των συνόρων της Ευρώπης, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και δέσμευε τα 35 κράτη, που την υπέγραψαν, να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και να συνεργάζονται σε οικονομικούς, επιστημονικούς, ανθρωπιστικούς και άλλους τομείς. Οι Συμφωνίες του Ελσίνκι είναι, εντούτοις, μη δεσμευτικές και δεν έχουν καθεστώς συνθήκης, αποτελώντας, περισσότερο, έναν οδικό χάρτη «ηπίου δικαίου».
Επιπρόσθετα, ως προς την φύση του Οργανισμού, αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά την σημασία του έργου του, ο Οργανισμός δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα κατά το διεθνές δίκαιο. Λειτουργεί, περισσότερο, ως ένα φόρουμ κρατών, όπου με τις κατάλληλες συνδιασκέψεις και διαπραγματεύσεις, αποφεύγονται συγκρούσεις, υπογράφονται κείμενα «ηπίου δικαίου» και τίθενται τα θεμέλια για την υπογραφή διεθνών συνθηκών. Παράλληλα, ο Οργανισμός αναπτύσσει δράσεις εποπτείας και επιτήρησης σε ένοπλες συγκρούσεις, με την καίρια συμμετοχή των κρατών που τον απαρτίζουν.
Αυτή η έλλειψη νομικής προσωπικότητας συνεπάγεται και την αδυναμία του Οργανισμού να δεσμεύσει με τις αποφάσεις του, νομικά, τα κράτη-μέλη. Συγχρόνως, δυσχεραίνεται και η δράση του, καθώς το προσωπικό του δεν απολαμβάνει τα, απορρέοντα από το διεθνές δίκαιο, προνόμια και τις ασυλίες, που απολαμβάνει το προσωπικό διεθνών οργανισμών με νομική προσωπικότητα. Για τον λόγο αυτό, έχει προταθεί η αλλαγή του νομικού του πλαισίου, με ρητή κατοχύρωση της νομικής του προσωπικότητας.
Μια πλήρης διεθνής νομική προσωπικότητα θα μπορούσε να μετατρέψει τον ΟΑΣΕ σε έναν κλασικό διακρατικό διεθνή οργανισμό. Ενδέχεται, ωστόσο, το εγχείρημα της νομικής προσωπικότητας του ΟΑΣΕ να μην οδηγούσε σε σημαντικά αποτελέσματα, καθώς, και πάλι, τυχόν λήψη αποφάσεων θα απαιτούσε ομοφωνία ή “consensus”, γεγονός, σχεδόν, αδύνατο να επιτευχθεί υπό τις παρούσες συνθήκες.
Προς το παρόν, η μοναδική δεσμευτικότητα των αποφάσεων του ΟΑΣΕ εδράζεται στο, προερχόμενο από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, καθήκον συνεργασίας των κρατών-μελών με τον Οργανισμό. Βάσει του καθήκοντος πίστης και συνεργασίας, τα κράτη μέλη και ο οργανισμός που έχουν ιδρύσει θα πρέπει να αλληλοβοηθούνται στην εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους, ιδίως βάσει των κειμένων «ηπίου δικαίου» και των κατευθυντηρίων γραμμών του Οργανισμού. Εντούτοις, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στο ενωσιακό δίκαιο ή ακόμα και στο νομικό πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το καθήκον συνεργασίας δεν ορίζεται ρητά στο ιδρυτικό έγγραφο του ΟΑΣΕ και η εθιμικού δικαίου ισχύς του είναι υπό αμφισβήτηση.
Η έλλειψη, λοιπόν, θεσμοθετημένου νομικού πλαισίου, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταδεικνύει ότι η ασφάλεια στην Ευρώπη, αλλά και διεθνώς, παραμένει, ακόμα και σήμερα, σε μεγάλο βαθμό ζήτημα που άπτεται του στενού πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας των κρατών και ελάχιστα ρυθμίζεται από διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον τομέα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, η δράση της Ένωσης προϋποθέτει ομοφωνία των κρατών-μελών, επιβεβαιώνοντας την καίρια σημασία της εθνικής κυριαρχίας στο πεδίο της άμυνας και ασφάλειας συνολικά. Υπό το πρίσμα αυτό, γίνεται φανερό ότι τα περιθώρια της δράσης ενός διεθνούς οργανισμού, ακόμη και με πλήρη νομική προσωπικότητα, στον τομέα της ασφάλειας θα ήταν εκ της φύσεως του ζητήματος, ήδη, αρκετά περιορισμένα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Legal personality for the OSCE?, διαθέσιμο εδώ
- “Structures – U.S. Mission to the OSCE”, διαθέσιμο εδώ
- Organization for Security and Co-operation in Europe, διαθέσιμο εδώ
- “Who we are – OSCE”, διαθέσιμο εδώ