Της Αριστονίκης Ντάλντα,
Τα ξωτικά αποτελούν συχνά μέρος παιδικών παραμυθιών και συναντώνται σε βιβλία και μυθιστορήματα φαντασίας. Στην πραγματικότητα πάντως, ιστορίες που αφορούν αυτά τα πλάσματα υπάρχουν στους περισσότερους αρχαίους πολιτισμούς στον ευρωπαϊκό χώρο και, κυριότερα, στη Σκανδιναβία, τη Γερμανία και την Ιρλανδία. Για πολλά χρόνια υπήρχε δυσπιστία από τους λαούς σχετικά με την προέλευση των ξωτικών. Πάντως, οι επιστημονικές και ιστορικές αναλύσεις της κελτικής μυθολογίας, σύμφωνα με τις καταγραφές των Άγγλων, αποκαλύπτουν ότι τα ξωτικά δεν είναι μόνο μυθικά πλάσματα, αλλά πραγματικά όντα με καλές ή κακές προθέσεις προς τους ανθρώπους.
Η λέξη «ξωτικό», στον κελτικό κόσμο, προέρχεται από έναν όρο που χρησιμοποιείται στα γερμανικά, μια γλώσσα που έγινε η βάση της σύγχρονης γερμανικής και αγγλικής γλώσσας, αλλά και των γλωσσών των Σκανδιναβικών χωρών. Με την πάροδο του χρόνου, ο όρος ταυτίστηκε με τις μικρές νεράιδες που διαθέτουν υπερφυσικές δυνάμεις και στη συνέχεια διέκρινε τα ξωτικά σε θηλυκό και αρσενικό γένος. Κοινά χαρακτηριστικά των ξωτικών είναι η πολυμορφία, καθώς έχουν τη δυνατότητα να παίρνουν τη μορφή ενός άλλου όντος (ιδιότητα που διαπερνά διάφορους πολιτισμούς και θρησκείες), και η κατοχή μεγάλου πλούτου.
Για την Ιρλανδία, τα ξωτικά ζούσαν μακριά από τον πληθυσμό, σε λαγούμια, βαθιά σε υπόγειες σπηλιές με κρυμμένες εισόδους ή σε κορμούς δέντρων που ανήκαν σε νεράιδες. Σύμφωνα με τα μεσαιωνικά ιρλανδικά χειρόγραφα, που χρονολογούνται κατά τον 12ο-15ο αιώνα, τα Leprechauns ταυτίζονται με όντα που ζουν κάτω από το νερό και δεν έχουν μόνο αρσενικό γένος. Μέχρι περίπου το 1604, τα αρσενικά ξωτικά παρουσιάζονται ως πολεμιστές, ενώ τα θηλυκά παρασέρνουν και μαγεύουν ανθρώπους, βάζοντάς τους σε περιπέτειες. Τα ξωτικά περιγράφονταν και ως πονηροί γέροι, ντυμένοι με κόκκινα κουστούμια και που απομονωμένοι εργάζονται ως υποδηματοποιοί. Γενικότερα, δείχνουν μια προτίμηση στην απομόνωσή τους, σε σχέση με το να αλληλεπιδρούν με άλλα ξωτικά και μυστήρια πλάσματα, όπως τις νεράιδες. Σε άλλες εκδοχές, παρέμειναν απομονωμένα επειδή ήταν άτακτα, μέθυσοι και στοίχειωναν σπίτια ή προκαλούσαν μεγάλες ζημιές. Στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονταν στα Clurichaun, ξαδέρφια των ξωτικών, που ήταν αγενείς και μεθυσμένες νεράιδες που ευθύνονταν για θορυβώδεις νύχτες και ακατάστατα σπίτια.
Οι κοινές αντιλήψεις τις εποχής έως το 1800, είχαν δημιουργήσει μια εικόνα για τα ξωτικά ως πλούσια και έξυπνα. Έδειχναν ιδιαίτερη αγάπη για την ιρλανδική μουσική και τον παραδοσιακό χορό. Στις ιστορίες προστάτευαν τον χρυσό από άπληστους ανθρώπους που τον αναζητούσαν. Αν τα ξωτικά πιαστούν από τους ανθρώπους, αυτά προσφέρουν δωροδοκίες για να ελευθερωθούν. Μια συνηθισμένη εκδοχή ιστορίας αφορά ένα μικρό αγόρι ή αγρότη που βρίσκει ένα ξωτικό και το αναγκάζει να πει πού είναι κρυμμένος ο χρυσός του. Τότε, το ξωτικό υποχρεώνεται να δείξει το σημείο, που συνήθως είναι κάτω από ένα δέντρο, έναν θάμνο ή κάποιο φυτό. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει κάποιο φτυάρι, τότε δένει με ένα κόκκινο ύφασμα γύρω από το δέντρο ή από το φυτό και αναγκάζει το ξωτικό να ορκιστεί πως θα παραμείνει εκεί και δεν θα αφαιρέσει το ύφασμα. Όμως το ξωτικό καταφέρνει να ξεγελάσει τον άνθρωπο, διατηρώντας έτσι τον χρυσό στην κατοχή του, και ξεφεύγει από αυτόν. Μια παρόμοια ιστορία μιλάει για ένα κορίτσι που πιάνει το ξωτικό και το αναγκάζει να την οδηγήσει στον κρυμμένο του θησαυρό. Εκείνο την ξεγελάει, λέγοντας στο κορίτσι να κοιτάξει γύρω της τις μέλισσες που την κυνηγούν, και, όταν γυρίζει πίσω στο ξωτικό, αυτό εξαφανίζεται και έτσι σώζει τον χρυσό του.
Σύμφωνα με κάποιους άλλους θρύλους, ένα ξωτικό φέρει δύο δερμάτινες τσέπες, είναι ντυμένο στα πράσινα και κρατάει στο χέρι του τριφύλλι. Στη μια τσέπη έχει ένα σελίνι, που επιστρέφεται κάθε φορά που το δίνει σε κάποιον, ενώ η άλλη τσέπη έχει ένα χρυσό νόμισμα που λέγεται ότι μετατρέπεται σε φύλλα ή στάχτες κάθε φορά που ελευθερώνεται το ξωτικό. Μια άλλη διαδεδομένη εκδοχή των θρύλων είναι η προσφορά τριών επιθυμιών. Η ιστορία του Seamus για παράδειγμα, ενός ανθρώπου από την περιοχή Mayo, περιγράφει τι συνέβη με τις τρεις επιθυμίες του όταν έπιασε ένα ξωτικό. Ο Seamus ευχήθηκε να γίνει ο πλουσιότερος άνθρωπος σε ένα τροπικό νησί. Όμως δεν γνώριζε πως η επιθυμία του θα έκρυβε και μια παγίδα. Εκείνος βρέθηκε μόνος στο νησί, χωρίς άλλους ανθρώπους, καταστήματα και παμπ και τελικά επέστρεψε πίσω στην Ιρλανδία.
Για πολλούς ανθρώπους, υπάρχει ακόμα η δυνατότητα κάποιος να πιάσει ένα ξωτικό, να πάρει τον χρυσό του ή να τα βρει στο τέλος του ουράνιου τόξου. Για άλλους, είναι μικρά πλάσματα και ανήκουν στα παραμύθια, στις φανταστικές ιστορίες, στους μύθους και στους θρύλους. Μέσα από αυτές τις ιστορίες, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να παρουσιάζουν τρία κοινά ήθη: οι άνθρωποι, αν πλουτίσουν άμεσα, τότε έχουν διάφορες δυσκολίες μακροπρόθεσμα, η κλοπή είναι μεγάλο λάθος και αδικία και, τέλος, πρέπει κάποιος να προσέχει όταν έρχεται αντιμέτωπος με τα ξωτικά πλάσματα της Ιρλανδίας. Τελικά, τα ξωτικά δεν πρόσφεραν θησαυρό με ασήμι και χρυσό στους ίδιους τους ανθρώπους αλλά πλούτο στην ιστορία τους, εμπλουτίζοντας τον κινηματογράφο και τη συγγραφή με νέες ιστορίες έως και σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- McDermott, A.(2015), “Leprechauns: The Little People of Irish Folklore”. Από την ιστοσελίδα Ancient Origins. Διαθέσιμο εδώ.
- Ó Longáin, S.(2020), “Legend Of The Irish Leprechauns”. Από την ιστοσελίδα Your Irish Culture. Διαθέσιμο εδώ.
- Sullivan, K.(2019), “Tuatha Dé Dannan, the Enchanting Predecessors of Irish Fairies and Elves”. Από την ιστοσελίδα Ancient Origins. Διαθέσιμο εδώ.
- Winters, R.(2021), “Evolving Forms: An Intriguing Look at Shapeshifting”. Από την ιστοσελίδα Ancient Origins. Διαθέσιμο εδώ.