Του Ανδρέα Βλάχου,
O Guillermo Del Toro είναι ένα όνομα που δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Από εισπρακτικές και βραβευμένες με Όσκαρ ταινίες, όπως το Pan’s Labyrinth (2006) και το The Shape of Water (2017), έως και τη μεταφορά αγαπημένων χαρακτήρων από γραφικές νουβέλες και κόμικς, όπως το δίπτυχο του Hellboy και το Blade 2 και την ενασχόλησή του με τη βιομηχανία του gaming, δανείζοντας τη σκηνοθετική του ματιά στο demo του τότε πολυαναμενόμενου νέου κεφαλαίου του franchise του Silent Hill, με τίτλο P.T. (2014). Επρόκειτο, λοιπόν, για μια προσωπικότητα με μεγάλο εύρος στον χώρο του θεάματος και της διασκέδασης, η οποία πάντα αφήνει το καλλιτεχνικό της στίγμα σε ό,τι κι αν καταπιάνεται. Το πιο χαρακτηριστικό κοινό, που διαφαίνεται, όμως, ανάμεσα στα projects του, είναι η ατμόσφαιρα που διαπνέει η αφήγησή του. Και εξαίρεση αυτού δεν αποτελεί και η νέα προσθήκη στην κινηματογραφική του φιλμογραφία, το Nightmare Alley (2021).
Καθισμένος τώρα πίσω από την κάμερα και κρατώντας τη σεναριακή πένα μαζί με την ταλαντούχα Kim Morgan αλλά και τον William Lindsay Gresham, στου οποίου τη νουβέλα βασίζεται η ταινία, έρχεται να δώσει μια νέα πνοή στο κινηματογραφικό είδος του νουάρ. Φυσικά, η ταινία δεν αποτελεί μια πρωτότυπη ιδέα, καθώς η ιστορία του δολοπλόκου ήρωα με το πλατύ χαμόγελο, που στο τέλος τιμωρείται για τα σφάλματά του είναι χιλιοπαιγμένη, ενώ αποτελούσε και τη βασική πλοκή για την ταινία με τον ίδιο τίτλο, Nightmare Alley (1947), με πρωταγωνιστή τον Tyrone Power. Εδώ, όμως, είναι που έρχεται να δώσει το στίγμα του ο σκηνοθέτης και να διαφοροποιηθεί από οποιαδήποτε άλλη εκδοχή της ιστορίας και της θεματικής αυτής, που μπορεί να θεωρηθεί έως και κλισέ.
Η ιστορία, λοιπόν, ακολουθεί τον Stanton Carlisle (Bradley Cooper), ο οποίος προσπαθεί να βρει τα βήματά του σε ένα καρναβαλικό εκθεσιακό στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και γρήγορα από παραβάτης, γίνεται άτομο έμπιστο για τα πιο θεαματικά κόλπα. Εκεί γίνεται γρήγορα συμπαθής από τον ιδιοκτήτη του καρναβαλιού (Willem Dafoe), αναπτύσσει σχέσεις συνεργασίας με τη μάντισσα Zeena (Tony Collete), και τον αλκοολικό της σύζυγο, Pete (David Strathairn), ο οποίος τον μυεί στα κόλπα της δουλειάς τους, ενώ αρχίζει να αρέσκεται με την παρουσία του όλο και πιο πολύ, μέσα από την αντανάκλασή του στα μάτια της όμορφης συντρόφου του Molly (Rooney Mara). Ένα κομμάτι πιο σκοτεινό και ατμοσφαιρικό, βαμμένο στα χρώματα της μιζέριας και της κατάθλιψης του μέσου ανθρωπάκου που χάνει κάθε είδος αξιοπρέπειας και ηθικής στον βωμό της επιβίωσης.
Το δεύτερο μέρος, λοιπόν, φέρνει τον Stan και τη Molly στα σκοτεινά σοκάκια μιας λαμπερής πόλης, όπου από απλά νούμερα στο τσίρκο, γίνονται τώρα διασκεδαστές πολυτελείας. Και καθώς οι φιλοδοξίες του πρωταγωνιστή αυξάνονται, υποκινούμενος από την άκρατη επιθυμία του για δόξα και χρήμα, ο δρόμος του τον οδηγεί σε μια απρόσμενη συνάντηση με μια ψυχολόγο, femme fetal, την Dr. Lilith Ritter, την οποία υποδύεται με ιδιαίτερη μαεστρία η Cate Blanchett. Μέσω της όχι και τόσο φιλικής σχέσης που θα αναπτύξει μαζί της, θα αναλάβει μια επικίνδυνη αποστολή, το πέρας της οποίας θα κρίνει την καριέρα αλλά και τη ζωή του, καθώς παρακολουθούμε την επαγγελματική του άνοδο και επιτυχία να συγκρούεται με την ηθική του παρακμή και πτώση.
O Guillermo Del Toro είναι πρωτοπόρος. Και αυτό, γιατί καταφέρνει, μέσα από μια τόσο απλή και κοινότοπη ιστορία με στερεοτυπικούς χαρακτήρες και αρχέτυπα, να προκαλέσει πραγματικό συναίσθημα και ενδιαφέρον στον θεατή, ο οποίος βρίσκεται προσκολλημένος στην οθόνη. Σε αυτό το έργο, όμως, συνέβαλε και το all–star cast της ταινίας, με την Cate Blanchet να επιβάλει την προσοχή του θεατή σε κάθε καρέ, σε μια απολαυστική ερμηνεία, καθώς και την ερμηνεία του Bradley Cooper, ο οποίος μέσα από έναν κόντρα ρόλο, αποδίδει άρτια έναν αινιγματικό και χειριστικό γόη, του οποίου η εξυπνάδα και η φιλοδοξία αποτελούν τη σωτήρια χάρη αλλά και την αχίλλειο πτέρνα του.
Ιδιαίτερη μνεία, όμως, πρέπει να δοθεί στη σχεδιάστρια παραγωγής Tamara Deverell, στον καλλιτεχνικό διευθυντή Brandt Gordon, τον σκηνογράφο Shane Vieau και την ενδυματολόγο Luis Sequeira, οι οποίοι χτίζουν δύο μαγευτικούς κόσμους, τόσο ξεχωριστούς και συνάμα τόσο ταιριαστούς στο πλαίσιο της ταινίας, μετατρέποντάς τη σε ένα είδος σκοτεινού παραμυθιού. Παρόλα αυτά, οι fans του τρόμου και του υπερφυσικού στοιχείου που φέρνει ο Del Toro στα έργα του, μάλλον θα απογοητευτούν, διότι, ενώ η ταινία δημιουργεί ένα επικείμενο αίσθημα για την παρουσία κάτι υπερφυσικού, παραμένει προσγειωμένη στην απλή δομή και το σφιχτό της σενάριο.
Εν κατακλείδι, η ταινία αποτελεί πρωτίστως μια κινηματογραφική εμπειρία, με όλο το νόημα της έκφρασης και ύστερα μια οργανωμένη και εξαιρετικά δοσμένη ιστορία, καθιστώντας την από τις καλύτερες δουλειές που έχει αναλάβει ο Del Toro στην 36ετή σκηνοθετική του καριέρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Το Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών, imdb.com, διαθέσιμο εδώ.