Του Δημήτρη Τόλια,
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μετά την πρόσφατη πρώτη έκκλησή του για παραίτηση της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, κατέθεσε πρόταση μομφής στη Βουλή, με αφορμή τα γεγονότα που προκλήθηκαν από την αποτυχία του κρατικού μηχανισμού στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κακοκαιρίας «Ελπίδα». Η πρόταση αυτή ζεσταίνει ξανά, ίσως για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, τον κομματικό ανταγωνισμό στην Ελλάδα. Θεωρώ τη στιγμή αυτή μια από τις τομές στα χρόνια της διακυβέρνησης της ΝΔ. Στο παρόν άρθρο θα προχωρήσουμε σε μια κομματική και πολιτική ανάλυση των τελευταίων εξελίξεων. Ποια είναι τα συμφραζόμενα της κατάστασης που διαμορφώνεται; Ποιες είναι οι στρατηγικές και οι τακτικές των ενδοκοινοβουλευτικών κομμάτων;
Ομολογώ πως δεν εξεπλάγην από την πρόταση μομφής του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα. Περισσότερο με εξέπληξε η αμηχανία της Νέας Δημοκρατίας μπροστά σε μια αλλαγή που τείνει να διαμορφωθεί μετά από αρκετά χρόνια στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, εμφανίζεται για πρώτη φορά, ύστερα από περισσότερο από μια δεκαετία, να θέτει ατζέντα και να καταφέρνει να εκφράσει ένα αφήγημα για να διαπεράσει την πόλωση Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ.
Ας ξεκινήσουμε με το κόμμα που προκαλεί τη συζήτηση, τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του πρώην Πρωθυπουργού από τις εκλογές του 2019 έχει βαλτώσει, τόσο δημοσκοπικά, όσο και στο πεδίο της εκροής αφηγημάτων. Το κόμμα έχει αποτύχει στο να θέσει ατζέντα, ακολουθεί τις εξελίξεις και κλονίζεται από την εσωτερική ασυνέχεια και την κομματική απειθαρχία. Ουσιαστικά το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ, χάνοντας τη δυνατότητα να αντλεί οργανωτική συνοχή διά μέσω των κυβερνητικών αξιωμάτων, σκόρπισε στα πρωτοκινηματικά του θραύσματα. Μεταξύ εκλογικού κινήματος της αντί-ψήφου και απονευρωμένης εσωστρεφούς οργάνωσης, προσπάθησε μάταια, με μόνο μέσον τον ίδιο τον Τσίπρα, να στέκεται ως ο βασικός αντιπολιτευτικός πόλος.
Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είδε, ωστόσο, ένα οργανωμένο, παραδοσιακό κόμμα να ανασυστείνει τους κοινωνικούς του δεσμούς, σπάζοντας τη «ρετσινιά» της απονομιμοποίησης δια μέσω εκλογών νέου αρχηγού από τη βάση. Ο σοσιαλδημοκρατικός αέρας που φυσά αυτή την περίοδο στην ευρωπαϊκή κοινωνία δίνει ώθηση στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο, μέσω του νέου του αρχηγού, Νίκου Ανδρουλάκη, προτάσσει ανοιχτά τη σοσιαλδημοκρατική οπτική και κατορθώνει να παράξει ένα αφήγημα που κινείται στα γκρίζα νερά της πόλωσης ΝΔ–ΣΥΡΙΖΑ, δίχως να ακολουθεί τον συγκριτικό τους ανταγωνισμό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, βλέπει στη βουλιαγμένη από το χιόνι Αθήνα και στους νεκρικά παγωμένους κρατικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης του κράτους την ευκαιρία να διατρανώσει ότι θα συνεχίσει να είναι η πρώτη εναλλακτική των πολιτών για την αντικατάσταση της κυβέρνησης της ΝΔ. Είναι μια ιδιαίτερα έξυπνη κίνηση η πρόταση μομφής· πρώτον, επιχειρείται να δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη ότι η πολιτική τομή παραμένει το, σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, «σύστημα», (παλιά κόμματα δικομματισμού), «αντι-σύστημα». Πρόκειται για εκείνο που το κόμμα χαρακτηρίζει ως «αντι-σύριζα μέτωπο», του οποίου τη δημιουργία χρονολογεί από την Κυβέρνηση Παπαδήμου. Η χρήση του σχήματος αυτού θεωρείται ότι ενισχύει το κόμμα, τόσο έναντι του ΠΑΣΟΚ όσο και δια μέσου της φθοράς της κυβέρνησης. Η οπτική όμως αυτή στηρίζεται στην υπόνοια, ότι ίσως υπάρχουν πυρήνες στο εσωτερικό του κόμματος του ΠΑΣΟΚ που δεν θα ψήφιζαν την πρόταση μομφής έναντι της ΝΔ.
Δεύτερον, ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να κεφαλαιοποιήσει την αγανάκτηση των πολιτών για τα γεγονότα της κακοκαιρίας, υπερθεματίζοντας εντός της Βουλής. Επιθυμεί η σύγκρουση να γίνει στο βήμα της Βουλής και όχι μόνο, π.χ. σε ανακοινώσεις, στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο. Με λίγα λόγια, επιθυμεί η σύγκρουση να γίνει εκεί που δεν έχει πρόσβαση ο νέος του αντίπαλος, Νίκος Ανδρουλάκης. Η άμεση απόκριση του τελευταίου λειτούργησε σαν δυναμίτης στη σκακιέρα των εξελίξεων. Ακραιφνώς και άμεσα δηλώθηκε πως το ΠΑΣΟΚ θα υπερψηφίσει την πρόταση μομφής, προκειμένου να αξιολογηθεί αρνητικά η Κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει να διαχειριστεί δύο ρεύματα ψηφοφόρων. Τόσο πολίτες που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ εστιάζοντας στα χαρακτηριστικά του κοινωνικού προοδευτισμού, έναντι σε συντηρητικές τάσεις της ΝΔ, και πολίτες που στήριξαν τη ΝΔ, εστιάζοντας στα φιλελεύθερα και τεχνοκρατικά στοιχεία της έναντι των διαχειριστικών αδυναμιών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στην περίπτωση αυτή, βρίσκει ευκαιρία. Και οι δύο αντίπαλοί του έχουν δείξει υστέρηση στην αντιμετώπιση κρίσεων. Εξού και η έντονη κριτική στο «επιτελικό κράτος». Συνεπώς, έχει τη δυνατότητα να ενισχυθεί, προβάλλοντας ένα αφήγημα που θα ενισχύσει την εικόνα του ΠΑΣΟΚ ως μια πρόταση για την επίλυση των αδυναμιών του κρατικού μηχανισμού στην αντιμετώπιση κρίσεων. Η εμπειρία του κ. Ανδρουλάκη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι σημαντικό χαρτί. Το πρόβλημα παραμένει όμως. Η απουσία από το βήμα θα είναι ηχηρή, ωστόσο η «νέα» φωνή του Μ. Κατρίνη και η δύναμη του διαδικτύου θα επιχειρήσουν να μετατρέψουν το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα.
Η Νέα Δημοκρατία, λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει, όπως ανέφερα παραπάνω, υποπέσει στην παγίδα της στασιμότητας. Οι τάσεις της είναι διαρκώς καθοδικές μετά το πρώτο lockdown και το κόμμα στηρίζει την κυριαρχία του στη σύγκριση με την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία προτείνει στο φιλελεύθερο και το συντηρητικό του ακροατήριο. Η ανα-νοηματοδότηση της έννοιας «ασφάλεια», και οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες ενός συντηρητικού ακροατηρίου πιέζουν την κυβέρνηση εκ δεξιών, ενώ πλέον η παρουσία του Ανδρουλάκη ασκεί πίεση στο κεντρώο ακροατήριο.
Η δήλωση Ανδρουλάκη χτίζει μια νέα τομή μετά από αρκετά χρόνια: Το «αντί-ΝΔ μέτωπο». Με λίγα λόγια, όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου για πρώτη φορά θα στραφούν ξεκάθαρα ενάντια στη Νέα Δημοκρατία. Οι δεσμοί με το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ αποτελούν παρελθόν, οι φιλικές ματιές προς την Ελληνική Λύση εξατμίστηκαν και πλέον στην Ελλάδα διαμορφώνεται ένα αντικυβερνητικό ενδο-κοινοβουλευτικό σκηνικό. Η ΝΔ προσπάθησε να απαντήσει στο νέο σκηνικό αυτό με τα όπλα που χρησιμοποιούσε απέναντι στο φάντασμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η μουδιασμένη απάντηση απέναντι στον Νίκο Ανδρουλάκη φανερώνει την έλλειψη του αφηγήματος που να υπερκερνά το αρνητικό κλίμα. Οι επιτυχίες της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής θα αποτελέσουν το πάτημα προς τη συντηρητική σφαίρα, ενώ η επιτυχία του ψηφιακού κράτους και των οικονομικών μεταρρυθμίσεων θα αποτελέσει τη γέφυρα εμπιστοσύνης προς την φιλελεύθερη σφαίρα.
Η πρόταση μομφής είναι περισσότερο μια συμβολική παρά μια πρακτική διαδικασία. Δεν πρόκειται να πέσει η κυβέρνηση με αυτή την κίνηση. Χρειάζεται να αυτομολήσουν βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κάτι που γνωρίζουμε εξ αρχής πως δε θα γίνει. Η διαδικασία ξέρουμε πως δε θα έφερνε εκλογές και δεν προτείνεται ούτε ψηφίζεται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης για τον σκοπό αυτό. Λειτουργεί ως ένα μήνυμα προς την ίδια την κυβέρνηση, αλλά πολύ περισσότερο προς την ελληνική κοινωνία. Αποκαθηλώνει την, με γκραμσιανούς όρους, σιωπηρή ηγεμόνευση της ΝΔ, που εκφραζόταν ως σιωπηλή συναίνεση του κεντρώου χώρου στις πολιτικές της, με γνώμονα τις πολιτικές των τελευταίων κυβερνήσεων της οικονομικής κρίσης.
Συνεπώς, η όποια κουβέντα για επιθυμία ή μη των εκλογών εκ μέρους των κομμάτων, δε μπορεί να ταυτίζεται με την πρόταση μομφής, διότι αυτή δε θα φέρει εκλογές. Κανείς, άλλωστε, δε θέλει εκλογές τώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει δυνάμεις, το ΠΑΣΟΚ θα έχει άνοδο, ωστόσο όχι την προσδοκώμενη, ενώ τα μικρότερα κόμματα, πλην του ΚΚΕ, ανησυχούν λόγω της εύθραυστης δυναμικής τους. Η ΝΔ θα έχει σοβαρές απώλειες, ωστόσο, ελλείψει ενός ισχυρού κόμματος στα δεξιά της – ίσως να ήθελε εκλογές τώρα παρά αργότερα, κάτι που παραμένει όμως αίνιγμα. Επομένως, το σίγουρο είναι πως οι εκλογές στο peak της πανδημίας είναι μεγάλο ρίσκο, τόσο πολιτικά για τα κόμματα όσο κυρίως υγειονομικά για τους πολίτες.