Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
«Ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα. Υπακοήν εις το Σύνταγμα, τους Νόμους και τα ψηφίσματα του Κράτους. Υποταγήν εις τους ανωτέρους μου. Να εκτελώ προθύμως και άνευ αντιλογίας τας διαταγάς των. Να υπερασπίζομαι με πίστιν και αφοσίωσιν, μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός μου, τας Σημαίας. Να μην τας εγκαταλείπω, μηδέ να αποχωρίζομαι ποτέ απ΄ αυτών. Να φυλάττω δε ακριβώς τους στρατιωτικούς νόμους. Και να διάγω εν γένει ως πιστός και φιλότιμος στρατιώτης. Αυτός είναι ο όρκος του κάθε άνδρα και της κάθε γυναίκας που υπηρετεί είτε ως μόνιμο είτε ως στρατευμένο προσωπικό στις ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες ορίζονται ως το «οργανωμένο σύνολο των χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων ενός κράτους».
Πέραν του ηθικοσυναισθηματικού βάρους που φέρει ένας τέτοιος όρκος ως προς το αίσθημα της φιλοπατρίας, το οποίο ενυπάρχει ως ατομική ενσυναίσθηση και ως κοινωνική συνείδηση σε μία πολιτεία, δεν μπορούμε παρά να μην το οριοθετήσουμε γύρω από την κρατική σφαίρα και το συνταγματικό πλαίσιο που τη διαμορφώνει σε ένα κρατοδικαιϊκό σύστημα. Οι ένοπλες δυνάμεις ως η επιτελική και επιχειρησιακή δομή της κρατικής αμυντικής πολιτιτκής με κύρια αποστολή τη διαφύλαξη της χώρας από τις εξωτερικές απειλές και κινδύνους συνιστούν το κατ΄ εξοχήν όργανο έκφρασης του μονοπώλιου της κρατικής βίας και τη μοναδική μορφή που σε μία δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί παρά να υπόκειται εξ ολοκλήρου στη νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία και έλεγχο, απαλλαγμένη από κάθε σενάριο ιδιωτικοποιήσεων για τον ευνόητο λόγο της εξασφάλισης της εθνικής ασφάλειας.
Ο αμυντικός κλάδος συνιστά έναν πολυδάπανο τομέα δημόσιας πολιτικής και αν λάβουμε υπόψιν το γειτονικό μας περιβάλλον από την άποψη των απειλών, η ανάγκη για εξοπλιστικά προγράμματα, τον εκσυγχρονισμό του αμυντικού επιχειρείν και η διαρκής εκπαίδευση και ετοιμότητα του ανθρωπίνου δυναμικού αποτελεί μονόδρομο. Στις σύγχρονες δημοκρατίες οι ανακύπτουσες ανάγκες για στρατιωτική παρέμβαση είναι δύο: η κατάσταση πολιορκίας και οι «ενδιάμεσες» ανάγκες – οι τελευταίες μάλιστα πληθύνονται στην εποχή μας, καθώς οι κοινωνίες έχουν εξέλθει από την εποχή των συμβατικών-παραδοσιακών απειλών και βρίσκονται ενώπιον πρωτοφανών προκλήσεων των οποίων η διαχείριση δεν συνιστά κρατική υπόθεση μόνο, αλλά απαιτεί παγκόσμιο συντονισμό. Η έννοια της εθνικής κυριαρχίας, ωστόσο, δεν αλλοιώνεται και η αυτοδιάθεση των λαών παραμένει το επικρατές χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος, με αποτέλεσμα οι παγκόσμιες απειλές να αφομοιώνονται και να προσαρμόζονται στα δεδομένα του εκάστοτε κρατικού μηχανισμού.
Η υβριδικότητα των απειλών τις οποίες δέχονται οι πολίτες καθιστούν αναγκαία την αναπροσαρμογή των κρατικών υποδομών τόσο σε επιτελικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ένοπλες δυνάμεις διατηρούν το συνταγματικό τους καθήκον για προάσπιση των εθνικών συνόρων, αλλά η επίταξη του έργου τους σε ανακύπτουσες ανάγκες εσωτερικής φύσεως καθίσταται ως αυξανόμενη απαίτηση. Τα ζητήματα ασφαλείας -σε ό,τι δεν αφορά τα εξωτερικά- δεν εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ενόπλων δυνάμεων, αλλά σε καιρό ειρήνης αυτές καλούνται να συνδράμουν υποστηρικτικά σε αυτές τις «ενδιάμεσες» ανάγκες, τις οποίες αναλαμβάνουν κατά κανόνα τα σώματα ασφαλείας και οι αρμόδιοι μηχανισμοί διαχείρισης κρίσεων σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο. Η προβληματική που τίθεται, όμως, στην προκειμένη περίπτωση είναι η διαχείριση των κρίσεων αυτών να εναποτίθενται αυτομάτως στον συγκεκριμένο μηχανισμό σχεδόν ολοκληρωτικά.
Το ηθικό καθήκον στην προάσπιση του λαού και η συνταγματική υποχρέωση της πειθαρχικής πίστεως σε εντολές δεν αφήνει χώρο για αμφισβητήσεις και μη απόκριση στις υποδειχθείσες επιχειρήσεις είτε αυτές αφορούν τον εσωτερικό είτε τον εξωτερικό παράγοντα. Το ζητούμενο, ωστόσο, έχει να κάνει με την αλόγιστη χρήση των υπηρεσιών τους σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα διαφορετικών κρατικών δομών, οι οποίες σχετίζονται με την πολιτική προστασία. Οι υπέρογκες απαιτήσεις στην κύρια αποστολή τους, η οποία μετά τη δεκαετή κρίση δέχθηκε πλήθος πληγμάτων, ελλειμμάτων και σε πολλές περιπτώσεις χλεύη, καθότι η κοινή γνώμη συγχέει έναν κλάδο που αφοσιώνεται –αν το δούμε αυστηρώς επαγγελματικά– στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του με ανεπιστρεπτέες εποχές, δεν πρέπει διαρκώς να διασαλεύονται εξαιτίας της ανεπάρκειας άλλων δομών.
Σίγουρα, για την έκφραση του αντιλόγου πολλοί θα αναφερθούν στις τελευταίες δαπάνες που έγιναν στον εξοπλιστικό τομέα, αναρωτώμενοι γιατί να προβαίνουν σε οποιοδήποτε είδος διαμαρτυρίας οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά αξίζει να τους υπενθυμίσει κάποιος πως κανένας εξοπλισμός, καμία φρεγάτα, κανένα αεροσκάφος δεν έχει ίχνος χρησιμότητας χωρίς τον ανθρώπινο παράγοντα, ο οποίος μισθολογικά και συνταξοδοτικά βρίσκεται στις κατώτερες κλίμακες, εάν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της ευθύνης τους και τον βαθμό επικινδυνότητας της απασχόλησής τους. Ο εν λόγω επαγγελματικός κλάδος, ο μοναδικός χωρίς το δικαίωμα -μεταξύ άλλων- στον συνδικαλισμό, το οποίο δημοκρατικά κρίνεται ορθό, διακατέχεται από πλήθος υποχρεώσεων χωρίς τη δυνατότητα αρνητικής απάντησης σε ανατιθέμενες επιχειρήσεις εκτός του κύριου σκοπού τους. Οι σεισμόπληκτοι στην Κεφαλλονιά, οι προσφυγικές δομές, οι εμβολιαστικές δομές, οι εγκλωβισμένοι από τη χιονοκαταιγίδα στην Αττική Οδό, είναι λίγες από τις περιπτώσεις που χρειάστηκαν τη στρατιωτική παρέμβαση για να επιλυθούν στο μέτρο του δυνατού, όταν πρόκειται για τέτοιου είδους κρίσεις ή φυσικής καταστροφής.
Η διαρκής παρέμβαση του στρατεύματος σε περιπτώσεις όπου οι υπόλοιπες κρατικές δομές δεν μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά είναι μία θεμιτή λύση, λόγω της επιχειρησιακής της δυναμικής και οργάνωσης, αλλά όχι η υγιής. Αποδεικνύει, μάλιστα, έτει περαιτέρω τις αδυναμίες των κρατικών υποδομών και τις σοβαρές ελλείψεις που έχει ο δημόσιος τομέας στην αντιμετώπιση των κρίσεων. Οι ένοπλες δυνάμεις εξειδικεύονται σε ένα πολύ συγκεκριμένο είδος κρίσης, το πιο επίπονο και κοστοβόρο, μάλιστα, που είναι ο πόλεμος. Η κατανάλωση έμψυχων και υλικών πόρων της αποτελεί επιπρόσθετη επιβάρυνση στις προβλεπόμενες υποχρεώσεις της και ιδίως σε ό,τι αφορά την απασχόληση του ανθρωπίνου δυναμικού. Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικοί ιθύνοντες οφείλουν να λάβουν αποφάσεις σχετικά με το πώς θέλει να είναι διαμορφωμένος για να διαχειρίζεται τις κρίσεις του. Εάν το βάρος της αποστολής κρίνεται ορθότερο να επιμεριστεί το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, τότε οι πόροι του, οι αμοιβές και η οργανωτική του διάρθρωση οφείλουν να ενσωματωθούν κατ’ αναλογία με κανονιστικό τρόπο. Ένα κράτος, όμως, αν θέλει να καλείται υπεύθυνο και σοβαρό, οφείλει να αποκεντρώσει ένα ήδη βαθιά κεντροποιημένο σύστημα, ώστε οι πολίτες σε κάθε επίπεδο να αισθάνονται ασφαλείς χωρίς να περιμένουν την έσχατη λύση για τη διάσωσή τους.