22.1 C
Athens
Σάββατο, 2 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟι ουμανιστές πάπες και η «ανακαίνιση» της αιώνιας πόλης

Οι ουμανιστές πάπες και η «ανακαίνιση» της αιώνιας πόλης


Της Θεοδώρας Κρέπη,

Παπισμός και Αναγέννηση. Θρησκοληψία και στροφή στον αρχαίο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Συντηρητισμός και πειραματισμός. Μπορούν να συνυπάρξουν αυτά τα τόσο αντίθετα μεταξύ τους ζεύγη εννοιών; Γίνεται το δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα» να υπάρχει παράλληλα με το αναγεννησιακό πρότυπο του καθολικού ανθρώπου, του “homo universalis”; Θεωρητικά όχι. Αν κρίνουμε όμως, από το παράδειγμα της αναγεννησιακής Ρώμης, έδρας της παπικής Εκκλησίας αλλά και ένθερμου κήρυκα της Αναγέννησης, τότε φυσικά και γίνεται, και μάλιστα με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Κατά τον 15ο αιώνα, οι περισσότερες ιταλικές πόλεις βρίσκονταν στην ακμή τους. Ισχυρές ηγεμονικές οικογένειες, μαικήνες των τεχνών και των γραμμάτων, φρόντιζαν να χρηματοδοτούν σπουδαία έργα τέχνης για την κόσμηση των πόλεών τους. Τι γίνεται όμως με τη Ρώμη, την «αιώνια πόλη», που στην αρχαιότητα, είχε αποτελέσει μια από τις λαμπρότερες πόλεις της Ιταλίας, και γενικότερα της Μεσογείου; Δέκα αιώνες μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον 15ο αιώνα, είχε χάσει μέρος της αίγλης και της ισχύος της και είχε μερικώς επισκιαστεί από άλλες σύγχρονές της πόλεις, όπως την υπέρλαμπρη Φλωρεντία.

Ευτυχώς για τη Ρώμη και για το «πρεστίζ» της, από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα αναλαμβάνουν δράση μια σειρά Παπών, διαποτισμένων με το πνεύμα της Αναγέννησης και του ουμανισμού. Αυτοί οι ανθρωπιστές πάπες επιδιώκουν με την πολιτική τους να καταστήσουν ξανά τη Ρώμη κέντρο πολιτισμού, να αποκαταστήσουν τη λαμπρότητα και την ακτινοβολία της.

Η αρχή έγινε το 1447 με την άνοδο στον παπικό θώκο του Tommaso Parentucelli, γνωστός ως πάπας Νικόλαος Ε’. Ο Νικόλαος διακρινόταν για τη φιλομάθειά του, είχε άλλωστε, διατελέσει δάσκαλος και βιβλιοθηκάριος, ενώ είχε έντονα διαποτιστεί από το ουμανιστικό κλίμα της φλωρεντινής αυλής των Μεδίκων. Πριν ακόμα ανακηρυχθεί πάπας, είχε φτάσει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ασχολούμενος με τη συλλογή και την ανάθεση χειρογράφων για αντιγραφή. Μετά την ανάρρησή του στον παπικό θρόνο, έχοντας στη διάθεσή του τα πλούτη του παπικού ταμείου, αποφάσισε να τα χρησιμοποιήσει για καλό σκοπό: έθεσε στην υπηρεσία του έναν μεγάλο αριθμό «κυνηγών» χειρογράφων και αντιγραφέων. Τόση ήταν η αφοσίωσή του στον σκοπό αυτό, που όταν στα μέσα του 15ου αιώνα, στη Ρώμη ξέσπασε μια επιδημία και ο Πάπας αποσύρθηκε στο Fabriano, πήρε μαζί του τους μεταφραστές του, για να μην τους χάσει από την αρρώστια. Μέχρι τον θάνατό του, είχε διαμορφωθεί ένας πυρήνας 5.000 (ή 9.000) κωδίκων, που αποτέλεσαν τη βάση της Βιβλιοθήκης του Βατικανού.

Πορτρέτο του πάπα Νικολάου Ε’. Έργο του Peter Paul Rubens (1612-1616). Museum Plantin-Moretus, Αμβέρσα. Πηγή εικόνας: en.wikipedia.org

Το 1458 την παράδοση αυτή συνέχισε ο πάπας Πίος Β’, κατά κόσμον Αινείας-Σίλβιος Piccolomini. Λαμπρός ουμανιστής και αρχαιομαθής, με πάθος για τη μελέτη των αρχαίων ερειπίων, αλλά και της φύσης και του ανθρώπου, ο Πίος ανανέωσε το ουμανιστικό πνεύμα του παπισμού. Μπορούσε να μελετά τις αρχαιότητες της Ιταλίας, να συζητά με ευχέρεια με Ιταλούς ευγενείς για το πολεμικό σύστημα των αρχαίων ή να αναζητά έναν φημολογούμενο λαβύρινθο, που ανέφερε σε κάποιο έργο του ο Πλίνιος στον δρόμο του προς ένα συνέδριο. Η αρχαιολατρία του ήταν τέτοια που, κατά τη διάρκεια του πολέμου με τη Νάπολη, έδειξε έλεος στους κατοίκους του Arpinum, τους «συμπατριώτες» του Μάριου και του Κικέρωνα. Ακόμα και όταν, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, βασανιζόταν από ποδάγρα, δεν σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τη διερεύνηση των αρχαιοτήτων, επισκεπτόμενος με το «καροτσάκι» του σημεία ενδιαφέροντος στα πέριξ της Ρώμης. Πιο γνωστός στον ελληνισμό έγινε όχι για την αρχαιογνωσία του, αλλά για την προσπάθειά του να οργανώσει σταυροφορία για την απελευθέρωση της προσφάτως, καταληφθείσας από τους Οθωμανούς Κωνσταντινούπολης. Το εγχείρημα αυτό ωστόσο αναβλήθηκε οριστικά μετά τον θάνατό του, το 1464.

Ο πάπας Σίξτος Δ’ (πάπας κατά το διάστημα 1471-1484), της οικογένειας della Rovere, έμεινε γνωστός ως κτήτορας της Cappella Sistina. Σε συνεννόηση με τον κύριο της Φλωρεντίας, Λαυρέντιο των Μεδίκων, προέβη σε μια «εισαγωγή» καλλιτεχνών, καλώντας κοντά του ορισμένα από τα πιο «τρανταχτά» ονόματα της Ιταλικής Αναγέννησης, όπως τον Botticelli. Μερίμνησε παράλληλα για τη διακόσμηση με νωπογραφίες (του Melozzo da Forli) της Βιβλιοθήκης του Βατικανού, την οποία εμπλούτισε με δικές του αγορές.

Η Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Πηγή εικόνας: visitvatican.info

Αρχομένου του 16ου αιώνος, όταν η έως τότε πρωτοπόρος της Αναγέννησης, Φλωρεντία είχε περιπέσει σε παρακμή, λόγω της πολιτικής αστάθειας, η αιώνια πόλη πέτυχε να αναδειχθεί ως η νέα εκπρόσωπος της Ιταλικής Αναγέννησης. Το 1503 ανακηρύσσεται πάπας ο Ιούλιος Β’ (ανιψιός του Σίξτου Δ’), που αναλαμβάνει να ανασυγκροτήσει το κύρος του παπισμού μετά τη διαφθορά και τις δολοπλοκίες του προκατόχου του, Αλεξάνδρου ΣΤ’, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ίδιος δεν επεδίωξε την επέκταση της κυριαρχίας του, οδηγώντας μάλιστα ο ίδιος τα στρατεύματά του. Στον τομέα που μας απασχολεί, το μεγαλύτερο εγχείρημά του ήταν η κατεδάφιση της βασιλικής του Αγίου Πέτρου και η ανέγερση ενός νέου, περισσότερο μεγαλοπρεπούς ναού (που πρώτος είχε οραματιστεί ο Νικόλαος Ε’) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Bramante από το Urbino. Ο ναός έπρεπε να είναι τεραστίων διαστάσεων και με την επιβλητικότητά του να συμβολίζει την ισχύ του παπισμού. Τους ίδιους σκοπούς κλήθηκαν να εξυπηρετήσουν και ο Μιχαήλ Άγγελος, που ζωγράφισε την οροφή της Cappella Sistina, χαρίζοντας στην ανθρωπότητα ένα αξεπέραστο έργο τέχνης (αν και ο ίδιος δεν επιθυμούσε καθόλου να θεωρείται ζωγράφος), αλλά και ο Ραφαήλ, που φιλοτέχνησε τα παλιά δωμάτια (stanze) του Νικολάου Ε’, ξεδιπλώνοντας όλο του το ταλέντο.

Γενικά οι Πάπες επένδυσαν στην τέχνη, καθώς πίστεψαν στη δύναμή της ως φορέα μηνυμάτων. Μέσα από την τέχνη, με συμβολικό, μεταφορικό τρόπο, μπορούσαν να μεταδώσουν τόσο τα ιδανικά του δόγματος, όσο και την αξεπέραστη ισχύ του παπισμού. Πολλοί Πάπες θεώρησαν την τέχνη, ως μέσο εξασφάλισης της υστεροφημίας τους και επίδειξης της παντοδυναμίας της Εκκλησίας, γεγονός που εξηγεί την ενεργητικότητα που επέδειξαν στη εγκαινίαση μεγαλόπνοων πολιτιστικών προγραμμάτων.

Επόμενος κρίκος στην αλυσίδα των ουμανιστών παπών ήταν ο καρδινάλιος Giovanni Medici, πάπας Λέων Ι’ (1513-1521). Ως γνήσιο τέκνο της οικογένειας των Μεδίκων, ακολούθησε τα χνάρια των προκατόχων του. Στην εποχή του, μετά τον θάνατο του Bramante και την αποχώρηση του Μιχαήλ Αγγέλου για τη Φλωρεντία, ο Ραφαήλ έμεινε επικεφαλής των προγραμμάτων που «έτρεχαν» στη Ρώμη. Ο Λέων, λάτρης της ποίησης και των τεχνών, αποτέλεσε πρόθυμα έναν γενναιόδωρο πάτρωνα για τον νεαρό καλλιτέχνη, που, μεταξύ άλλων, ανέλαβε την επίβλεψη των εργασιών για την ανοικοδόμηση του Αγίου Πέτρου, παρεμβαίνοντας κάπου κάπου, συνέχισε τη διακόσμηση των αιθουσών του Βατικανού, ενώ φιλοτέχνησε μια σειρά πινάκων επιφανών πολιτών της Ρώμης του καιρού του. Το πιο σημαντικό του έργο ήταν η καταγραφή των αρχαιοτήτων της Ρώμης, με στόχο την αποκατάστασή τους. Ήδη είχαν έρθει στο φως σπουδαία αρχαία έργα τέχνης, όπως, επί Ιουλίου Β’, το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα.

Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα. Εικονίζονται ο Λαοκόων και οι γιοι του την ώρα που τους κατασπαράσσουν δύο φίδια. Πρόκειται για ρωμαϊκό αντίγραφο γλυπτού ελληνιστικής εποχής. Ανακαλύφθηκε το 1506, επί πάπα Ιουλίου Β’. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Βατικανού. Πηγή εικόνας: nationalgeographic.co.uk

Έτσι, στις αρχές του 16ου αιώνα, η Ρώμη έγινε ξανά, μετά από αιώνες, το επίκεντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της Ιταλίας. Μεγάλοι ουμανιστές θεώρησαν ότι είχε έρθει επιτέλους το «πλήρωμα του χρόνου», η ώρα που η Ρώμη θα διεκδικούσε τη θέση που της άξιζε. Στην πράξη όμως δεν ήταν όλα τόσο ρόδινα. Ο Πάπας συμπεριφερόταν όχι ως αποκλειστικά θρησκευτικός και πνευματικός ηγέτης, αλλά ως κοσμικός. Ο επιδεικτικά πολυτελής τρόπος ζωής του, που βρήκε μιμητές και στους καρδιναλίους του, συναγωνιζόταν αυτόν των μεγαλύτερων ηγεμονικών οίκων της Ευρώπης. Δεν ήταν όμως μόνο η χλιδή και η επίδειξη πλούτου. Μαζί με αυτά ερχόταν και η διαφθορά. Η σιμωνία, ο νεποτισμός, οι δολοπλοκίες, η ασύστολη πώληση συγχωροχαρτιών ήταν συχνά φαινόμενα και προκαλούσαν την οργή πολλών πιστών, που εκφράστηκε εύγλωττα με τη Μεταρρύθμιση του Λουθήρου. Η Μεταρρύθμιση, που στηλίτευε τη διαφθορά και την ηθική κατάπτωση της Καθολικής Εκκλησίας, ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για το γόητρο του παπισμού. Δεν ήταν όμως το μόνο.

Το γεγονός που κατάφερε ίσως, να πληγώσει περισσότερο το κύρος της παπικής Εκκλησίας και της Ρώμης ήταν η λεηλασία της τελευταίας από τα μισθοφορικά στρατεύματα του Καρόλου Ε’ το 1527. Ο πάπας Κλήμης Ζ’, ανήμπορος να αντιδράσει, κλείστηκε στο Castel Sant’ Angelo και παρακολουθούσε το αποτρόπαιο γεγονός. Πολλοί το είδαν ως έκφραση της θείας δίκης και της θεϊκής οργής απέναντι στις υπερβολές και την ηθική παρακμή της Εκκλησίας. Το σίγουρο είναι πως η λεηλασία αυτή οδήγησε στον διασκορπισμό των πνευματικών και καλλιτεχνικών δυνάμεων της Ρώμης. Πολλοί θεωρούν τη χρονολογία αυτή ως το τέλος της Αναγέννησης στη Ρώμη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Burckhardt, J. (1878), The civilization of the renaissance in Italy, translated by S. G. C. Middlemore, London: George Allen & Unwin Ltd.
  • Λαμπράκη-Πλάκα, Μ. (2004), Ιταλική Αναγέννηση: Τέχνη και κοινωνία -Τέχνη και αρχαιότητα, Αθήνα: Καστανιώτη, σ. 45-51.
  • Norris, M., “The Papacy during the Renaissance”. In Heilbrunn Timeline of Art History. New York: The Metropolitan Museum of Art, 2000– (August 2007). Διαθέσιμο εδώ.
  • Sandvick, C., Whelan, E., Lambrecht, E., “What was the role of the Popes in the Renaissance”. Από την ιστοσελίδα DailyHistory.org. Διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοδώρα Κρέπη
Θεοδώρα Κρέπη
Γεννήθηκε το 2000 και ζει στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στην Καλαμάτα. Την ενδιαφέρουν η βυζαντινή και η σύγχρονη ιστορία. Επίσης, της αρέσουν τα ταξίδια, το διάβασμα και η μαγειρική.