Του Παναγιώτη Στρίκου,
Η μεταπολεμική περίοδος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε τεράστιες ανακατατάξεις σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Ο αντίκτυπος ήταν εμφανής και στις κοινωνικές, πολιτιστικές ή και καλλιτεχνικές εκφράσεις. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και ο κινηματογράφος. Πολλοί Ευρωπαίοι σκηνοθέτες της εποχής (ΝτεΣίκα, Παζολίνι, Αντονιόνι, Βισκόντι, Λουί Μαλ, Μπρεσόν, Αλείν Ρενέ κ.λπ.) ήρθαν αντιμέτωποι με την οικονομικά κατεστραμμένη κινηματογραφική βιομηχανία. Αυτό, όμως, δεν τους εμπόδισε από το να αποτελέσουν τους πυλώνες της μεταπολεμικής έκφρασης μέσω των ταινιών τους, στις οποίες, φυσικά αντικατοπτριζόταν το ταλέντο, η έμπνευση, η αισθητική, καθώς και η οπτική τους για τα πράγματα. Ο ρόλος του χώρου στα συγκεκριμένα φιλμ συμβόλιζε τις κοινωνικές και πολιτιστικές διαφορές, αλλά και τη σκληρότητα και την ένδεια της εποχής. Επίσης, τόνιζε τη δύναμη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
Ο κινηματογραφικός φακός εστιάζει σε κατεστραμμένα σπίτια, άπνοες φτωχογειτονιές, βομβαρδισμένες εκκλησίες, ερείπια που αιωρούνται, αλλά ακόμα και πέρα από το στίγμα του πολέμου, φανερώνονται οι κοινωνικοί διαχωρισμοί, οι οποίοι οφείλονταν στις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Αυτές ήταν οι αληθινές συνέπειες που άφησε πίσω της η εμπόλεμη κατάσταση τόσων ετών. Ο ρόλος του χώρου σκηνοθετικά προσδίδει τεράστιο νόημα απόδοσης της πραγματικότητας.
Ο χώρος στην ουσία διαχωρίζει τους ανθρώπους σε τάξεις, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύει την κοινωνική τους θέση. Στη δραματική ταινία του Pasolini, “Mamma Roma”, το 1962, με τους Anna Magnani και Ettore Garofolo, ο θεατής παρακολουθεί την πρωταγωνίστρια με τον γιο της να ζουν έξω από την πόλη, μακριά, σε μια παραγκούπολη. Η χωρική απόσταση που σκιαγραφείται από τον κινηματογραφικό φακό, δηλαδή, από το σπίτι τους μέχρι την πόλη, φανερώνει με αλληγορικό τρόπο και την κοινωνική απόσταση ή μάλλον την κοινωνική άβυσσο μεταξύ των φτωχών ανθρώπων και της οικονομικής αφρόκρεμας.
Η πόλη αποτελεί ένα κέντρο φιλοδοξιών, ευκαιριών, ένα κέντρο που δίνει στους ανθρώπους την αίσθηση, ότι μια καινούρια ζωή θα ξεκινήσει και μάλλον θα ανθίσει. Παρουσιάζεται, λοιπόν, ως ο τόπος που θα εκπληρωθούν τα όνειρα κι αυτό θα προσφέρει ακόμη και καλύτερη ψυχολογική κατάσταση. Είναι ίσως μια ουτοπία. Επίσης, αποτελεί έναν χώρο, στον οποίο το βιοτικό επίπεδο είναι σαφώς καλύτερο από το υποδεέστερο των περιφερειακών παραγκουπόλεων. Σε αυτό το σημείο είναι εμφανείς και οι αντιθέσεις τόσο μεταξύ του τρόπου που έχει διαμορφωθεί ο τόπος όσο και μεταξύ των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων. Μέσω αυτών των χωροταξικών διαφορών αποκαλύπτεται στον θεατή η άνιση κατανομή ευκαιριών. Ο πόλεμος δεν άφησε μόνο νεκρούς, αλλά στο πέρασμά του έφερε φτώχεια, δουλεία και δυστυχία. Κανένας σκηνοθέτης δεν αποκρύπτει την αλήθεια, αλλά σκιαγραφεί τη σκληρή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα γεμάτη αντιθέσεις, κατά την οποία τα χωρικά όρια τονίζουν σε ποια πλευρά βρίσκεται τελικά ο άνθρωπος.
Ανέκαθεν η πόλη στην κινηματογραφική οπτική δημιουργούσε ένα καινούργιο σύμπαν, το οποίο ακολουθούσε τις επιλογές του εκάστοτε σκηνοθέτη. Έτσι, η πόλη συνήθως φαίνεται να μην αποτελεί απλώς το σκηνογραφικό design, αλλά ένα ουσιαστικό και καίριο μέρος, ώστε να φανερωθεί στον θεατή η πραγματική μεταπολεμική κατάσταση. Εκείνη, η οποία φέρνει στο φως πως ο διαχωρισμός των ανθρώπων συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο και συνεχίζεται ακόμα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Locations – Pier Paolo Pasolini, pasoliniblog.wordpress.com, διαθέσιμο εδώ.