Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Βρισκόμαστε στο 1836, έτος κατά το οποίο η ελληνική λογοτεχνία γίνεται πλουσιότερη, ύστερα από τη γέννηση ενός σπουδαίου συγγραφέα. Πριν από αυτό, οι Έλληνες, μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, ήρθαν αντιμέτωποι με τα οθωμανικά στίφη, προσπαθώντας να αποτινάξουν τον ξένο κατακτητή και να ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Τελικά, το καταφέρνουν στα 1830, με το μικρό ελληνικό κράτος να δημιουργείται και δύο χρόνια αργότερα να έχει στην κεφαλή του τον Όθωνα, ως βασιλιά του. Τα εδάφη του βασιλείου περιορίζονται στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα έως τη γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού, την Εύβοια και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Σποράδες και τις Κυκλάδες. Σε ένα από τα νησιά των Κυκλάδων και συγκεκριμένα στη Σύρο, λοιπόν, ήρθε στη ζωή ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες συγγραφικές μορφές του 19ου αιώνα, με το πνευματώδες χιούμορ, το σπινθηροβόλο ύφος και τη γλαφυρή πένα να είναι χαρακτηριστικά που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τους ομότεχνούς του.
Η οικογένειά του έφτασε στο νησί όσο μαινόταν η Επανάσταση. Ο πατέρας του καταγόταν από παλιά αθηναϊκή αρχοντική οικογένεια, ενώ η μητέρα του είχε ρίζες από αριστοκρατικό οίκο της Χίου. Ο Ροΐδης δεν θα ζήσει για μεγάλο διάστημα στη Σύρο, αφού το 1841 η οικογένεια θα εγκατασταθεί στη Γένοβα, καθώς αυτό επέβαλαν οι εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα του. Η παραμονή του, όμως, στο εξωτερικό δεν θα κρατήσει για πολύ και έτσι, στα 1849, επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο του για να πραγματοποιήσει τις σπουδές του. Την περίοδο αυτή εκδίδει, μαζί με τον Δημήτρη Βικέλα, τη μαθητική εφημερίδα «Λυκείου Μελίσσα», ξεδιπλώνοντας σιγά σιγά το συγγραφικό του ταλέντο. Το 1855, χρειάστηκε να μεταβεί στο Βερολίνο σε αναζήτηση μιας θεραπείας για το πρόβλημα βαρηκοΐας που είχε από μικρός και παράλληλα, βρήκε την ευκαιρία να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις του.
Η οριστική του επιστροφή στην Ελλάδα θα πραγματοποιηθεί το 1862 -έτος κατά το οποίο συντελείται και η έξωση του βασιλιά Όθωνα από τη χώρα- όποτε και εγκαθίσταται στην Αθήνα, εγκαταλείποντας τις εμπορικές δραστηριότητες της οικογένειας και ακολουθώντας τον δρόμο των γραμμάτων, μέσω της δημοσιογραφίας στην αρχή και στη συνέχεια της λογοτεχνίας. Η επιλογή του να γράφει σε καθαρεύουσα, με αρχαΐζουσα στοιχεία -αν και ο ίδιος ήταν υποστηρικτής της δημοτικής- δεν αποθάρρυνε το αναγνωστικό κοινό του.
Το έργο με το οποίο έμεινε χαραγμένος στη συνείδηση του κόσμου ήταν «Η Πάπισσα Ιωάννα», που κυκλοφόρησε το 1866, προκαλώντας τόσο την κοινή γνώμη όσο και τους κόλπους της Εκκλησίας. Η υπόθεση του έργου κινείται γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα, όταν μια γυναίκα ονόματι Ιωάννα κατόρθωσε να αναρρηθεί στο παπικό αξίωμα. Βάση της ιστορίας του Ροΐδη αποτελούν ορισμένα μεσαιωνικά χειρόγραφα, στα οποία γίνονται αναφορές στο συγκεκριμένο θέμα. Πάμε για αρχή να δούμε την ιστορία, όπως την έπλασε ο Έλληνας λογοτέχνης, και στη συνέχεια να σταχυολογήσουμε τα όσα μας είναι γνωστά από τις μεσαιωνικές πηγές.
Το κεντρικό μας πρόσωπο, η Ιωάννα, μένει ορφανή ύστερα από τον απροσδόκητο χαμό του πατέρα της, που ήταν Άγγλος μοναχός. Η γνωριμία της με τον Βενεδικτίνο μοναχό, Φρουμέντιο, αποτελεί ένα στήριγμα γι’ αυτήν και οι δυο τους θα συζούν στο μοναστήρι της Φούλδας -στη σημερινή Γερμανία- με την κοπέλα να μεταμφιέζεται σε νεαρό αγόρι, καθώς δεν επιτρεπόταν η διαμονή γυναικών στο συγκεκριμένο μοναστήρι. Τελικά, μετά από εφτά χρόνια, αποκαλύφθηκε η ταυτότητά της και οι δύο νέοι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη μονή, μπαίνοντας έτσι σε έναν νέο κύκλο περιπετειών. Επόμενος σταθμός τους ήταν η Αθήνα όπου θα μείνουν για οκτώ χρόνια, με την Ιωάννα -που πλέον καλείται αδελφός Ιωάννης- να κερδίζει συνεχώς φήμη, λόγω της ευφυΐας και των γνώσεων που διέθετε, κάτι που της έδωσε τη δυνατότητα να συνδιαλέγεται με επιφανείς προσωπικότητες της πόλης, τόσο στο πολιτειακό όσο και στο εκκλησιαστικό επίπεδο.
Τον όγδοο χρόνο η Ιωάννα θέλησε να αναζητήσει άλλου την τύχη της. Έτσι, άφησε τον εραστή της Φρουμέντιο και στράφηκε στην αιώνια πόλη, προσβλέποντας σε περισσότερη καταξίωση, πράγμα που τελικά κατορθώνει. Ο πάπας Λέων Δ` διέκρινε την οξυδέρκεια του πνεύματος του «Ιωάννη» και του προσφέρει τη θέση του δασκάλου της Θεολογίας στο σχολείο του Αγίου Μαρτίνου, ενώ δεν θα αργήσει να λάβει το αξίωμα του μυστικοσύμβουλου στο πλευρό του Πάπα. Η στενή τους σχέση θα αποτελέσει το μέσο για να καταλάβει ο «Ιωάννης» τον θρόνο της Καθολικής Εκκλησίας, μετά από τον θάνατο του Λέοντα, ως Ιωάννης Η΄, το 855.
Για ένα διάστημα ο «Ιωάννης» καταπνίγει τη θηλυκή του πλευρά και ασκεί τα παπικά καθήκοντα που τόσο λαχταρούσε. Ωστόσο, οι ερωτικές ορμές της δεν θα παραμείνουν για πολύ καιρό καταπιεσμένες και περίπου το δεύτερο χρόνο της θητείας της αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο στον μυστικό θαλαμηπόλο της και αναπτύσσουν μια ερωτική σχέση, από την οποία η Ιωάννα θα μείνει έγκυος. Η φοβερή αυτή πράξη θα έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση κακών οιωνών και σημάδια της θείας δυσαρέσκειας, όπως η επιδρομή ακρίδων στη Ρώμη. Τα γεγονότα αυτά οδηγούν τον Πάπα να ηγηθεί μιας λιτανείας, αφού το ποίμνιο είχε αρχίσει να στρέφεται εναντίον του ποιμένα του. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, της λιτανείας η Ιωάννα αισθάνεται τους πόνους της γέννας, πέφτει κάτω και φέρνει στον κόσμο το παιδί της. Το πλήθος μπροστά σε αυτό το θέαμα μένει έκπληκτο βλέποντας τον «Πάπα» τους να γεννάει. Τελικά, μητέρα και παιδί πεθαίνουν μαζί, κλείνοντας τον κύκλο της ιστορίας.
Μέσα από το έργο του αυτό, ο Ροΐδης στοχεύει να στηλιτεύσει, με έμμεσο τρόπο, τα όσα γίνονται στους κόλπους της Δυτικής, αλλά και της Ανατολικής Εκκλησίας το διάστημα αυτό. Η βαθιά του γνώση πάνω στην ευρωπαϊκή γραμματεία -καθώς δεν είναι λίγες και οι μεταφράσεις σπουδών ξένων λογοτεχνών τις οποίες έχει επιμεληθεί- τού επιτρέπουν να πλάσει έναν δικό του κόσμο. Η Ιωάννα έχει χαρακτηριστεί ως ένας θηλυκός Δον Ζουάν, αφού στοχεύει στην υλοποίηση των φιλοδοξιών της και κυριεύεται από τα πάθη της. Το βιβλίο της «Πάπισσας Ιωάννας» καθιέρωσε τον συγγραφέα στους λογοτεχνικούς κύκλους, όμως δεν έλειψαν και οι αντιδράσεις από μερίδα του κοινού, με αποκορύφωμα τη στάση της Ιεράς Συνόδου, η οποία και τον αφόρισε.
Αφού είδαμε κάποια βασικά πράγματα για την ιστορία της Πάπισσας, όπως την έπλασε ο Ροΐδης, μπορούμε τώρα να ανατρέξουμε, εν συντομία, στις κύριες μεσαιωνικές πηγές όπου υπάρχουν οι αναφορές για την Ιωάννα. Οι αρχαιότερες μαρτυρίες έρχονται από τον 13ο αιώνα, πρώτα από τον γαλλικής καταγωγής μοναχό Stephen Bourbon, μέσα από το έργο του “De septem donis Spiritu Sancti” και κατά την άποψή του η άνοδος της Ιωάννας στον θρόνο έγινε γύρω στα 1100, ενώ μετά τη γέννηση του παιδιού της δεν πέθαναν με φυσικό τρόπο, αλλά λιθοβολήθηκαν. Μάλιστα, ακόμα και το όνομα Ιωάννα αμφισβητούνταν μέχρι τον 14ο αιώνα, με πολλούς να την αναφέρουν ως Agnes ή Gilberta. Εν τελεί, όμως, επικράτησε η εκδοχή που υποστήριξε ο Πολωνός Δομινικανός Martin of Troppau, προβάλλοντας το όνομα Ιωάννα και τον θάνατό της κατά τη γέννα.
Είναι ενδιαφέρον πως τόσοι άνθρωποι την περίοδο του Μεσαίωνα, αλλά και αργότερα τους πρώιμους Νεότερους Xρόνους, πίστεψαν σε αυτόν τον θρύλο. Η ιστορική ερεύνα σήμερα έχει πλείστα στοιχεία για την περίοδο αυτή. Έτσι, μετά από τον θάνατο του πάπα Λέοντα Δ` (847-855) διάδοχός του ήταν ο Βενέδικτος Γ` (855-858). Η θρυλική πάπισσα Ιωάννα μπορεί να μην υπήρξε, αλλά ο Ροΐδης της έδωσε μια νέα πνοή μέσα από την εξαιρετική του πένα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (2018), Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι, Αθήνα: Εκδ. Πατάκη
- Ροΐδης, Εμμανουήλ (1866), Η Πάπισσα Ιωάννα, Τυπογραφείο Ι. Κασσανδρέως και ΣΙΑ, από την ιστοσελίδα eBooks4Greeks, διαθέσιμο δωρεάν ΕΔΩ
- Λήμμα “Pope Joan“, από την Britannica Encyclopedia, διαθέσιμο ΕΔΩ
- Andrews, Evan (2018), “Who was Pope Joan?“, άρθρο από το history.com, διαθέσιμο ΕΔΩ