Της Πετρίνας Βουτσίνου,
Ο όρος «ενοχοποίηση του θύματος» χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αντί να κατηγορηθεί για τις πράξεις του ο θύτης, αυτός δηλαδή που διέπραξε το έγκλημα ή την παράνομη πράξη, κατηγορείται το θύμα. Φυσικά και αυτό ακούγεται παράλογο, καθώς κανένα άτομο που πέφτει θύμα ληστείας δεν κατακρίνεται επειδή δεν πάλεψε αρκετά για να κρατήσει τον κλέφτη έξω από το σπίτι του ή γιατί δεν είχε προνοήσει και δεν είχε τοποθετήσει κάμερες ασφαλείας και συναγερμούς.
Παραδόξως, υπάρχουν θύματα δολοφονίας που κατηγορούνται από την κοινωνία γιατί έπρεπε να δράσουν διαφορετικά. Υπάρχουν θύματα βιασμού ή σεξουαλικής παρενόχλησης που αντί να λάβουν υποστήριξη από το περιβάλλον τους, θεωρούνται συνυπεύθυνα ή εξολοκλήρου υπεύθυνα για αυτό που τους συνέβη. Σύμφωνα με το περιβάλλον τους, έπρεπε να το είχαν καταλάβει ότι εκείνο το άτομο σκόπευε να τους κάνει κακό, έπρεπε να αποφύγουν να περπατήσουν σε εκείνη την περιοχή, έπρεπε να μην φορέσουν εκείνο το ρούχο, έπρεπε να τρέξουν περισσότερο, έπρεπε να φωνάξουν δυνατότερα. Συνήθως, όταν μιλάμε για ενοχοποίηση του θύματος στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, απευθυνόμαστε σε γυναίκες και θηλυκότητες, καθώς αυτές οι ομάδες αντιμετωπίζουν τέτοια περιστατικά συχνότερα από άλλες ομάδες.
Είναι τρομακτικό να σκεφτεί κανείς πως το 98% των γυναικών έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Αυτό σημαίνει πως σχεδόν κάθε γυναίκα που ο καθένας από εμάς γνωρίζει έχει αναγκαστεί να υποστεί προσβλητικά βλέμματα, λόγια, χειρονομίες, και αγγίγματα που έχουν σεξουαλικό υπονοούμενο. Αυτές οι πράξεις ποικίλουν σε κλίμακα, μα όλες έχουν επιπτώσεις στο άτομο που αναγκάζεται να τις υποστεί. Μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε, αν μιλήσουμε με διάφορες γυναίκες, πως τα περιστατικά είναι πολλά και δεν επηρεάζονται από τη συμπεριφορά ή την εξωτερική εμφάνιση του θύματος.
Παρόλα αυτά, άτομα και κοινωνικές ομάδες δεν ερμηνεύουν τα περιστατικά αυτά σαν παραβατικές συμπεριφορές και υπονομεύουν τη σημασία τους. Θεωρούν πως το να φωνάξουν τη γνώμη τους για το σώμα μίας κοπέλας που περνάει από μπροστά τους, είναι απλά ένα κομπλιμέντο και πως το να αγγίξουν τη συνάδελφό τους χωρίς τη θέλησή της δεν είναι και τόσο μεγάλο πρόβλημα. Έτσι, τα θύματα, όταν μιλήσουν για το γεγονός ή αντιδράσουν αρνητικά απέναντι στο άτομο που παραβιάζει τις ελευθερίες τους, κατηγορούνται ότι είναι υπερβολικά ή πως δεν δέχονται ένα «αθώο» σχόλιο από κάποιον.
Είναι αρκετά δύσκολο να αλλάξει από τη μία στιγμή στη άλλη αυτή η κατάσταση, όμως σαν κοινωνία κατευθυνόμαστε σιγά σιγά αν όχι προς τη λύση αλλά προς τον περιορισμό του προβλήματος. Όλοι μας ενημερωνόμαστε και εκπαιδευόμαστε να αναγνωρίζουμε τέτοιες συμπεριφορές ενοχοποίησης του θύματος που μπορούν να γίνουν τόσο από άλλους όσο και από τον ίδιο μας τον εαυτό. Μπορούμε να βοηθήσουμε τα θύματα και να τα ακούσουμε αντί να τα κρίνουμε και φυσικά είναι απαραίτητο να κατακρίνουμε τόσο τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις όσο και τα σχόλια που υποτιμούν το τραύμα μικρότερο ή μεγαλύτερο των γυναικών και των θηλυκοτήτων που έχουν υποστεί κάποια μορφή σεξουαλικής βίας.
Όσο τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης και παρενόχλησης γίνονται γνωστά στο φως της δημοσιότητας τόσο θα αφυπνίζονται οι άνθρωποι και θα είναι πιο προετοιμασμένοι να αντιδράσουν όταν γίνονται μάρτυρες τέτοιων σκηνικών για να προστατεύσουν και να υποστηρίξουν το θύμα. Το μόνο που χρειάζεται καμιά φορά είναι να επισημάνει κανείς πως αν υποτιμάς το τραύμα κάποιου και τον κατακρίνεις για αυτό, κατηγορείς το λάθος άτομο, το άτομο που δεν ευθύνεται για αυτό που συνέβη.
Είναι, λοιπόν, παράλογο στα παραβατικά γεγονότα με θύματα συνήθως γυναίκες, όπως ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική παρενόχληση, βιασμό, ακόμα και γυναικοκτονία να γίνεται λόγος στην «αδυναμία» του θύματος να διαβάσει τα σημάδια και να προλάβει το κακό που του συνέβη. Να πέφτει, δηλαδή, το βάρος της ευθύνης στο άτομο που τραυματίστηκε ψυχικά ή σωματικά ή που έχασε τη ζωή του και όχι στον πραγματικό υπεύθυνο. Εάν δεν καταδικάζεται ένα έγκλημα και θεωρείται το θύμα υπεύθυνο αυτόματα δίνεται άσυλο στους θύτες.