Της Κατερίνας Μακράκη,
«Ο θάνατος τυγχάνει ων, ως εμοί δοκεί, ουδέν άλλο ή δυοίν πραγμάτοιν διάλυσις, της ψυχής και του σώματος απ’ αλλήλου», είπε ο Πλάτωνας. Δηλαδή: «Νομίζω πως ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο διαχωρισμός δύο πραγμάτων, του ενός από του άλλο, δηλαδή της ψυχής από το σώμα». Στην αρχαία Ελλάδα, ο θάνατος θεωρείτο η συντέλεια, αφού ελάχιστοι ήταν αυτοί που πίστευαν στην αθανασία της ψυχής. Σύμφωνα με τους νόμους του Σόλωνα, οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς τους και τα της ταφής τους. Αν κάποιος από τους πολίτες παρέβαινε αυτόν το νόμο, πλήρωνε πρόστιμο και έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα. Θεωρείτο «άτιμος» ή ακόμα τον εξόριζαν και από την πόλη.
Ένα από τα αιώνια ερωτήματα που τίθενται, είναι αν τελικά υπάρχει ψυχή αλλά και πώς την αντιλαμβανόμαστε. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η ψυχή διαχωρίζεται σε κυρίως ψυχή και σε θυμό, που είναι η ψυχή μας ως φορέας ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων. Κατά τον Όμηρο, ο άνθρωπος είναι το σώμα καθεαυτό, που φθείρεται με τον θάνατο και η ψυχή γίνεται μια ωχρή σκιά που πλανάται στον Άδη και ύστερα εξανεμίζεται. Παρόμοιες ιδέες είχε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος δηλώνει πως ο άνθρωπος είναι σώμα και ύλη, ψυχή και είδος. Η θέση του Αριστοτέλη είναι ότι η ψυχή είναι ενδιάμεσο μεταξύ θεού και ανθρώπου, γεννιέται και σβήνει με το σώμα. Ο Επίκουρος, δέχεται τον πλατωνοαριστοτελικό διαχωρισμό της ψυχής σε άλογο και σε λογικό, όμως διαφέρει από τους άλλους, διότι πιστεύει πως τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά. Ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι η ψυχή αποτελείται από λεπτότατα άτομα, διάχυτα στο σώμα, και πεθαίνει μαζί με το σώμα.
Ακόμη και σήμερα, ο καθένας έχει διαφορετική άποψη να υποστηρίξει πάνω στο θέμα ύπαρξης της ψυχής. Άλλοι αποκλείουν τελείως την ύπαρξή της, άλλοι θέλουν να πιστέψουν, αλλά ζητούν από την επιστήμη να τους επιδείξει πού βρίσκεται στο σώμα μας, κάποιοι άλλοι πιστεύουν πως ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά η διαδρομή του ατόμου που συνεχίζεται μέσω της ψυχής του. Τόσες και άλλες τόσες απόψεις, για να καταλήξουμε μάλλον πως στο όσες αποδείξεις και αν δώσεις στον άνθρωπο για κάτι, εκείνος θα συνεχίσει να πιστεύει αυτό που θέλει να πιστεύει και θα τον κάνει να νιώθει καλύτερα. Χρησιμοποιούμε συνέχεια τη λέξη αυτή, δίχως να γνωρίζουμε αν υπάρχει ή όχι. Λέμε συνέχεια: «Μα καλά αυτός ψυχή δεν έχει;» ή «Αυτός ο άνθρωπος είναι ψυχούλα», άρα είναι σαν κάπως αυθόρμητα να οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι παραλληλίζουμε την ψυχή με το πιο καλό και αγνό κομμάτι της ύπαρξής μας. Ίσως είναι η ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει ότι υπάρχει κάτι και μετά θάνατον -ανεξαρτήτως θρησκείας- απλά μία συνέχεια της ύπαρξής του.
Η απώλεια ενός κοντινού και αγαπημένου μας προσώπου, είναι τόσο δυνατή, που είναι ικανή να μας κάνει να αλλάξουμε όλη μας την κοσμοθεωρία. Παρόλο που από μικρή ηλικία μαθαίνουμε την κλασική φράση, «Όλα για τον άνθρωπο είναι», και παρόλο που γνωρίζουμε την έννοια του θανάτου, η γνώση αυτού δεν μειώνει την επίδραση που έχει το γεγονός αυτό πάνω μας. Αν η απώλεια ενός δικού σου ήταν ξαφνική, σου λένε: «Δεν το γνώριζες, και να ήθελες δεν θα μπορούσες να είχες κάνει κάτι», εάν από την άλλη προκληθεί από κάποια αρρώστια ή χρόνια ασθένεια, σου λένε: «Ε, εντάξει μωρέ το περιμένατε, κάποια στιγμή θα γινόταν». Εδώ έχω μία ειλικρινή απορία. Είναι άραγε τόσο δύσκολο, να «ζυγίζουμε» τις στιγμές ανάλογα με το πότε πρέπει να μιλάμε και τι να λέμε; Τα μόνα παρηγορητικά λόγια που μπορείς να πεις σε κάποιον που βιώνει μία απώλεια, είναι ότι είσαι εκεί για εκείνον σε ό,τι χρειαστεί, και τίποτα άλλο.
Ο κάθε άνθρωπος βιώνει διαφορετικά την απώλεια, ενώ το πένθος είναι μία φυσική διαδικασία επούλωσης του τραύματος που προέρχεται από το αναπόφευκτο κομμάτι του θανάτου. Υπάρχουν, όμως, μέσα από έρευνες πέντε στάδια το οποία περνάμε ερχόμενοι αντιμέτωποι με το πένθος. Η άρνηση, ο θυμός, η διαπραγμάτευση, η κατάθλιψη και η αποδοχή. Με το στάδιο της άρνησης, έχουμε την απομόνωση και τον αποκλεισμό της περίπτωσης να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε εμάς. Ακολουθεί ο θυμός, που μας κατακλύζει και μας κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί συνέβη σε εμάς αυτό, ενώ ταυτόχρονα σταματάμε να πιστεύουμε και στην ύπαρξη κάποιου ανώτερου θεού, ανεξάρτητα από το αν πιστεύουμε γενικά ή όχι. Έπειτα έχουμε τη διαπραγμάτευση, μέσα από την οποία αναρωτιόμαστε τι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει καλύτερα για να αποφευχθεί το γεγονός. Μετά έχουμε το στάδιο της κατάθλιψης, όπου το άτομο αρχίζει να συνειδητοποιεί την πραγματική απώλεια και παραιτείται από τα πράγματα της καθημερινότητάς του. Τέλος, έχουμε την αποδοχή, όπου αναγνωρίζουμε τι έχει συμβεί και δεν μπορούμε να αλλάξουμε κάτι ή να κάνουμε κάτι διαφορετικά.
Όπως και να ‘χει, δεν μπορεί να δοθεί σωστή συμβουλή ή κάποιο χρονοδιάγραμμα για τα συναισθήματα ενός ανθρώπου. Ευτυχώς δεν είμαστε ρομπότ, αλλά έχουμε την τύχη να βιώνουμε όλα μας τα συναισθήματα στον μέγιστο βαθμό. Είτε αυτά είναι θετικά, είτε είναι αρνητικά. Ταυτόχρονα, έχουμε και τη μνήμη που αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις έρευνες του ανθρώπινου βίου. Το πόσο επηρεάζει τη ζωή μας είναι αδιανόητο, το τι στιγμές χαράς μπορεί να μας προσφέρει η αναπόληση γεγονότων χρόνια πριν αλλά και αντίστοιχα δυσάρεστα πράγματα. Όμως, είμαι σίγουρη πως εάν ρωτούσαμε κάποιον να διαλέξει ανάμεσα σε μία μνήμη με καλές και κακές αναμνήσεις ή καθόλου μνήμη, σίγουρα θα διάλεγε το πρώτο. Στη ζωή μας πάνε και έρχονται άνθρωποι, άλλοι φεύγουν μόνοι τους άλλοι έρχονται, άλλους τους διώχνουμε και άλλους τους βάζουμε εμείς στη ζωή μας. Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι σε κάθε φάση της ζωής μας να αναρωτιόμαστε αν έχουμε δίπλα μας τους ανθρώπους που θέλουμε. Κι αν τους έχουμε να αναρωτηθούμε αν τους εκφράζουμε την αγάπη μας και την στοργή μας όποτε είναι εφικτό. Κι αν εκφραζόμαστε, να νιώσουμε ότι είμαστε άνθρωποι «τυχεροί».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ο θάνατος στην αρχαία Ελλάδα. Στα Ηλύσια πεδία πήγαιναν οι άξιοι, στον Άδη όσοι δεν αξιοποίησαν τη ζωή και στα Τάρταρα οι εγκληματίες, mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ