Του Μιχάλη Σταματόπουλου,
Σε έναν οίκο ευγηρίας, ο ηλικιωμένος Frank Sheeran (Robert De Niro) αφηγείται τα έργα και τις ημέρες της ζωής του. Μόνο που ο Frank Sheeran δεν ήταν ένα απλό και χαριτωμένο γεροντάκι, αλλά ένα αρκετά βαρυσήμαντο όνομα στα συνδικάτα του οργανωμένου εγκλήματος και του υπόκοσμου της Φιλαδέλφειας και των ΗΠΑ για αρκετά χρόνια.
Ο Frank, ένας πρώην βετεράνος του αμερικανικού στρατού, ξεκίνησε να εργάζεται ως οδηγός φορτηγών στη Φιλαδέλφεια. Την περίοδο εκείνη, έρχεται σε επαφή με τον Skinny Razor (Βobby Cannavale), έναν Ιταλό γκάνγκστερ που εργάζεται και είναι μέλος της τοπικής ιταλικής μαφίας, στην οποία αρχηγός είναι ο Angelo Bruno (Harvey Keitel). Ο Frank μπαίνει ξαφνικά σε έναν κύκλο από παράνομες δραστηριότητες και απατεωνιές, για να βγάζει μερικά έξτρα δολάρια. Τελικά, η εταιρία μεταφορών που εργάζεται, ανακαλύπτει τι συμβαίνει και ο Frank βρίσκεται κατηγορούμενος για κλοπή και υπεξαίρεση εμπορευμάτων. Στο δικαστήριο τον εκπροσωπεί ο Bill Buffalino (Ray Romano) και ο Frank δεν αποκαλύπτει τίποτα σχετικά με τις παράνομές του δραστηριότητες. Σε ένδειξη σεβασμού, ο Bill συστήνει τον Frank στον αρχηγό ενός μεγάλου ιταλικού συνδικάτου μαφίας της Φιλαδέλφεια, τον Russ Buffalino (Joe Pesci). Ο Frank αν και Ιρλανδός στην καταγωγή, ξεκινά να εργάζεται για αυτόν ως μισθωμένο όπλο καθώς εκτελεί συμβόλαια θανάτου με ιδιαίτερη ψυχραιμία και «επαγγελματισμό».
Ο Frank δεν έχει μεγάλες φιλοδοξίες και απλά πραγματοποιεί ό,τι του ανατίθεται χωρίς αντιρρήσεις. Στη συνέχεια της ταινίας δέχεται ένα τηλεφώνημα και το πρώτο πράγμα που ακούει είναι η φράση “I heard that you paint houses”. Ο άνθρωπος που μόλις τού μίλησε ήταν o Jimmy Hoffa (Al Pacino), ένας διαπλεκόμενος συνδικαλιστής με «αμαρτωλές» διασυνδέσεις τόσο με το οργανωμένο έγκλημα όσο και με την πολιτική ελίτ των ΗΠΑ. Πλέον, ο Frank δε θα είναι ένας απλός εντολοδόχος της ιταλικής μαφίας.
Ένα παζλ από δολοφονίες, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, διαπλοκής και των σχέσεων μεταξύ εξουσίας και μαφίας ξετυλίγεται μπροστά μας για περίπου τρεισήμισι ώρες, με φόντο, όμως, την πορεία της ζωής και της δράσης των κεντρικών πρωταγωνιστών. Παράλληλα, ο Scorsese δίνει την ευκαιρία στον θεατή μέσα από την έβδομη τέχνη να μάθει με αρκετά ωμό και ρεαλιστικό τρόπο διάφορα πράγματα για τη νεότερη αμερικανική ιστορία. Για παράδειγμα, γίνονται αναφορές στην εμπλοκή της CIA και τη συνεργασία της με τη μαφία, με σκοπό την ανατροπή του Φιντέλ Κάστρο και την απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων ή μέσα από την πλοκή της ταινίας γίνεται πιο σαφές ποιος και γιατί δολοφόνησε τον John Kennedy.
Ο Scorcese για το σενάριο της ταινίας βασίστηκε στο βιβλίο του συγγραφέα και πρώην αστυνομικού ερευνητή Charles Brandt, με τίτλο “I heard you paint houses” και αποτελεί τη μοναδική μαρτυρία σχετικά με τις αποκαλύψεις που έκανε ο Frank Sheeran κατά τη δύση της ζωής του στον συγγραφέα. Βέβαια, το βιβλίο αυτό έχει δεχθεί μεγάλη κριτική, καθώς το έχουν χαρακτηρίσει ως αναληθές και γεμάτο υπερβολές.
Το Τhe Irishman σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και έναν κύκλο που κλείνει με υπέροχο αλλά και συγκινητικό τρόπο. Ο Scorcese όντας στην έβδομη πλέον δεκαετία της ζωής του, συγκέντρωσε όλους τους κύριους πρωταγωνιστές της γκανγκστερικής φιλμογραφίας του από τη δεκαετία του ‘70 και αποφάσισε να προσθέσει άλλον έναν αδαμάντινο κινηματογραφικό τίτλο δίπλα στο Mean Streets, το Casino και το Goodfellas. Η τετράδα των εβδομηντάρηδων πλέον γερόλυκων του γκανγκστερικού σινεμά ενώθηκε για μια ακόμη φορά, καθώς προσωπικά θεωρώ πως άξιο αναφοράς δίπλα στα ονόματα του De Niro, του Pacino και του Pesci, ανήκει και του Harvey Keitel, παρά την ολιγόλεπτη εμφάνισή του στο φιλμ.
Η ερμηνεία των ρόλων από τους πρωταγωνιστές υπήρξε υποδειγματική και πραγματικά νιώσαμε όπως τότε που πρωτοείδαμε το Goodfellas ή το Casino. O Robert De Niro ως Frank Sheeran ήταν απολύτως «δολοφονικά» ψυχρός και χωρίς συναισθήματα, πραγματικός «βράχος» που εφάρμοζε κατά γράμμα το λατινικό ρητό “Omnia mea mecum porto”, καθώς ό,τι έκανε θα έμενε μόνο μαζί του. Από την ερμηνεία του, βέβαια, δεν έλειψαν οι φοβερές ατάκες μαζί με το φοβερό ύφος που τις συνοδεύει. Από την άλλη, ο Joe Pesci που στη σκορτσεζική φιλμογραφία κατά βάση είναι μια ωρολογιακή βόμβα που αφήνει ανθρώπους αιμόφυρτους ή ανοίγει συνεχώς λάκκους για τα θύματά του, ήταν πράος, ήρεμος, διορατικός, αλλά και καθοδηγητικός, διότι αυτήν τη φορά διεκπεραίωνε τον ρόλο ενός ηλικιωμένου και σεβάσμιου γκάνγκστερ. Ο Al Pacino ως Jimmy Hoffa ήταν ο Pacino που όλοι λατρεύουμε. Ένας ευφυής, αλλά και αλαζόνας, παράνομος τύπος που φωνάζει δυνατά και προσβάλλει θανάσιμα τους πάντες, γιατί πολύ απλά δεν υπολογίζει και δε φοβάται κανέναν, διότι ο πραγματικός εχθρός του είναι ο ίδιος.
Mαζί με τις ερμηνείες και τη φοβερή ροή που είχε το σενάριο και η πλοκή του φιλμ, δεν μπορούμε να παραλείψουμε τη φοβερή μουσική επένδυση που χάρισε ο Robbie Robertson, με σκοπό να δώσει μια πινελιά της ψυχροπολεμικής Αμερικής, αλλά και της κουλτούρας των γκάνγκστερ. Στην κυριολεξία ο Scorsese δεν άφησε τίποτα στην τύχη του. Για άλλη μία φορά μάς έδειξε αυτό που καταδεικνύει σε όλες του τις ταινίες. Κάθε δράση έχει αντίδραση ή συνέπειες, κάτι το οποίο ζωγραφίζεται έντονα προς το τέλος της ταινίας με πολύ συμβολικό τρόπο.
Τη διανομή της ταινίας ανέλαβε η πλατφόρμα του Netflix και το συνολικό κόστος παραγωγής της εκτιμάται στα 150 εκατομμύρια αμερικανικά δολάρια. Τέλος, η ταινία κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2019 τόσο στο σινεμά όσο και στη διαδικτυακή πλατφόρμα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ο Ιρλανδός (2019), imdb.com, διαθέσιμο εδώ.