Του Θάνου Κουλουβάκη,
Συμβαίνει κάπως απότομα· συνήθως μ’ έναν τρόπο απρόσμενο και αν μη τι άλλο παράδοξο. Πάνω σε μία καθημερινή συζήτηση ή κατά τη διάρκεια της εσωτερικής αναζήτησης, που άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο συχνά κάνουν· ενώ ακούς ένα τραγούδι που σου εγείρει αναμνήσεις ή όταν σκέφτεσαι όσα έχεις ζήσει και όσα πρόκειται να’ ρθουν. Όχι, δεν αναφέρομαι σε μία κοινή αξιολόγηση της πορείας μας ή μία σύντομη αναδρομή στο παρελθόν. Δεν έχει να κάνει με τα λάθη και τα σωστά, τις χαρές και τις στεναχώριες, τα συναισθήματα του παρελθόντος και την παρουσία -ή απουσία τους- στο παρόν.
Αναφέρομαι, στη συνειδητοποίηση ότι ο χρόνος περνά και η πορεία του είναι διαρκής και ασταμάτητη. Αναφέρομαι, στην κατανόηση ότι ένας πολύ ορισμένος αριθμός ετών έχει παρέλθει – ξέρετε αυτών των πλασματικών μονάδων μέτρησης που οι άνθρωποι έχουν καθορίσει. Μέσα σ’ αυτή τη συλλογιστική πορεία με πιάνει μία μελαγχολία. Και η μελαγχολία αυτή δεν αφορά τη ματαιοδοξία που υπάρχει -κατά τη γνώμη μου- σε αρκετές εκφάνσεις της ύπαρξης, αλλά πολύ περισσότερο στη συνειδητοποίηση ότι οι στιγμές μας είναι κάτι τόσο ακαθόριστο και γενικό, κάτι ασύλληπτο, που εν τέλει δεν γνωρίζω αν έχει νόημα να παιδεύουμε το μυαλό μας για να κατανοήσουμε.
Θα δώσω ένα παράδειγμα, προσπαθώντας να μεταδώσω πολύ περισσότερο μία αίσθηση, παρά μία γενική ή αμιγώς υποκειμενική ομολογία. Όταν κάνω αναδρομές και προσπαθώ να επαναφέρω στο μυαλό μου στιγμές αισθάνομαι ότι ο εγκέφαλός μου αποφασίζει αυτόνομα να διατηρήσει συγκεκριμένα μέρη από αυτές. Ενώ εγώ προσπαθώ να επαναφέρω μία ανάμνηση ως ολότητα, το μυαλό φέρνει στιγμιότυπα. Φανταστείτε το σαν μία ταινία και το trailer της· εγώ προσπαθώ να δω ολόκληρη την ταινία ξανά και, δυστυχώς, κατανοώ ότι έχω πρόσβαση μονάχα στο trailer. Αλλόκοτο παράδειγμα και ίσως κάπως βεβιασμένο. Επιτρέψτε μου να δώσω ακόμη ένα. Φανταστείτε, λοιπόν, να έχω ένα βιβλίο που αποτελεί τη μέχρι τώρα ζωή μου και να έχω πρόσβαση πλέον μόνο σε συγκεκριμένα κεφάλαιά του. Δηλαδή, ξέρω ότι έχω διαβάσει όλα τα κεφάλαια, ωστόσο δεν τα θυμάμαι καλά και αδυνατώ πλέον να ανατρέξω σε όλα.
Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι ίσως δεν έχει νόημα να έχω πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα· ότι αν θυμόμουν την κάθε στιγμή, τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας θα ήταν καταστροφικά. Διότι μαζί με τις όμορφες στιγμές, τα καλά βιώματα, θα είχα πρόσβαση -και κατ’ επέκταση θα βίωνα ξανά- κάθε πίκρα, κάθε πόνο και κάθε απογοήτευση. Ενδεχομένως, το μυαλό προστατεύει. Αλλά αυτή η κατάσταση, αυτή η έλλειψη αυτοελέγχου, μου δημιουργεί μία απορία. Τι απ’ όλα όσα θυμόμαστε είναι απόλυτα αληθές; Αν οι αναμνήσεις αναδομούνται, ποιες από αυτές υπήρξαν αυτούσιες και ποιες κατασκευάστηκαν μερικώς μέσα στο κεφάλι μας;
Αυτό δεν είναι ένα άρθρο, ούτε και πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο. Αυτό είναι πολύ περισσότερο ένα βίωμα, μία αμφιβολία, ένα μήνυμα. Μία συνειδητοποίηση που δεν έχει να κάνει με το φόβο του τέλους, την έλευση του χρόνου ή την αναπόληση· αλλά μία συνειδητοποίηση που έχει να κάνει με την ανακάλυψη του «εγώ».