Της Ιωάννας Χριστακοπούλου,
Η έλευση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ευρώπη που κορυφώθηκε το 2008 αποτέλεσε εφαλτήριο μετάβασης σε μία νέα εποχή, κατά την οποία ελήφθη μία σειρά μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα, προκειμένου αυτή να αντιμετωπιστεί με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Είναι πασίδηλο ότι εκείνο το διάστημα τα ευρωπαϊκά κράτη, σε διαφορετικό βαθμό, βέβαια, το καθένα, επηρεάστηκαν από την κρίση, με απότοκο να επικρατεί ένα κλίμα αβεβαιότητας αλλά και φόβου. Οι πολίτες, βλέποντας τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν διαρκώς νέα μέτρα και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να διέρχονται κρίση, ήταν εύλογο να αρχίσουν να ανησυχούν για το τι μέλλει γενέσθαι. Ο μέσος καταναλωτής, όντας στη δίνη των γεγονότων, είχε πλέον αρχίσει να αγωνιά για την τύχη των περιουσιακών του στοιχείων και δη των τραπεζικών του καταθέσεων.
Βάσει αυτών, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τον μείζονα ρόλο που κλήθηκαν να διαδραματίσουν τα Ταμεία Ασφάλισης Καταθέσεων. Πρώτα από όλα, διατηρούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενώ ενισχύουν κατ’ αυτόν τον τρόπο την εμπιστοσύνη των καταθετών. Βλέπουμε, επομένως ότι οι κύριοι στόχοι της δημόσιας πολιτικής ενός συστήματος ασφάλισης καταθέσεων είναι αφενός η προστασία των καταθετών και αφετέρου η συμβολή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Άλλωστε, προστατεύοντας τους λιανικούς και άλλους μικροκαταθέτες σε περίπτωση χρεοκοπίας μιας τράπεζας, η ασφάλιση των καταθέσεων ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο διαρροής τους. Από την άλλη, εάν οι καταθέτες χάσουν την εμπιστοσύνη τους, όπως συνέβη σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009 (π.χ. στην Ισλανδία, τις Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες), οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε αστάθεια του τραπεζικού τομέα.
Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορούσε να μείνει άπραγη βλέποντας τις εξελίξεις να τρέχουν. Γι’ αυτό, λοιπόν, προέβη στην τροποποίηση της Οδηγίας για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων, το 2009, αυξάνοντας το ελάχιστο επίπεδο κάλυψης από 20.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ (με ενδιάμεσο βήμα τις 50.000 ευρώ) και συντομεύοντας την περίοδο πληρωμής σε 20 εργάσιμες ημέρες. Η χώρα μας θέσπισε με τον ν. 3746/2009(πλέον ν. 4370/2016) το σύστημα εγγύησης καταθέσεων και επενδυτικών υπηρεσιών, στο οποίο προβλέπεται μια οργανωμένη διαδικασία ασφάλισης και καταβολής ασφαλιστικής αποζημίωσης σε πελάτες πιστωτικών ιδρυμάτων, τόσο για τις καταθέσεις όσο και για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Η δε απαίτηση προς αποζημίωση γεννιέται όταν το πιστωτικό ίδρυμα διέρχεται κρίση και αδυνατεί να ικανοποιήσει τις αξιώσεις των πελατών, η οποία προηγουμένως είτε θα πιστοποιείται από την Τράπεζα της Ελλάδος είτε με δικαστική απόφαση.
Σε αυτό το πλαίσιο δρα το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), το οποίο συνιστά φορέα του ανωτέρω συστήματος με τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και καλύπτει κάθε καταθέτη, ανεξάρτητα από το νόμισμα κατάθεσης, τον αριθμό καταθέσεων και τον τόπο κατάθεσης (αρκεί, βέβαια, να είναι εντός της Ε.Ε.) μέχρι το ποσό των 100.000 ευρώ, ενώ για τις επενδυτικές υπηρεσίες, το ποσό ανέρχεται στις 100.000 ευρώ.
Φυσικά, η Ε.Ε. δεν περιορίστηκε σε αυτές τις πρωτοβουλίες για την εξασφάλιση των καταθετών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στις αρχές του 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβη σε διαβουλεύσεις, ούτως ώστε να βελτιστοποιήσει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τα υπάρχοντα μέσα. Εξάλλου, δεν πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας ότι ζητήματα όπως τα εμπόδια στην ενιαία αγορά, οι επίμονοι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι αρνητικές επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη των καταθετών, η αναποτελεσματικότητα του χειρισμού των πτωχεύσεων των τραπεζών κατά την εκκαθάριση ενδέχεται να οδηγήσουν σε συνεχείς κινδύνους έκθεσης των φορολογουμένων και (στη χειρότερη περίπτωση) σε δυσμενείς επιπτώσεις στη σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών.
Συνάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι η προστασία των καταναλωτών είναι αυτή που σε κάθε περίπτωση υπερτερεί και θα πρέπει να παρέχονται όλα τα εχέγγυα προκειμένου αυτή να επιτευχθεί. Προβλέπεται ότι μαζί με τα άλλα μέλη του δικτύου της χρηματοοικονομικής ασφάλειας, τα ταμεία ασφάλισης καταθέσεων θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη εργαλείων για την αντιμετώπιση των χρεοκοπημένων τραπεζών, ενώ συνάμα θα πρέπει να αποτελούν ενεργά μέλη κατά τη διαχείριση των κρίσεων του εκάστοτε κράτους. Βέβαια, για να έχουμε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο εξυγίανσης των τραπεζών, οι αρχές της Ε.Ε. θα πρέπει να εξετάσουν τον τρόπο διαχείρισης μιας συστημικής κρίσης, ανεξάρτητα από τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, συν το ότι η χρηματοδότηση ορισμένων μέτρων εξυγίανσης, όπως αυτό που μελετάται, θα πρέπει να διευκολυνθεί στο πλαίσιο των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Άρα, η εξυγίανση και όχι η εκκαθάριση, με σύμμαχο τα Ταμεία Ασφάλισης Καταθέσεων, θα πρέπει να είναι η προκαθορισμένη προσέγγιση για τις τράπεζες, προκειμένου να μην επέλθουν ολέθριες συνέπειες έχοντας. Ωστόσο, στο μέτρο του δυνατού καλή χρηματοδότηση και υποστήριξη για να έλθει η αποστολή εις πέρας.