Της Ελένης Καραμπίνη,
Αν ανατρέξει κανείς στο σύγχρονο ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των ευρωπαϊκών κρατών, θα παρατηρήσει, αναμφισβήτητα, μία σειρά εξελίξεων και γεγονότων που μαρτυρούν μία αυθύπαρκτη περιπλοκότητα στις μεταξύ τους σχέσεις και σίγουρα μία αναποφασιστικότητα για το πώς η μία πλευρά μπορεί καλύτερα να χειριστεί την άλλη. Η σχετική παρατήρηση ριζώνει τόσο στις τελευταίες τρεις δεκαετίες όσο και στα πιο πρόσφατα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην άμεση γειτονιά της Ευρώπης, κάνοντας αναφορά στην Ουκρανία αλλά και την ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η αλλαγή του γεωπολιτικού περιβάλλοντος ύστερα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πέραν του ότι δημιούργησε μια ενός τύπου «υπαρξιακή κρίση» στη Συμμαχία του ΝΑΤΟ, όλο και περισσότερα κράτη της άμεσης επιρροής της Ρωσίας και πρώην σοσιαλιστικά άρχισαν να στρέφονται στους κόλπους της Συμμαχίας και να «εκδυτικοποιούνται», με τη Ρωσία να αντιλαμβάνεται την προς Ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ ως άμεση απειλή, αρνούμενη να αποκτήσει σύνορα με νατοϊκά κράτη-μέλη· συνεπώς, διατηρεί τις ελπίδες της να διατηρήσει κατά μέρος το παραδοσιακό πλαίσιο επιρροής της, δηλαδή την Ουκρανία και τη Λευκορωσία στην Ανατολική Ευρώπη, τις χώρες της περιοχής του Καυκάσου, ιδιαίτερα τη Γεωργία, και τις χώρες της Κεντρικής Ασίας.
Αυταπόδεικτη κρίνεται η προσπάθεια της Ρωσίας να διατηρήσει τον λόγο και το πάνω χέρι στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να μεταβληθεί το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό περιβάλλον με το να αποτελεί κύριο δρώντα στον πόλεμο της Γεωργίας το 2009, υποβοηθώντας τις περιοχές της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, όπως και στον επανακαθορισμό των εξελίξεων ύστερα από την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ουκρανία το 2014. Έκτοτε, οι σχέσεις μεταξύ της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας περιορίζονται σε ρητορείες, απειλές και αντίποινα, ακόμα και σε φόβους χρήσης ένοπλης βίας από την πλευρά της Ρωσίας.
Ας παραδεχτούμε, πάντως, πως και οι δύο πλευρές αδυνατούν να καταλάβουν τη στρατηγική κουλτούρα και τις πολιτιστικές διαφορές που υφίστανται ανάμεσά τους. Η Ρωσία ανέκαθεν αποτελούσε τον «Άρη» και η Ευρώπη την «Αφροδίτη», με αποτέλεσμα και οι δύο να υιοθετούν λανθασμένες στρατηγικές προσέγγισης. Ιδιαίτερα όσον αφορά την Ευρώπη, φαίνεται σαν να αδυνατεί κάθε φορά να προβλέψει την επόμενη κίνηση της Ρωσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι συνεχείς απειλές της Ευρώπης για αντίποινα, μία απειλή που δε φάνηκε ποτέ να σταματά τη Ρωσία από το να διενεργηθεί η επόμενή της κίνηση, με γνωστό το παράδειγμα της Ουκρανίας, που παραμένει φλέγον ζήτημα των ημερών μας, και την πρόσφατη μεταναστευτική κρίση στα σύνορα της Λευκορωσίας. Μάλιστα, τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι στις τελευταίες δύο περιπτώσεις, η Ρωσία αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες του ξεσπάσματος των δύο προαναφερθέντων κρίσεων, ως φορέας υβριδικών απειλών, και ταυτόχρονα προσπαθεί να αποτελέσει ουδέτερο μεσολαβητή για την επίλυσή τους.
Ομολογουμένως, μία σταθερή σχέση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρώπη είναι αδύνατο να υπάρξει όσο η Ρωσία αρνείται να παραδεχτεί και συνεχίζει να επισκιάζει το σταλινικό παρελθόν της. Σημαντικά ιστορικά γεγονότα που επισημαίνουν τις σταλινικές δίκες και εκτελέσεις, τη συνεργασία με τους Ναζί, την προσχώρηση των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης στη Συμμαχία λόγω της κατάρρευσης της ιδεολογικής και της πολιτικοκοινωνικής ανάπτυξης και της ήττας του υπαρκτού σοσιαλισμού μέχρι και την εισβολή της Ρωσίας στα εδάφη της Γεωργίας το 2009 και την προσάρτηση της Κριμαίας ως γεγονός casus belli, παραμένουν επιλεκτικά παραποιημένα ή και παραλειπόμενα από την πλευρά της Ρωσίας. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως για την προσάρτηση της Κριμαίας, ο Vladimir Putin έκανε λόγο για «μη συνταγματικό ένοπλο πραξικόπημα που υποστήριξαν τα ευρωπαϊκά κράτη με τις Ηνωμένες Πολιτείες να προκαλούν τον διχασμό στο εσωτερικό της Ουκρανίας και την απόσυρση της Κριμαίας». Η απόκρυψη του παρελθόντος δημιουργεί κλίμα αμφισβήτησης στις σχέσεις Ρωσίας και Ευρώπης όπως και της Ρωσίας με τα γειτονικά της κράτη.
Όσον αφορά την ασφάλεια της Ευρώπης, η Ρωσία αποτελεί περιστασιακά έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους υπονόμευσής της. Μαινόμενη με την ιδέα επέκτασης του ΝΑΤΟ και της απώλειας της δικής της επιρροής, το 2009, η Ρωσία έκανε επίσης λόγο για την οικοδόμηση μίας «νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Ευρώπης» υπονοώντας τη θεμελίωση καινούριων θεσμών ασφάλειας που θα ρυθμίζουν τις σχέσεις ασφάλειας στην Ευρώπη αλλά και σε έναν γεωπολιτικό χώρο που θα επεκτείνεται από το Βανκούβερ μέχρι το Βλαδιβοστόκ, μία πρόταση που αναπτύχθηκε από τον Ρώσο Πρόεδρο Dmitry Medvedev. Η πρόταση αυτή ερμηνεύθηκε ως προσπάθεια της Ρωσίας να υπονομεύσει το ΝΑΤΟ, τον ΟΑΣΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δείχνοντας, μάλλον, πρόθεση να οικοδομήσει μία νέα συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας και να σταματήσει οποιαδήποτε προσπάθεια συνεργασίας με το ΝΑΤΟ.
Όσον αφορά δε την επικαιρότητα, το ζήτημα της Ουκρανίας και του μεταναστευτικού αποτελούν διακύβευμα για την ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Ουκρανία αποτελεί κράτος-κλειδί ανάμεσα στη Ρωσία και το ΝΑΤΟ και στη Ρωσία και την Ευρώπη και μάλιστα αποτελεί και το επίκεντρο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτνίασης. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, ως συνήθως, απειλούν με «σοβαρά αντίποινα» στο ενδεχόμενο ένοπλης επέμβασης της Ρωσίας στην Ουκρανία. Από την άλλη πλευρά, η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού έλαβε πρόσφατα τρομακτικές διαστάσεις στα σύνορα με τη Λευκορωσία, την οποία σιωπηρά υποστηρίζει το καθεστώς Putin, ως εκδίκηση απέναντι στις κυρώσεις των Ευρωπαίων ηγετών.
Παρά ταύτα, η Ρωσία εξακολουθεί να αποτελεί τον πέμπτο εμπορικό εταίρο της Ένωσης, ενώ η Ένωση τον πρώτο εμπορικό εταίρο της Ρωσίας. Βέβαια, η προσπάθεια προώθησης συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών δεν συνεπάγεται και τη βελτίωση των σχέσεών τους, σε σύγκριση με το παρελθόν. Όπως ήδη ειπώθηκε, η ομαλοποίηση των σχέσεων θα γίνει πραγματικό γεγονός με την κατανόηση της στρατηγικής σκέψης και πολιτιστικής πραγματικότητας της Ρωσίας όπως και την προσέγγιση της Ρωσίας από την Ένωση ως σύνολο και όχι ως μεμονωμένα κράτη διαμέσου διμερών σχέσεων, κάτι δηλαδή που συνεχώς επιδιώκει η Ρωσία στη δική της προσέγγιση με την Ένωση. Το γεγονός, μάλιστα, πως η Ένωση δε μιλά «με μία φωνή», ιδιαίτερα όσον αφορά τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, την καθιστά αδύναμη και αιτία μη συμμετοχής της στις διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία μεταξύ της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, παρόλο που αποτελεί κρίσιμο δρώντα για τις εξελίξεις στη γειτονία της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Russia-Europe Relations Depend on Moscow Confronting the Past, Carnegie Europe, διαθέσιμο εδώ
- Judy asks: Is Europe in Denial About Russia?, Carnegie Europe, διαθέσιμο εδώ
- With Russian guns pointed at Ukraine, West and Moscow dive into talks, Politico, διαθέσιμο εδώ