Της Κατερίνας Γκόσντεν,
Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ (Donatien-Alphonse-François, Comte de Sade) ήταν ηθικολόγος, φιλόσοφος και συγγραφέας, ο οποίος θα αποτελέσει μια προβληματική φιγούρα στη γαλλική κοινωνία. Γεννημένος το 1740 στο Παρίσι, γόνος οικογένειας ευγενών, θα περάσει περίπου τριάντα χρόνια της ζωής του είτε φυλακισμένος, είτε έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική. Άθεος, αυτοαποκαλούμενος «ελευθέριος» (libertine) και γνωστός για τις διεστραμμένες σεξουαλικές του προτιμήσεις και τα έργα ερωτικού/πορνογραφικού περιεχομένου, βρισκόταν στο στόχαστρο των αρχών για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Από αυτόν εξάλλου πηγάζει και ο όρος «σαδισμός», ο οποίος θα αρχίσει να χρησιμοποιείται τον 19ο αιώνα στον ιατρικό λόγο, για να περιγράψει την κατάσταση στην οποία κάποιος αντλεί ευχαρίστηση, συνήθως σεξουαλική, προκαλώντας πόνο στους άλλους. Για να έχει κάποιος δώσει ζωή σε έναν τόσο χρησιμοποιούμενο όρο, ακόμη και στην εποχή μας, σημαίνει πως άσκησε τεράστια επιρροή στους αναγνώστες του, είτε κακή είτε καλή. Με στόχο να κατανοήσουμε γιατί αποτελεί μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στο χώρο της λογοτεχνίας και πώς βρέθηκε να περνά περίπου τη μισή ζωή του φυλακισμένος, έχει σημασία να καταλάβουμε τις ιδέες και τις κοσμοαντιλήψεις του.
Οι αντιλήψεις του Ντε Σαντ περί θρησκείας, νόμων της φύσης και της «ανεξέλεγκτης» κλίσης των ανθρώπων, προς την ηδονή, συνοψίζονται πολύ εύστοχα στο έργο του «Διάλογος ανάμεσα σε έναν ιερωμένο και έναν ετοιμοθάνατο» (1782), που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια φυλάκισής του στο φρούριο της Vincennes. Η πλοκή είναι απλή: ο ετοιμοθάνατος άθεος άντρας που έχει ζήσει μέσα στην ακολασία συζητά με έναν ιερέα, για το εάν μετανιώνει τις πράξεις του τώρα που βρίσκεται κοντά στον θάνατο. Τα λόγια του ετοιμοθάνατου είναι σαφώς ένας καθρέφτης που αντικατοπτρίζουν τις απόψεις του ίδιου του Ντε Σαντ. Κομβικό σημείο του διαλόγου τους είναι η διαφωνία τους για την ύπαρξη του Θεού και τη δύναμη της Φύσης. Ο ετοιμοθάνατος πιστεύει πως όλες οι πράξεις των ανθρώπων υποτάσσονται στους νόμους της φύσης: ό,τι και να κάνουμε είναι αποτέλεσμα της φύσης και άρα τα πάντα είναι απαραίτητα στον κόσμο, και τα καλά και τα κακά. Ο άνθρωπος πρέπει να αφεθεί στις ανάγκες του, στα πάθη και την «κλίση» του προς την ευχαρίστηση.
Όταν ο ιερέας τον ρωτά αν έχει μετανιώσει, ο ετοιμοθάνατος απαντά καταφατικά, όχι όμως τις πράξεις του, αλλά ότι δεν παραδόθηκε περισσότερο στα φυσικά του πάθη και «τυφλώθηκε από τον παραλογισμό των ιδεολογικών του συστημάτων», εννοώντας εδώ την οργανωμένη θρησκεία. Ο ετοιμοθάνατος ασκεί μεγάλη κριτική στην θρησκεία, την οποία θεωρεί «υπερβολή» και κάτι που οδηγεί του ανθρώπους στον φανατισμό και τη βλακεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι απόψεις του, περί ελεύθερης βούλησης και ανθρώπινης ελευθερίας. Θεωρεί το τελευταίο προϋπόθεση, για να δημιουργήσουν οι θρήσκοι τη «θεία χάρη» και σύμφωνα με αυτόν, δεν υπάρχει ανθρώπινη ελευθερία, κάτι που τεκμηριώνει με το εξής παράδειγμα: «Ποιος άνθρωπος σε ολόκληρο τον κόσμο, βλέποντας τη λαιμητόμο πλάι στο έγκλημα, θα το διέπραττε αν ήταν ελεύθερος να μην το διαπράξει;». Εδώ, διαφαίνεται και η άποψη του περί νόμων της φύσης: δεν είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε αφού η φύση τα καθορίζει όλα και δεν μπορούμε να αντισταθούμε σε αυτό που μάς ωθεί να πράξουμε, είτε είναι έγκλημα είτε σεξουαλική ευχαρίστηση. Τονίζει όμως, πως δεν είναι υπέρ του εγκλήματος και είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί μόνο μέσω της Λογικής.
Στο τέλος του έργου, ο ετοιμοθάνατος έχει ακόμα τις βλέψεις του προς την ηδονή, την οποία αποκαλεί «το πολυτιμότερο αγαθό μου» και ανακοινώνει στον ιερέα πως τον περιμένουν έξι γυναίκες στο διπλανό δωμάτιο προκειμένου να τον ευχαριστήσουν. Το τέλος αυτό είναι και χαρακτηριστικό του Ντε Σαντ και τρομερά ηπιότερο από άλλα του έργα. Ο Ντε Σαντ δεν πίστευε στην έννοια της ηθικής και, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ευρέως γνωστός ως «ελευθέριος» ή «λιμπερτίνος», δηλαδή ένας άνθρωπος που δεν υπόκεινται σε κάποιον ηθικό κώδικα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις σεξουαλικότητας. Η πτυχή του αυτή σκιαγράφεται έως έναν βαθμό στο παραπάνω έργο: ο ετοιμοθάνατος έχει ακολουθήσει μια ζωή ακολασίας, παραδιδόμενος στις σεξουαλικές του επιθυμίες σε ακραία βαθμό, χωρίς αυτό όμως να το θεωρεί «λάθος» ή «ανήθικό». Κατά την άποψή του, όλα αυτά ήταν μέρος της φύσης του άρα γιατί να τα αγνοήσει; Έτσι ακριβώς σκεφτόταν και ο Ντε Σαντ.
Όμως, ένα έργο στο οποίο φαίνονται ξεκάθαρα οι διεστραμμένες, σαδιστικές σεξουαλικές επιθυμίες του είναι το «Οι 120 μέρες των Σοδόμων» γραμμένο το 1785, ξανά εν καιρώ φυλάκισής του στη Βαστίλη αυτή τη φορά, ενώ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1904. Το βιβλίο αυτό, που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, είχε απαγορευτεί σε πολλά κράτη λόγω του περιεχομένου του, ενώ σήμερα αποτελεί έργο κλασσικής λογοτεχνίας χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν συνιστά ακόμα ένα αμφιλεγόμενο έργο. Η πλοκή του αποτέλεσε την έμπνευση για τον όρο «σαδισμό» και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί.
Στο λογοτεχνικό αυτό εγχείρημα τέσσερις άνδρες χαλαρών ηθών απομακρύνονται από την υπόλοιπη κοινωνία, μαζί με τα θύματά τους που είχαν απαγάγει, κυρίως έφηβοι, αγόρια και κορίτσια. Εκεί, για 120 μέρες συμμετέχουν σε σεξουαλικά όργια και βασανίζουν τα θύματά τους μέχρι και το θάνατό τους για δική τους ευχαρίστηση. «Οι 120 μέρες των Σοδόμων» είναι ένα πελώριο έργο, εξαιρετικά λεπτομερή και γραφικό στο σημείο που καταντάει τρομερά δύσκολο να το διαβάσει κανείς. Το βιβλίο μπορεί να περιγραφεί ως αηδιαστικό, σαδιστικό, παράδειγμα παιδοφιλίας και βιασμού και εξαιρετικά βίαιο. Στον κόσμο του Ντε Σαντ, τίποτα από αυτά δεν είναι λάθος, όντας υπέρμαχος της ελεύθερης δράσης χωρίς τις «αλυσίδες της ηθικής».
Άλλοι έχουν αποκαλέσει αυτό το έργο σουρεαλιστικό, έργο απλών «ιδεών» και όχι πορνογραφικό. Όμως, από τη στιγμή που η ιδεολογία του ως «ελευθέριος» διαφαίνεται σε άλλα έργα του και κυρίως στις πράξεις του, γιατί να μην λάβουμε και αυτό το έργο ως μία από τις φαντασιώσεις του, κάτι που ίσως ήθελε να επιδιώξει όταν απελευθερωνόταν από τη φυλακή; Ο Ντε Σαντ φυλακίστηκε πρώτη φορά το 1763 για πέντε μήνες στο φρούριο της Vincennes μετά τις πράξεις σεξουαλικής βίας, που άσκησε κατά πόρνων στο σπίτι του στο Arcueil. Το 1768 απήγαγε μια νεαρή πόρνη, την Rose Keller, και της άσκησε σεξουαλική βία, η Keller κατάφερε να αποδράσει και καταθέτει μήνυση εναντίον του, με αποτέλεσμα ο Ντε Σαντ να ξανά φυλακιστεί στο φρούριο Pierre-Encise. Επιπλέον, το 1772 κατηγορείται στη Μασσαλία για σοδομισμό (όρος που χρησιμοποιείται να περιγράψει σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών κυρίως) και δηλητηρίαση πόρνων με ένα αφροδισιακό που τις είχε δώσει. Ο Ντε Σαντ καταδικάζεται με την έσχατη των ποινών, μια «εικονική» καταδίκη σε θάνατο δια πυρός, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στο φρούριο της Miolans. Με δεδομένα αυτά, το έργο δεν παρουσιάζεται ως κάτι σουρεαλιστικό αλλά έναν συγκερασμό όλων των ερωτικών επιθυμιών και των θεωριών του συγγραφέα, περί ηδονής και ευχαρίστησης, απελευθερωμένα από τα δεσμά της ηθικής.
Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ είναι, χωρίς αμφιβολία, ένας προβληματικός συγγραφέας. Για κάποιους θεωρείται «άνθρωπος ιδεών» και σημαντικός φιλόσοφος. Το «Διάλογος ανάμεσα σε έναν ετοιμοθάνατο και έναν ιερωμένο» είναι πράγματι ένα ενδιαφέρον έργο περί θρησκείας και νόμων της Φύσης και αξίζει κανείς να το διαβάσει. Όμως, το «Οι 120 μέρες των Σοδόμων» είναι ίσως, από τα χυδαιότερα συγγραφικά έργα που έχουν γραφτεί. Μπορεί να άσκησε τεράστια επιρροή στον ιατρικό κόσμο και την ιστορία της σεξουαλικότητας, αλλά ίσως μάς προβληματίζει το γεγονός πως σήμερα αποτελεί έργο κλασικής λογοτεχνίας, όταν περιέχει κάθε είδους σωματικής και σεξουαλικής βίας και εξευτελισμού, ειδικά όταν γνωρίζουμε τη συμπεριφορά του ίδιου συγγραφέα σε τέτοια θέματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- De Sade, Marquis (2006), Διάλογος ανάμεσα σε έναν ιερωμένο και έναν ετοιμοθάνατο, Αθήνα: Εκδ. Άγρα.
- De Sade, Marquis (1997), Οι 120 μέρες των Σοδόμων, Αθήνα: Εκδ. Εξάντας
- Nadeau, Maurice (2021), Λήμμα “Marquis de Sade“, από την Britannica Encyclopedia, διαθέσιμο ΕΔΩ
- McMorran, Will (2016), “The most impure tale ever written”: How “The 120 Days of Sodom” became a ‘classic’, άρθρο από την The Guardian, διαθέσιμο ΕΔΩ