Της Βασιλικής Βλαχογιάννη,
Το 2017, μια θανατηφόρα καταστολή από τον στρατό της Μιανμάρ σε βάρος των μουσουλμάνων Rohingya που διαβιούσαν στην πολιτεία Rakhine, είχε ως αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες να τραπούν σε φυγή, καταφθάνοντας στο Μπαγκλαντές.
Τον Δεκέμβριο του 2019, οι καταχρήσεις του στρατού της Μιανμάρ (πρώην Βιρμανίας) εκτέθηκαν ενώπιον του διεθνούς δικαστηρίου στην υπόθεση της Γκάμπια, που ισχυριζόταν ότι η Μιανμάρ παραβίασε τη Σύμβαση για τη Γενοκτονία στις θηριωδίες της κατά των Rohingya. Έγινε λόγος για μαζικές δολοφονίες, βιασμούς και βασανιστήρια, τα οποία παρακίνησαν πάνω από 730.000 Rohingya να καταφύγουν στο Μπαγκλαντές.
Τον Ιανουάριο του 2020 σε μια προσπάθεια υποστήριξης των διωχθέντων, το Ανώτατο Δικαστήριο του ΟΗΕ διέταξε τη Μιανμάρ, η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι είναι χώρα με βουδιστική πλειοψηφία, να προστατέψει τα μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας Rohingya από τη γενοκτονία. Οι Rohingya αποτελούν μία από τις πολλές εθνοτικές μειονότητες της Μιανμάρ, που πριν το 2018 αριθμούσαν περίπου ένα εκατομμύριο και ήταν κυρίως τοποθετημένοι στην πολιτεία Rakhine. Η Μιανμάρ αρνείται να τους αναγνωρίσει σαν πολίτες του κράτους, δεν τους συμπεριλαμβάνει σε απογραφές και τους θεωρεί μετανάστες από το Μπαγκλαντές.
Η μαζική φυγή των Rohingya προς το Μπαγκλαντές έχει ως αφετηρία τον Αύγουστο του 2017, όταν ξεκίνησε η θανατηφόρα επιχείρηση ως απάντηση της κυβέρνησης στη μουσουλμανική αυτή μειονότητα με τη συνδρομή πολιτών, μη μουσουλμάνων, στις επιθέσεις μιας αυτονομιστικής ομάδας Rohingya κατά της αστυνομίας. Σύμφωνα με τεκμήρια των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, τον Αύγουστο του 2017 τουλάχιστον 6.700 Rohingya έχασαν τη ζωή τους, ανάμεσα στους οποίους 730 παιδιά κάτω των 5 ετών. Επιπροσθέτως, τουλάχιστον 288 χωριά καταστράφηκαν μερικώς ή ολοσχερώς από πυρκαγιά, σύμφωνα με το Human Rights Watch, τον Αύγουστο του 2017.
Η απάντηση της διεθνούς κοινότητας στις εν λόγω φρικαλεότητες ήταν η προσφυγή της Γκάμπια εναντίον της Μιανμάρ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως προαναφέρθηκε, εντοπίζοντας την ηγέτιδα της Μιανμάρ, Aung San Suu Kyi, να αρνείται τους ισχυρισμούς περί γενοκτονίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, τον Δεκεμβρίου του 2019. Αντίθετα, η Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή της χώρας (ICOE), αναγνώρισε ότι μέλη των δυνάμεων ασφαλείας μπορεί να έχουν διαπράξει «εγκλήματα πολέμου, κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παραβιάσεις του εσωτερικού δικαίου», αλλά ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία γενοκτονίας.
Ένα άλλο ζήτημα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, αναφορικά με την κρίση των Rohingya, είναι η διαβίωση των προσφύγων, που έφυγαν από τη Μιανμάρ για να ξεφύγουν από τις διώξεις και τη βία, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον στο γειτονικό Μπαγκλαντές. Από το 2017, ο αριθμός αυτός υπολογίζεται στο ένα εκατομμύριο, γεγονός που δημιουργεί ποικίλα προβλήματα και προκαλεί αντιδράσεις. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις αξιωματούχων του Μπαγκλαντές που θεωρούν ότι το κράτος των 160 εκατομμυρίων είναι υπερφορτωμένο εξαιτίας της προσφυγικής κρίσης.
Ο Tom Andrews, ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών, αναφέρει πως «το Μπαγκλαντές δεν μπορεί και δεν πρέπει να φέρει αυτήν την ευθύνη μόνο του». Θεωρεί πως η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να οικοδομήσει καλύτερη συνεργασία με το Μπαγκλαντές και να αποκόψει τη στρατηγική ηγεσία της Μιανμάρ, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο σε σταδιακή επίλυση της κρίσης των Rohingya.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τον Οκτώβριο του 2021, υπογράφηκε συμφωνία ανάμεσα στο Μπαγκλαντές και τον ΟΗΕ αναφορικά με την ασφαλή μετεγκατάσταση προσφύγων Rohingya στο Bhasan Char, ένα νησί περίπου 60 χιλιόμετρα από την ηπειρωτική χώρα, ως μια προσπάθεια εκκίνησης μιας νέας ζωής των κατατρεγμένων Rohingya.
Εν κατακλείδι, παρά τις προσπάθειες του ΟΗΕ και του Μπαγκλαντές για την ομαλή μετακίνηση των προσφύγων και την παροχή ασφάλειας μακριά από την ωμή βία της Μιανμάρ και τους διωγμούς, είναι γεγονός ότι οι Rohingya επιθυμούν να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη τους με ασφάλεια και να συνεχίσουν τη ζωή τους ως ισότιμοι πολίτες της χώρας χωρίς περιορισμούς, ανασφάλεια και με αξιοπρέπεια. Για τον λόγο αυτό, όλες οι προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας αντιμετωπίζονται ως προσωρινά μέτρα έως ότου καταστεί εφικτή η ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής στη Μιανμάρ και η καθαίρεση του στρατιωτικού καθεστώτος, γεγονός που θα σηματοδοτούσε την ευκαιρία των Rohingya για επιστροφή στη γενέτειρά τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “Do more to resolve Rohingya crisis”: UN envoy in Bangladesh, Al Jazeera, διαθέσιμο εδώ
- “An open prison without End”, Human Rights Watch, διαθέσιμο εδώ
- Myanmar Rohingya: What you need to know about the crisis, BBC, διαθέσιμο εδώ