Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
Κατά την διάρκεια της Οθωμανοκρατίας στην Κύπρο, έγιναν αρκετές εξεγέρσεις κατά τα έτη 1578, 1607, 1765, 1799, 1804, 1821 και 1833. Τα πρώτα ελληνοκυπριακά σκιρτήματα ελευθερίας, μετά την κατάκτηση του νησιού, δεν πήραν το χαρακτήρα ενός μαζικού κινήματος, γι’ αυτό και οι τόσες πολλές εξεγέρσεις. Ο διοικητής και οι αγάδες ουσιαστικά, ήθελαν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη μισητή ελληνική «κυριαρχία του κλήρου», καθώς και την ιδιοποίηση της περιουσίας των θυμάτων. Η μαζικότητα των εκτελέσεων προσέδωσε το στοιχείο της τραγικότητας, ενώ τα σκληρά μέτρα των Οθωμανών κατά των Ελλήνων του νησιού, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και οι βίαιοι εξισλαμισμοί, είχαν για αποτέλεσμα μεταξύ των άλλων και μια μαζική αποδημία. Παρά τις αναμορφωτικές προσπάθειες των σουλτάνων Mahmud II και Abdulmejid I, που είχαν αντανακλάσεις και στην Κύπρο, δεν ήταν ικανές να επιφέρουν αποφασιστικές αλλαγές, αφού μάλιστα στην πράξη προσέκρουαν συνήθως στη νωχέλεια ή την αντίδραση της διοικητικής μηχανής.
Με την σύμβαση Convention of Defensive Alliance της 23ης Μαΐου/4ης Ιουνίου 1878, η Κωνσταντινούπολη παραχώρησε στην Αγγλία την κατοχή και την διοίκηση της Κύπρου, όμως ο σουλτάνος παρέμεινε, από την άποψη του διεθνούς δικαίου, κυρίαρχος του νησιού. Αυτή η νομική κατασκευή, η οποία θυμίζει θεσμούς του ιδιωτικού δικαίου δεν άλλαζε φυσικά πολλά πράγματα στο ουσιαστικό γεγονός, πως η Αγγλία ήταν η νέα εξουσιάστρια στην Κύπρο. Η «αμυντική συμμαχία» αποτελούσε μια από τις συνέπειες της μεγάλης κρίσης των ετών 1875–1878 στην Ανατολή, μιας κρίσης που ξέσπασε με την εξέγερση στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη το 1875. Τα συμβάντα που προηγήθηκαν, όπως η εξέγερση στην Βουλγαρία, η κήρυξη πολέμου της Σερβίας και μετά του Μαυροβουνίου κατά της Κωνσταντινούπολης, η είσοδος της Ρωσίας στον πόλεμο του 1877 και η προέλαση του στρατού της, η συνθήκη ειρήνης του Αγίου Στεφάνου το 1878 καθώς και πολλά άλλα αντικατόπτριζαν τον τότε διεθνή συσχετισμό των δυνάμεων.
Η «αμυντική συμμαχία» ήταν ένας διακανονισμός, ο οποίος κρατήθηκε αρχικά μυστικός. Έλαβε υπόψη του τα συμφέροντα των δύο κρατών, αλλά αγνόησε το θέμα των πόθων του πληθυσμού του νησιού. Τον Ιούλιο του 1878 έφτασαν στην Κύπρο τα αγγλικά στρατεύματα κατοχής. Το απόγευμα της 4ης Ιουλίου 1878 ο Άγγλος υποναύαρχος John Hay, διοικητής της ναυτικής μοίρας της Μάγχης, δέχτηκε κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα με διαταγή άμεσου απόπλου από το λιμάνι της Σούδας, η μοίρα απέπλευσε ανατολικά με άγνωστο προορισμό, ενώ βρισκόταν στην αναμονή των αποτελεσμάτων του Συνεδρίου του Βερολίνου. Ο στόλος ενισχύθηκε στην πορεία με άλλα πολεμικά σκάφη και πληροφορήθηκε, εν πλω, ότι η αποστολή του είχε ως στόχο την κατάληψη της Κύπρου. Ο υποναύαρχος John Hay πλησίασε το λιμάνι της Λάρνακας, αγνοώντας τις αντιδράσεις της εκεί ευρισκόμενης οθωμανικής φρουράς και τη στάση των κατοίκων και έτσι αποβιβάστηκε στις 10 Ιουλίου με συνοδεία αγήματος πεζοναυτών. Ο τοπικός διοικητής παρέμεινε αδρανής, ενώ ο πληθυσμός παρακολουθούσε με αμηχανία τα δρώμενα. Την επόμενη μέρα, αγγλικό πολεμικό πλοίο στο οποίο επέβαιναν ο Άγγλος διπλωματικός υπάλληλος Walter Baring και ο Οθωμανός ομόλογος του, Sami Efendi κατέπλευσε στο λιμάνι μεταφέροντας σουλτανικό φιρμάνι, προς τον γενικό διοικητή της Κύπρου, Peshim Pasha, που γνωστοποιούσε επίσημα την παράδοση του νησιού και ένα αντίγραφο της σχετικής Μυστικής Συνθήκης προς τον υποναύαρχο John Hay, έτσι με αυτό το τρόπο τερματίστηκε μία μακρά πορεία μυστικών διπλωματικών πράξεων και διαβουλεύσεων, που είχαν ως θεσμικό αποτέλεσμα την εφαρμογή της περίφημης Σύμβασης της Κύπρου.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδίωκε με αυτήν την «αμυντική συμμαχία» τη διασφάλιση των ασιατικών συνόρων της, τα οποία κινδύνευαν από την ρωσική προώθηση. Η Αγγλία, η οποία έβλεπε την Οθωμανική αυτοκρατορία ως ένα «μαξιλαράκι ασφαλείας» έναντι του ρωσικού επεκτατισμού, ήθελε να χρησιμοποιήσει την Κύπρο ως στρατιωτική βάση για τη διασφάλιση του δρόμου προς τις Ινδίες. Η στρατηγική σπουδαιότητα του νησιού είχε αυξηθεί, μετά την διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ και απέκτησε χαρακτήρα περιοχής «κλειδιού», τον οποίο έχασε λόγω της κατοχής της Αιγύπτου από την Αγγλία. Όμως οι Βρετανοί αποικιοκράτες εξακολούθησαν, επί δεκαετίες να μεταχειρίζονται τη μεγαλόνησο ως περιοχή υψηλής στρατηγικής σημασίας.
Η υπογραφή της αγγλοτουρκικής συνθήκης προκάλεσε διεθνή αντίκτυπο, που όμως δεν επέφερε καταστροφή στις σχέσεις των δυνάμεων, γιατί οι Βρετανοί χειρίστηκαν με υποδειγματικό τρόπο τα αντικρουόμενα συμφέροντα των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Στη Γαλλία, παρόλη την αρνητική απήχηση που προκάλεσε το γεγονός στη κοινή γνώμη, η κυβέρνηση αφού έλαβε κάποιες, άνευ ιδιαίτερης σημασίας, διαβεβαιώσεις από το αγγλικό υπουργείο εξωτερικών για την διασφάλιση των «πατροπαράδοτων προνομίων» της στο χώρο της Εγγύς Ανατολής, υποχώρησε και συγκατένευσε. Αντίθετα, στην Ιταλία το γεγονός προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια και γενική κατακραυγή. Στις υπόλοιπες περιοχές, όπως η Γερμανία και ελληνικό βασίλειο το κλίμα της συνθήκης κυμάνθηκε από ουδέτερο σε θετικό, εκτός από την αναμφισβήτητα διπλωματικά ηττημένης Ρωσίας. Η πολιτική του Λονδίνου προς την Κύπρο από το 1878, όπου την πήρε από την εξουσία της έως και το 1914 λίγο καιρό πριν να ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στηριζόταν κατά κανόνα στη θεωρία, πως η Αγγλία ήταν υποχρεωμένη να σεβαστεί τη σύμβαση με την Κωνσταντινούπολη.
Εν κατακλείδι, με την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου η Αγγλία στις 5 Νοεμβρίου 1914, εξαιτίας της εισόδου των Οθωμανών στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, ήρε την οθωμανική κυριαρχία στην Κύπρο και έτσι το 1914 προσάρτησε μονομερώς την μεγαλόνησο, κι ένα χρόνο αργότερα την προσέφερε στην Ελλάδα σε περίπτωση εισόδου της στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Holland, Robert (1999), Η Βρετανία και ο Κυπριακός αγώνας, 1954 – 1959, Αθήνα: Εκδ. Ποταμός
- Μιχαήλ, Ν. Μιχάλης (2016), Οι εξεγέρσεις ως πεδίο διαπραγμάτευσης της εξουσίας, Οθωμανική Κύπρος, 1804 – 1841, Αθήνα: Εκδ. Αλεξάνδρεια
- Τζερμιάς, Ν. Παύλος (1991), Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αθήνα: Εκδ. LIBRO
- Παπαγεωργίου, Π. Στέφανος (1996), Η Πρώτη περίοδος της «Αγγλοκρατίας» στην Κύπρο [1878–1914], Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση