Της Κατερίνας Σφυράκη,
Πόσες φόρες έχουμε, άραγε, νιώσει παγιδευμένοι σε καταστάσεις, αιχμάλωτοι κι ανήμποροι να ξεφύγουμε από συνθήκες που περιορίζουν την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή μας; Και ποιος άραγε στήνει τις παγίδες; Μήπως καταλήγουμε από μόνοι μας εγκλωβισμένοι στις στενές φυλακές του μυαλού και της ψυχής μας; Το νέο βιβλίο της Μαρίας Καμονάχου Η Παγίδα και άλλα διηγήματα έρχεται όχι για να απαντήσει στα ερωτήματα των αναγνωστών και αναγνωστριών του, αλλά για να προσθέσει παραπάνω ερωτηματικά, να προβληματίσει και να αφυπνίσει.
Η Μαρία Καμονάχου γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1959, ζει στο νησί και έχει μία κόρη. Μετά από τις νομικές σπουδές της στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έγινε διδάκτορας Ιστορίας. Εργάστηκε ως αρχειονόμος στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Κέρκυρα) για περίπου τριάντα έτη, ενώ εκτός από τα διάφορα άρθρα και τις ιστορικές μελέτες της, έχει εκδώσει άλλες τέσσερις συλλογές διηγημάτων.
Το βιβλίο της Η Παγίδα και άλλα διηγήματα κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 2021, από τις Εκδόσεις Σοκόλη και αποτελεί μια σειρά είκοσι σύντομων ιστοριών. Καθεμία από τις ιστορίες περιλαμβάνει σκηνικά από τη ρεαλιστική σύγχρονη πραγματικότητα, δοσμένα με έναν τρόπο γραφής που δεν περιγράφει απλώς την καθημερινή ρουτίνα, αλλά νοηματοδοτεί όλες αυτές τις πρακτικές μέσα από τα μάτια της συγγραφέως. Η Μαρία Καμονάχου, με την περίπλοκη σκέψη της και την πολυσύνθετη οπτική της απέναντι στα πράγματα, δίνει μια νέα ματιά σε περιστατικά που φαντάζουν, κατά κύριο λόγο, ως συνήθη γεγονότα της καθημερινότητας.
Η σύντομη περίληψη του βιβλίου στο οπισθόφυλλό του, δε βρίσκεται εκεί για να αποσαφηνίσει τα νοήματα του βιβλίου ή για να δώσει μια κλεφτή ματιά στα περιεχόμενά του, αλλά για να διεγείρει την περιέργεια και τη φαντασία των μελλοντικών αναγνωστών και αναγνωστριών. Προϊδεάζει για την αινιγματική γραφή και την ενδιαφέρουσα πλοκή που πρόκειται να συναντήσουν σε ιστορίες που εκτυλίσσονται στην Αθήνα και στην Κέρκυρα, την «πόλη μας», όπως συχνά την αναφέρει, και εξαιτίας της οποίας χρησιμοποιεί και διάφορα στοιχεία από την κερκυραϊκή ντοπιολαλιά.
Προφανώς, η θεματική και η εξέλιξη καθεμιάς από τις είκοσι σύντομες ιστορίες είναι αδύνατον να παρουσιαστεί σε ένα άρθρο, αλλά ακόμη κι αν μια τέτοια προσέγγιση καθίστατο εφικτή, θα ήταν πράγματι ανούσια. Οι ιστορίες οφείλουν να διαβαστούν από κάθε αναγνώστη και αναγνώστρια ξεχωριστά, διότι η κατασκευή των νοημάτων τους είναι μια υπόθεση υποκειμενική και εναπόκειται στην προσωπική εννοιολόγηση του καθενός. Για τον λόγο αυτόν, θα σταθώ στην ανάλυση τριών μονάχα διηγημάτων που παρουσιάζουν, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Το διήγημα «Μια ματιά από το παράθυρο» αποτελεί μια κλασική περιγραφή οικογενειακών ιστοριών και δεσμών σε ένα χωριό της Κέρκυρας (Περαχώρι, όπως το αναφέρει, το οποίο δεν είναι το πραγματικό όνομα του χωριού), όπου η αφηγήτρια μιλά για τη νονά και τη θεία της νονάς της. Οι περιγραφές των προσώπων και των χαρακτηριστικών τους —τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές— είναι απλές και δεν ξεφεύγουν πολύ από τις περιγραφές που θα επιχειρούσαν οι περισσότεροι για να αποδώσουν τη νοσταλγία που συνδέεται με το χωριό, τους συγγενείς και τις γλυκές αναμνήσεις των παιδικών χρόνων. Αυτό που έρχεται να προσδώσει το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση, είναι το πώς η αφηγήτρια ξεχωρίζει τους «θηλυκούς» ήχους που προέρχονται έξω από το παράθυρο. Δεν πρόκειται μονάχα για την αναγνώριση γυναικείων φωνών, αλλά για τα ευρύτερο κλίμα που η αφηγήτρια συνδέει με τη θηλυκότητα, κατασκευάζοντας την ταυτότητα της γυναίκας. Της γυναίκας της πόλης ως την «αλέγρα κυρά» που ενοχλεί τους τουρίστες κι έχει άποψη για τα ζητήματα κάθε λογής. Την ταυτότητα αυτή διαπιστώνει η αφηγήτρια πως έχει συνδέσει και διασταυρώσει περίτεχνα με την ταυτότητα ενός αρρενωπού χωρικού, συζύγου της θείας Διαμαντίνας, προκειμένου να δημιουργήσει τη δική της οικογενειακή ιστορία.
«Οι ονειρευάμενες» αποτελούν ένα εκ των συγκινητικότερων διηγημάτων του βιβλίου. Η νοσταλγία που αναδύεται στο προηγούμενο διήγημα συναντάται εδώ σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και μαζί της προστίθεται η μελαγχολία και η απέλπιδα προσπάθεια μιας μάνας να ανακτήσει τη θετική σκέψη για το παιδί της που έχει καθηλωθεί σε αναπηρικό αμαξίδιο. Η Χρύσα είναι η μάνα του νεαρού Δημήτρη, ο οποίος έμεινε παράλυτος μετά από ατύχημα με τη μηχανή και προσπαθεί να περπατήσει ξανά μέσα από συνεχείς θεραπείες σε κέντρα αποκατάστασης. Η Χρύσα μοιράζεται την ανησυχία και τους προβληματισμούς της με την παιδική της φίλη, την Άννα, στην οποία προσπαθεί να αφηγηθεί τα όνειρα που βλέπει και να βρει μέσα από αυτά μια θετική ερμηνεία για να παρηγορηθεί και να συνεχίσει να πιστεύει πως ο γιος της θα αναρρώσει. Πρόκειται για ένα διήγημα που εστιάζει στην αυθυποβολή, στην ελπίδα, στη διηνεκή αγωνία μιας μάνας για την υγεία του παιδιού της και στη σημασία της φιλίας και της στήριξης που λειτουργεί ως ο αρωγός για «να σταθεί κανείς ξανά στα πόδια του» —κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Το τελευταίο διήγημα είναι η ίδια «Η Παγίδα» που δε θα μπορούσε να εκλείπει από τη σύντομη αυτή ανάλυση. «Η Παγίδα» είναι το διήγημα με τα περισσότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία και, ταυτόχρονα, η ιστορία με μια γραφή όχι απλώς αινιγματική, αλλά γοητευτικά μυστηριώδη. Η αφηγήτρια παρουσιάζει τρεις περιπτώσεις κατά τις οποίες ήρθε σε επαφή με τον πίνακα του βιβλικού κεφαλιού του Ολοφέρνη και της Ιουδήθ. Η πρώτη, εκτυλίσσεται στο σπίτι μιας χήρας γυναίκας στο χωριό της συγγραφέως στην Κέρκυρα, όπου η ίδια σε πολλή νεαρή ηλικία σαστίζει με το θέαμα, της προκαλείται απορία, αλλά και φόβος για το αποκεφαλισμένο κεφάλι σε μια εικόνα τόσο άγρια στα παιδικά της μάτια. Οκτώ χρόνια αργότερα, λίγο πριν η συγγραφέας ξεκινήσει την πανεπιστημιακή και φοιτητική της ζωή, επισκέπτεται μαζί με ένα φιλικό ζευγάρι μια έπαυλη και αντικρίζει ξανά τον πίνακα με την αποκομμένη κεφαλή του Ολοφέρνη και τη σκηνή αυτή που της έχει προκαλέσει τρομερή εντύπωση διαδέχεται ένα φιλί, κάπως φιλικό και συνάμα ερωτικό, από τον οικοδεσπότη.
Δέκα χρόνια μετά από την πρώτη φορά που η συγγραφέας ήρθε σε επαφή με τον πίνακα αυτόν, εργαζόμενη πια στα γραφεία του Ιστορικού Αρχείου, καλείται να καταγράψει ονόματα ανθρώπων που κατά το 1820-1822 αγόραζαν τυχερούς λαχνούς. Καταγράφει, λοιπόν, τους αγοραστές λαχείων για τον πίνακα «Giuditta e Oloferne» και ο πανικός την κατακλύζει ξανά. Είναι η τρίτη φορά που συναντά τα πρόσωπα αυτά και δεν μπορεί, κατά τη γνώμη της, να μην τρομάξει ή να μην απορήσει για το αν όλα αυτά τα σκηνικά είναι πράγματι τυχαία ή προδιαγράφουν κάτι. Το διήγημα, και ταυτόχρονα το βιβλίο, κλείνει με τη συζήτηση που πραγματοποιεί με έναν συνάδελφό της, ο οποίος προσπαθεί να τιθασεύσει τις ανήσυχες σκέψεις της, λέγοντάς της ότι μεγαλοποιεί απλώς τις καταστάσεις τις οποίες βιώνει. Η αντίδραση της συγγραφέως δεν περιγράφεται, παρά μόνο η ερώτηση που θέτει στον ειδικό συνάδελφο για να επιβεβαιώσει ότι κατανόησε τα λεγόμενά του. Αβίαστα, ωστόσο, αντιλαμβανόμαστε ότι η αφοπλιστική του ετοιμότητα να απαντήσει και να προσπαθήσει να ματαιώσει την περιέργεια και την ανησυχία της, μάλλον την «προσγειώνει» απότομα και την απογοητεύει.
Το τέλος του διηγήματος αποτελεί για τους αναγνώστες το σημείο, κατά το οποίο γίνεται για μία ακόμη φορά ορατή η ανάγκη της αφηγήτριας να «γαντζωθεί» από τις λέξεις και από τις καταστάσεις. Η μαγεία του μυστηρίου σε καθημερινές καταστάσεις, άλλοτε δυσκολότερες κι άλλοτε πιο συνηθισμένες, δε συναντάται στα περιστατικά αυτά καθαυτά, αλλά στα βαθύτερα νοήματα που η συγγραφέας προσδίδει σε αυτά. Αν αναζητάτε κάτι για να σας προβληματίσει και να θρέψει το ανήσυχο αναγνωστικό και όχι μόνο πνεύμα σας, η Μαρία Καμονάχου και το διήγημά της, σας περιμένουν για να σας «παγιδεύσουν» στα νερά της εξερεύνησης του απροσδόκητου και των παιχνιδιών του μυαλού.