Του Μάριου Δόγκα,
Ο Νίκος Καζαντζάκης αποτελεί τον πιο πολυμεταφρασμένο Έλληνα πεζογράφο —κι όχι άδικα. Το πολυδιάστατο έργο του έχει ταξιδέψει σε όλη την υφήλιο κι όπως κάθε σπουδαίο δημιούργημα, έχει αποκτήσει ένθερμους υποστηρικτές, αλλά και πολέμιους. Φυσικά, ο Καζαντζάκης έχει γίνει γνωστός στους περισσότερους μέσω των επτά μυθιστορημάτων της ωριμότητάς του, πολλά από τα οποία μεταφέρθηκαν και στη μεγάλη οθόνη. Ωστόσο, λιγότεροι είναι εκείνοι, που στέκονται στο έργο που οικοδομεί το προσωπικό του βιοθεώρημα, το οποίο δεν είναι άλλο από την Ασκητική.
Ο Νίκος Καζαντζάκης ξεκινά τη συγγραφή του έργου του, Ασκητική, το 1922 στη Βιέννη και αυτή ολοκληρώνεται το 1923 στο Βερολίνο, όπου βρισκόταν ο συγγραφέας. Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1927 στο περιοδικό Αναγέννηση, που διηύθυνε ο Δ. Γληνός, με τον τίτλο “Salvatores Dei” (μτφρ: Σωτήρες του Θεού) και τον υπότιτλο «Ασκητική». Το κείμενο θα πάρει την τελική μορφή του στην τρίτη έκδοση το 1945, την οποία επιμελήθηκε ο φίλος του συγγραφέα, Παντελής Πρεβελάκης.
Η Ασκητική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα στοχαστικό φιλοσοφικό δοκίμιο, στο οποίο παρουσιάζεται η κοσμοθεωρία του Καζαντζάκη και εκφράζεται το «μετακομμουνιστικό» του, όπως δηλώνει ο ίδιος, «πιστεύω». Ωστόσο, θεωρώ πως αυτή η προσέγγιση είναι ελλιπής, καθώς παραλείπεται η ποιητική διάσταση της Ασκητικής, που προσδίδει στο έργο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Επομένως, θα χαρακτήριζα την Ασκητική ως την ποιητική φιλοσοφική πραγματεία του Νίκου Καζαντζάκη. Ο ποιητικός χαρακτήρας του έργου γίνεται εμφανής από το γεγονός ότι είναι γραμμένο σε στίχο-εδάφιο (verset), δηλαδή, σε στίχο που δεν εξαντλείται σε μία σειρά, αλλά καταλαμβάνει μια παράγραφο μικρής έκτασης. Όταν ο αναγνώστης ακολουθήσει μια ροή και δεν περιοριστεί σε έναν μόνο στίχο, γίνεται αισθητή η ρυθμικότητα του κειμένου, που προκύπτει από την αναγκαία αναγνωστική παύση ανάμεσα σε κάθε στίχο-παράγραφο. Αυτή η μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί για κείμενα κηρυγματικού ύφους, με μυστικιστικό και οραματικό τόνο, (λ.χ. Αποκάλυψη του Ιωάννη), όπως είναι η Ασκητική. Σε συνδυασμό με τη λυρικότητα του κειμένου, τα έντονα συναισθήματα που πηγάζουν από τις γλωσσικές επιλογές και την ποιητικότητα των εικόνων, αναδεικνύουν την ποιητική διάσταση του έργου.
Η Ασκητική δεν παρουσιάζει μία δομημένη πλοκή, καθώς αποτελείται από μια σειρά ποιητικά δοσμένων σκέψεων και στοχασμών. Το κείμενο χωρίζεται σε έξι κεφάλαια: Α) Πρόλογος, Β) Η Προετοιμασία, Γ) Η Πορεία, Δ) Το Όραμα, Ε) Η Πράξη και ΣΤ) Η Σιγή. Στον Πρόλογο παρουσιάζεται το αιώνιο ζήτημα της ύπαρξης, η γέννηση, ο θάνατος και το μεταξύ τους διάστημα, δηλαδή η ζωή. Στην Προετοιμασία παρουσιάζονται τα τρία χρέη που έχει ο άνθρωπος, με σκοπό να μετουσιώσει τη θεωρία σε πράξη και την ύλη σε πνεύμα: α) να πειθαρχήσει και να ταιριάξει τις αισθήσεις με τον Νου, β) να κυριαρχήσει η καρδιά και να ενωθούν οι καρδιές των ανθρώπων, γ) να απελευθερωθεί από κάθε ελπίδα και κάθε φόβο. Στην Πορεία ξεκινάει ένας ανήφορος και εμφανίζεται η Κραυγή. Η πορεία γίνεται επαγωγικά, από το πρώτο σκαλοπάτι που είναι το «Εγώ», στη «Ράτσα», στην «Ανθρωπότητα», στη «Γης». Στο Όραμα κυριαρχεί η ανηφορική πορεία και αποκαλύπτεται το χρέος και ο στόχος, που είναι ο Αγώνας. Στην Πράξη αναλύεται η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, με τον άνθρωπο και τη φύση. Τέλος, στη Σιγή κορυφώνεται η «άσκηση» και ολοκληρώνεται ο ηρωικός μηδενισμός του συγγραφέα.
Αναφορικά με τη μορφή του κειμένου, όπως παρουσιάστηκε και προηγουμένως, πρόκειται για μια ποιητική φιλοσοφική πραγματεία γραμμένη σε στίχο-εδάφιο. Το ύφος του κειμένου, εξαιτίας και της δοκιμιακής-φιλοσοφικής φύσης του, είναι υποβλητικό, ζωντανό και ιδιαίτερα στοχαστικό, διατηρώντας, όμως, μια ποιητική απλότητα που, σε συνδυασμό με τη γλωσσική ευφράδεια του συγγραφέα, επιτρέπει στις ιδέες του να εκφράζονται με καθαρότητα και σαφήνεια. Η χρήση παρατακτικής σύνδεσης και σύντομων κοφτών προτάσεων κάνει το ύφος συμπαγές, διευκολύνοντας την αλληλουχία των στοχασμών και συμβάλλοντας στη ρυθμικότητα του έργου. Η γλώσσα της Ασκητικής διακατέχεται, επίσης, από μια ποιητική απλότητα με έντονα λυρικά στοιχεία. Πρόκειται για μια πλούσια δημοτική, με χωρία ηρωικού δημοτικισμού (λ.χ. «δίνουμαι», «ξακλούθα») από την οποία, όμως, δε λείπουν και οι νεόπλαστες λέξεις (λ.χ. «βαθιογάλαζα»), που αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα του Καζαντζάκη, αλλά ούτε και λέξεις εξεζητημένου τόνου (λ.χ. «ολομεμιάς»). Συμπερασματικά, προκύπτει πως η γλωσσική δεινότητα του Καζαντζάκη αναδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο μέσα στην Ασκητική, χωρίς όμως τις γλωσσικές και εκφραστικές υπερβολές που εντοπίζονται στην Οδύσσεια.
Η Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη ασκεί —ιδεολογικά— ιδιαίτερη γοητεία. Το βιοθεώρημα του ηρωικού μηδενισμού, που οικοδομείται σταδιακά σε όλο το έργο και κορυφώνεται στο τέλος του, η θέση, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος οφείλει να παλέψει με όλες του τις δυνάμεις για να δώσει το μεγάλο έργο, δίχως να περιμένει καμία μεταφυσική ανταμοιβή, καθώς μόνο έτσι μπορεί να δικαιωθεί η ύπαρξή του, θεωρώ πως μπορεί να λειτουργήσει ως μανιφέστο στον σύγχρονο κόσμο. Η εκδίωξη κάθε ελπίδας και κάθε φόβου, σηματοδοτεί την πραγματική ελευθερία, καθώς μόνο έτσι ο άνθρωπος μπορεί να αφοσιωθεί στον ανηφορικό δρόμο, παρουσιάζοντας το μεγάλο έργο. Παράλληλα, η έννοια του χρέους και της ευθύνης που αναδεικνύεται, οφείλει να αποτελέσει γνώμονα για τη δράση όλων μας, σε κάθε είδους ζήτημα. Ακόμη και από την πολιτική σκοπιά, η υπέρβαση της ατομικότητας και η επαγωγική πορεία από το «Εγώ» στη «Γης» έχει πολλά να πει σε μια εποχή, όπου η ατομικότητα φαίνεται να κυριαρχεί. Τέλος, από τη θεολογική σκοπιά, αυτή η συνεχής ανάβαση του ανθρώπου προς τον Θεό, η άσκησή του σε όλη την πορεία, η ένωση μαζί του και, εν τέλει, ο μηδενισμός, θεωρώ πως δεν πρέπει να εκληφθεί με απελπισία και απογοήτευση, αλλά ως κινητήρια δύναμη για κάθε άνθρωπο να εκριζώσει από μέσα του κάθε φόβο και ελπίδα και με τη δύναμη της ανθρωπινότητάς του να χαράξει τον δικό του προσωπικό δρόμο.
Ολοκληρώνοντας, η αισθητική λειτουργία του κειμένου θεωρώ πως κυμαίνεται στα ίδια πλαίσια, καθώς η ρυθμικότητά του αλαφραίνει τη βαρύτητα των φιλοσοφικών στοχασμών, και αυτοί με τη σειρά τους, όμως, παρασύρουν τον αναγνώστη σε ένα διανοητικό ταξίδι. Ο συνταιριασμός ποιητικότητας και φιλοσοφικής αναζήτησης θεωρώ πως έχει λειτουργήσει με ιδανικό τρόπο και έτσι, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, καθιστά την Ασκητική ένα έργο-ορόσημο και, πιθανότατα, το κορυφαίο του Νίκου Καζαντζάκη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Καζαντζάκης Νίκος, Ασκητική, ΕΘΝΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2014
-
Κόκορης Δημήτρης, Ο Καζαντζάκης ως ποιητής, ΠΕΔΙΟ, Αθήνα 2020