9.3 C
Athens
Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΠαναγία Σουμελά: Η Παναγία των Ελλήνων του Πόντου

Παναγία Σουμελά: Η Παναγία των Ελλήνων του Πόντου


Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,

Στα αγέρωχα ψηλά βουνά του Πόντου και, πιο συγκεκριμένα, στον νομό της Τραπεζούντας και το όρος Μελά, δεσπόζει μια από τις παλαιότερες και ιστορικότερες Μονές της Μικράς Ασίας και του Ελληνισμού εν γένει, αυτή της Παναγίας Σουμελά. Το προσωνύμιο «Σουμελά» προέκυψε από το όρος Μελά, καθώς στην ποντιακή διάλεκτο όταν ανέφεραν πως θα πάνε στη συγκεκριμένη Μονή έλεγαν «στην Παναγίου ‘σ ‘ου Μελά», δηλαδή «εις του Μελά». Η περιοχή αυτή στολίζεται με πλούσια βλάστηση και πυκνά δάση, με πλήθος δέντρων όπως πεύκα, καρυδιές, έλατα κ.α., ενώ δεν λείπει και το υγρό στοιχείο, που τρέχει από τις πλαγιές των βουνών και με τον ποταμό Πυξίτη να βρίσκεται σε κοντινή απόσταση, με τα νερά του να δίνουν ζωή στο υπέροχο αυτό τοπίο. Μάλιστα, ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, επισκεπτόμενος τον τόπο αυτό, είπε χαρακτηριστικά «ουδαμού της Ευρώπης είδον τοιαύτα δάση».

Σε αυτόν τον ονειρεμένο χώρο ανεγέρθηκε μετά τα μέσα του 4ου αιώνα, πιθανότατα το 386, η ομώνυμη Μονή από τους ιερομόναχους (μετέπειτα Όσιους) Βαρνάβα και Σωφρόνιο, με καταγωγή από την Αθήνα. Τα γεγονότα πίσω από την ίδρυση της Μονής φανερώνουν μια θεία επέμβαση. Πιο συγκεκριμένα, οι δύο ιερομόναχοι έφτασαν στο όρος Μελά μέσω ενός οράματος, με την αποκάλυψη της Παναγίας, η οποία τους παρότρυνε να κατευθυνθούν εκεί, για την εύρεση μια εικόνας της, που, κατά τον μύθο, ήταν μια από τις τρεις που φτιάχτηκαν από τα χέρια του Ευαγγελιστή Λουκά. Η εικόνα αυτή, μετά από τον θάνατο του Ευαγγελιστή, τοποθετήθηκε αρχικά σε έναν ναό στην Αθήνα, αφιερωμένο στη χάρη της, αλλά, όταν ήρθε η ώρα, η εικόνα, με τη βοήθεια δύο αγγέλων, πέταξε για το όρος Μελά, όπου έπρεπε να την ακολουθήσουν οι ιερομόναχοι.

Η ιστορική εικόνα της Παναγίας. Πηγή εικόνας: panagiasoumela.gr

Έτσι, η παράδοση θέλει τους δύο πιστούς να φτάνουν στην Τραπεζούντα και να βρίσκουν την εικόνα σε μια σπηλιά του όρους. Με τον τρόπο αυτόν ξεκίνησαν να οικοδομούνται στο μέρος αυτό διάφοροι ναοί, με τον πρώτο να είναι αφιερωμένος στον αρχάγγελο Μιχαήλ, ενώ ο ναός που θα φιλοξενούσε τη Μονή της Παναγίας χτίστηκε μέσα στο σπήλαιο, όπου βρέθηκε η σεπτή εικόνα. Όταν οι ιδρυτές της, Βαρνάβας και Σωφρόνιος, έφυγαν από τη ζωή το 412 (την ίδια μέρα κατά την παράδοση), ανέφεραν στη διαθήκη τους τον τρόπο ζωής που θα έπρεπε να ακολουθούν οι μοναχοί. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τούς κατέταξε στη χωρία των Οσίων, για όλη τους την προσφορά.

Γρήγορα η Μονή απέκτησε μεγάλη φήμη και σεβασμό, με τους επισκέπτες της να έρχονται από όλη τη Μικρά Ασία και τα άλλα μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ακόμη και από τη μακρινή Ρωσία, ενώ αργότερα με την εμφάνιση του Ισλάμ, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μουσουλμάνων που κατέφθαναν εκεί. Δυστυχώς, όμως, δεν έλειπαν και οι καταστροφές από επιδρομές και λεηλασίες. Για τον λόγο αυτό, ο Όσιος Χριστόφορος προέβη στην ανακαίνισή της στα μέσα του 7ου αιώνα, για να διαφυλάξει την ιερά Μονή, όπως λέγεται, ύστερα από προτροπή της Παναγίας.

Με το πέρασμα των αιώνων και τη δημιουργία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας από τους αποκαλούμενους Μεγάλους Κομνηνούς το 1204, έπειτα από την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Σταυροφόρων, αρχίζει μια νέα πορεία. Η μεγάλη ευσέβεια των αυτοκρατόρων δεν περιορίστηκε μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά το έδειξαν και εμπράκτως μέσα από τις πλούσιες δωρεές που έκαναν και από τα ειδικά προνόμια που τής παραχωρούσαν.

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Γ΄ ο Μεγάλος Κομνηνός (1364-1417), μικρογραφία του Grigorii Grigorevich Gagarin (περ.1810-1893). Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Ένας, ωστόσο, αυτοκράτορας φημίζεται για τη γενναιοδωρία του απέναντι στη Παναγία Σουμελά και αυτός ήταν ο Αλέξιος Γ΄ Μεγαλοκομνηνός (1349-1390). Θεωρούσε την Παναγία σωτήρα του, έπειτα από τη διάσωσή του από ένα θαλάσσιο ταξίδι του από την Κωνσταντινούπολη προς την ιδιαίτερη πατρίδα του. Έκτοτε, επισκεπτόταν τη Μονή αρκετά συχνά και αποφάσισε βελτιώσει την άμυνά της μέσα από τείχη και πύργους. Επίσης, μερίμνησε για την ανακαίνιση διάφορων ναών, ενώ εξέδωσε και ένα χρυσόβουλο, το 1364, στο οποίο επικυρώνονταν όλα τα προνόμια που είχαν δοθεί από τους προπάτορές του, μαζί με τις δικές του δωρεές. Ο γιος του Αλεξίου, Μανουήλ Γ΄ (1390-1417), εκτός από τις οικονομικές παραχωρήσεις, προσέφερε ως κειμήλιο, ένα μεγάλο τμήμα του Τιμίου Ξύλου, εντός κιβωτίου.

Ωστόσο, αφότου η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας κατακτήθηκε το 1461 από τους Οθωμανούς Τούρκους, οι σουλτάνοι σεβάστηκαν τον χώρο. Αυτό, ενδεχομένως, να συνέβη ύστερα από ένα περιστατικό στον διάδοχο του θρόνου Σελίμ Α΄, που κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού είδε τη Μονή και διέταξε να την καταστρέψουν. Τότε, λέγεται, πως υπέστη ξαφνική παράλυση, εξαιτίας της ασέβειας που επέδειξε. Η γιατρειά του ήρθε, κατά την παράδοση, από τον αγιασμό που του δώσανε οι μοναχοί. Το γεγονός αυτό, εάν ισχύει πραγματικά, άλλαξε την οπτική του Σελίμ, με αποτέλεσμα την έκδοση ενός Χάτι-Σερίφ, το 1512, όταν έγινε σουλτάνος, διασφαλίζοντας τα προνόμια της Μονής, καταθέτοντας παράλληλα πέντε λαμπάδες. Θετική στάση είχαν και πολλοί μετέπειτα σουλτάνοι, με την παραχώρηση φιρμανιών.

Η επόμενη σημαντική φάση της Μονής τοποθετείται στο β΄ μισό του 19ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα στα 1860, όταν ξεκίνησε η κατασκευή του γνωστού τετραώροφου κτιρίου, πάνω στον γκρεμό. Πέραν αυτού του νέου κτιρίου, το μοναστήρι διέθετε εννέα παρεκκλήσια και μια πλούσια βιβλιοθήκη, από την οποία δυστυχώς δε σώζονται πολλά λόγω των καταστροφών και των λεηλασιών, ειδικά μετά από τον ξεριζωμό του 1922-23. Την ίδια τύχη είχαν και οι ναοί μαζί με τις τοιχογραφίες που υπήρχαν στον βράχο.

Τοιχογραφίες της Μονής. Πηγή εικόνας: kathimerini.gr

Από όσα κατόρθωσαν να σωθούν, τρία ξεχωρίζουν για τη σπουδαιότητά τους. Η εικόνα της Παναγίας που φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και φανερώθηκε στους Οσίους Βαρνάβα και Σωφρόνιο, το κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο που προσέφερε ο Μεγαλοκομνηνός Μανουήλ Γ΄ και το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου. Αυτά μπόρεσαν να διαφυλαχθούν, διότι οι μοναχοί τα έθαψαν, καθώς τους είχε απαγορευθεί να πάρουν μαζί τους οτιδήποτε από εκεί.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1931, κατά την επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού, Ισμέτ Ινονού, στην Ελλάδα, ετέθη, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το ζήτημα της παράδοσης αυτών των κειμηλίων στη χώρα μας. Ο Τούρκος ομόλογός του συμφώνησε και τον Οκτώβριο εστάλη στην Παναγία Σουμελά ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος, για να τα βρει και να τα παραδώσει προσωρινά στο Βυζαντινό Μουσείο. Η σχέση των Ελλήνων του Πόντου με την Παναγία τους ήταν τόσο μεγάλη, που και στη νέα τους πατρίδα που έφτασαν φρόντισαν να οικοδομήσουν έναν καινούργιο ναό αφιερωμένο στη χάρη της, στην περιοχή της Βέροιας. Για τον σκοπό αυτό ο Πόντιος Φίλων Κτενίδης ανέλαβε να βρει τους απαραίτητους πόρους, το 1950. Η ολοκλήρωση του ναού έγινε το 1952 και εκεί μεταφέρθηκε η εικόνα κειμήλιο από το Βυζαντινό Μουσείο, ενώ και τα άλλα δύο ιστορικά αντικείμενα που είδαμε στάλθηκαν το 1993.

Είδαμε, λοιπόν, εν συντομία την ιστορία μιας εκ των σημαντικότερων Μονών του ελληνισμού, που αποτελεί σημείο σταθμό για τους Έλληνες Πόντιους. Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρουμε πως στις 15 Αυγούστου 2010 τελέστηκε εκεί Θεία Λειτουργία, ύστερα από 88 χρόνια.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό έργο (2003), Ο Πόντος των Ελλήνων, Αθήνα: Εκδ. Έφεσος
  • Συλλογικό Έργο (2013), Ο Βυζαντινός Πόντος, Αθήνα: Εκδ. Επιτροπή Ποντιακών Μελετών
  • Κυριακίδης Επ. (1898), Ιστορία της παρά την Τραπεζούντα Ιεράς Βασιλικής Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Σουμελά, Αθήνα: Εκδ. Κυριακίδης Επαμεινώνδας

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Σαλπιγγίδης, Σύμβουλος Διοίκησης
Γιώργος Σαλπιγγίδης, Σύμβουλος Διοίκησης
Γεννημένος στην Αθήνα το 1999. Φοιτητής του Τμήματος Ιστορία, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών, της Καλαμάτας. Λάτρης της Βυζαντινής και Νεότερης Ιστορίας, του αρχαίου θεάτρου, του βιβλίου και της μαγειρικής.