Της Νίκης Καραχάλιου,
Ο Γερμανός ιστορικός Ulrich Wilcken την παραλληλίζει με τον γερμανικό-ρουμάνικο Μεσαίωνα, την ίδια στιγμή που μεταγενέστεροι ιστορικοί βρίσκουν, θα λέγαμε, κάπως υπερβολικούς και πέραν της πραγματικότητας τέτοιους χαρακτηρισμούς. Η αλήθεια είναι ότι οι «σκοτεινοί» χρόνοι ή οι «σκοτεινοί» αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας είναι πράγματι μία περίοδος, της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, που δυσκολεύει ιστορικούς και αρχαιολόγους. Κι αυτό, γιατί εκείνο που τη χαρακτηρίζει είναι η παντελής απουσία, εξαιρούνται τα ομηρικά έπη, γραπτών κειμένων, αποκτώντας δίκαια, κατά πολλούς, τον τίτλο της «σκοτεινής». Ακόμα και ο ακριβής χρονικός της προσδιορισμός φαίνεται να είναι κάτι που μάς δυσκολεύει. Κάποιοι ερευνητές τοποθετούν την εκκίνησή της ανάμεσα στον 12ο αι. π.Χ. και τον 8ο αι. π.Χ., λίγο πριν το οριστικό τέλος του μυκηναϊκού κόσμου, ενώ άλλοι, των οποίων η άποψη είναι και η επικρατέστερη, υποστηρίζουν πως η ουσιαστική έναρξη των «σκοτεινών» χρόνων βρίσκεται στον 11ο αι. π.Χ., μετά το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου, και λήγει γύρω στο 776 π.Χ., τη χρονιά των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων. Οι απόψεις πιθανότατα διίστανται, εξαιτίας του γεγονότος ότι η «ένδεια» στα γραπτά κείμενα επήλθε σταδιακά στον ελλαδικό χώρο, ωστόσο, όλοι οι ιστορικοί συνδέουν την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού με τα «σκοτεινά» χρόνια.
Βέβαια, δικαιολογημένα αρκετοί θα αναρωτηθούν πως είναι δυνατόν στον χώρο όπου «γεννήθηκε» η Γραμμική γραφή Α’ και η Γραμμική γραφή Β’, επιγραφές της οποίας έχουν βρεθεί στην κεντρική και ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη, ξαφνικά να απουσιάζουν τα γραπτά κείμενα;
Όπως προαναφέρθηκε, η έναρξη των σκοτεινών χρόνων εντοπίζεται την ίδια περίοδο με την παρακμή μεγάλων αστικών κέντρων και των μυκηναϊκών πόλεων. Ίσως λοιπόν, η παρακμή αυτή να συνδέεται, επομένως, με εσωτερικές αναταραχές. Έχουν ήδη προηγηθεί αναταράξεις στη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή, με τις άλλοτε κραταιές περιοχές να έχουν καταρρεύσει, π.χ. Αίγυπτος -τα μυκηναϊκά βασίλεια είχαν εμπορικές σχέσεις με αυτές-, το ότι, όμως, ο ελληνικός κόσμος βρίσκεται σε σύγχυση διαφαίνεται ποικιλοτρόπως: οι Μυκήνες, η Αθήνα, η Τίρυνθα και ο Γλας οχυρώνονται, ενώ ενδέχεται να είχε ανυψωθεί ένα τείχος στον Ισθμό της Κορίνθου. Ο λόγος; Η εμφάνιση ενός νέου ελληνικού φύλου, το οποίο πολύ γρήγορα θα κατακτήσει την κεντρική Ελλάδα, τα Κύθηρα, τη Μήλο, τη Θήρα, τη Ρόδο, την Κω και τέλος την Κρήτη, δίνοντας τη χαριστική βολή στον μυκηναϊκό κόσμο, που βρίσκονταν ήδη στη δύση του από τον 13ο αι. π.Χ. Οι Δωριείς, ένα από τα τέσσερα φύλα που διαμόρφωσαν το ελληνικό έθνος, έχοντας σημαντική αριθμητική υπεροχή, και κανένα ίχνος πολιτισμού, χρησιμοποιώντας σιδερένια όπλα -οι Μυκηναίοι είχαν χάλκινα- έγιναν κυρίαρχοι του ελλαδικού χώρου.
Το βασικό ερώτημα, όμως, εξακολουθεί να παραμένει: γιατί χάθηκε ο γραπτός λόγος; Με την επάνοδό τους, οι Δωριείς απαγόρευσαν την προηγούμενη διάλεκτο, επιβάλλοντας τη δική τους, στοιχεία της οποίας εντοπίζονται στην κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Βέβαια, ο ιστορικός V. Desbororough εκφράζει μία καθόλου διαδεδομένη άποψη, που παραμένει αναπόδεικτη, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, κατά την οποία είναι πολύ πιθανό στα πρώιμα «σκοτεινά» χρόνια ελάχιστοι, γηραιότεροι πάντοτε, να γνώριζαν τη Γραμμική Β’, με τον ίδιο να εικάζει πως απλώς με την πάροδο του χρόνου δεν είχαν πρόσβαση στη «γραφική ύλη» της εποχής. Εντούτοις, και το παραπάνω να ισχύει -πράγμα απίθανο- είναι απολύτως βέβαιο ότι οι νέες γενιές, που μεγάλωναν με τη δωρική διάλεκτο, δεν είχαν καμία επαφή με τη γραφή των προγόνων τους. Ουσιαστικά, αργά ή γρήγορα, η Γραμμική γραφή Β’ ήταν «καταδικασμένη» να περάσει στη λήθη.
Το παραπάνω επιβεβαιώνει με απόλυτη σιγουριά και ο ιστορικός J.M. Hall, ο οποίος αναφέρει, με φωτεινή εξαίρεση τον Όμηρο, ότι θα ήταν ακατόρθωτο μέσα στους τέσσερις αιώνες, που κράτησε η «σκοτεινή» περίοδος, να διατηρηθεί η μυκηναϊκή γραφή. Φυσικά, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή διαδραμάτισε και η κατακόρυφη μείωση του πληθυσμού των προγενέστερων κατοίκων: το 1/10 είχε χαθεί μέχρι το 1100 π.Χ., ενώ ένα μεγάλο μέρος των επιζήσαντων φαίνεται να εγκατέλειψε τα αστικά κέντρα και να μετακινήθηκε σε απομακρυσμένα χωριά. Εξάλλου, η πολυπλοκότητα της Γραμμικής Β΄, που ταίριαζε με το επίσης πολύπλοκο γραφειοκρατικό μυκηναϊκό σύστημα, ίσως να μην τους χρησίμευε πια. Οι Δωριείς, λοιπόν, ένα φύλο χωρίς αναπτυγμένο πολιτισμό, πόσω μάλλον ανεπτυγμένη γραφή, κατόρθωσαν να ανανπτύξουν σταδιακά έναν ακμαίο πολιτισμό, ενώ παράλληλα το μυκηναϊκό οικοδόμημα κατέρρεε. Κι ακριβώς αυτή η παρακμή του γραπτού πολιτισμού, αλλά και η δυσκολία στο να μελετήσουμε μια ήδη μπερδεμένη περίοδο, ήταν η βασική αιτία που οι τέσσερις αυτοί αιώνες ονομάστηκαν σκοτεινοί.
Ως εκ τούτου, το μοναδικό εργαλείο που διαθέτουμε για να την εξετάσουμε είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα. Συγκεκριμένα, από ανασκαφές έχουν βρεθεί αρκετά πήλινα αγγεία που χρονολογούνται κατά τα πρώιμα «σκοτεινά» χρόνια, στα οποία, τη στιγμή που είναι εμφανής η επίδραση των Δωριέων (παραλλαγές στο σχήμα, στα χρώματα κ.ά.), εντούτοις παρουσιάζουν αρκετά κοινά στοιχεία με τα μυκηναϊκά βάζα. Βέβαια, σε ό,τι αφορά την ποιότητα της ζωής των Ελλήνων, οι εικόνες που μάς έρχονται από εκείνη την εποχή δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Η μεγάλη μείωση του πληθυσμού, οι μηδενικές εσωτερικές μετακινήσεις και οι τεράστιες απώλειες στο εμπόριο είναι μερικά από εκείνα που την χαρακτηρίζουν. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονταν και το πολιτιστικό επίπεδό τους. Συγκεκριμένα, μετά την εγκατάλειψη της γραφής σειρά είχε και η εντυπωσιακή μυκηναϊκή αρχιτεκτονική (π.χ. οι οχυρωμένες ακροπόλεις, οι ταφικές κατασκευές), με τα κτίσματα να είναι τώρα πολύ πιο απλά, κατασκευασμένα με πρόχειρα υλικά, ενώ τη θέση των θολωτών τάφων -ίσως το σημαντικότερο επίτευγμα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής- πήρε η καύση των νεκρών. Μάλιστα, όλα αυτά οδήγησαν παλαιότερους ιστορικούς να πιστεύουν πως οι «σκοτεινοί» αιώνες, δεν ήταν μόνο σκοτεινοί λόγω της έλλειψης ιστορικών μαρτυριών, αλλά και λόγω της γενικότερης κατάστασης που είχαν εκπέσει οι Έλληνες.
Μπορεί, βέβαια, η Ελλάδα εκείνης της εποχής να μην φημιζόταν για τον πλούτο της και την παραγωγικότητά της, εντούτοις σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν πως ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός μάλλον την αδικεί. Ανάμεσά τους οι James Whitley και Timothy Parvil, που θα προτιμούσαν να ονομάζεται «η πρώιμη εποχή του σιδήρου» αντί «σκοτεινή», που μεταξύ άλλων είναι και εξαιρετικά ασαφής. Ειδικότερα, βάσει των νέων δεδομένων, φαίνεται πως εκείνη την περίοδο υιοθετήθηκε από τους Έλληνες η επεξεργασία του σιδήρου, η οποία πιθανότατα εισήχθη από την Κύπρο και την Εγγύς Ανατολή, για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, αφήνοντας πίσω τους τη χρήση του ορείχαλκου.
Από την άλλη, το 1964 οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στο χωριό Λευκαντί τα ερείπια ενός κτιρίου, το οποίο χρονολογείται τον 10ο αι. π.Χ., και κάτω από το δάπεδό του υπήρχε ένας τάφος με τα αποτεφρωμένα σώματα ενός άνδρα και μίας γυναίκας, ενώ εντοπίστηκε πλήθος αντικειμένων, αγγείων, ανάμεσά τους ένα λινό νεκρικό ένδυμα, στοιχεία που δείχνουν ότι τα ταφικά έθιμα των Ελλήνων δεν εγκαταλείφθηκαν. Γενικότερα, όμως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι τέσσερις αυτοί αιώνες υπήρξαν ο πυλώνας αυτού που ονομάζουμε σήμερα αρχαίο ελληνικό πνεύμα και αρχαία ελληνική ιστορία, αφού κατά τη διάρκειά τους οι Έλληνες απέκτησαν κοινή θρησκεία, κοινή γλώσσα, αντίληψη κοινής καταγωγής και οργανώθηκαν σε πόλεις- κράτη. Σημαντικό είναι ότι στο τέλος της σκοτεινής περιόδου διαμορφώθηκε το ελληνικό αλφάβητο, εμπνευσμένο από το φοινικικό, άρα είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις κατά τους σκοτεινούς χρόνους και οι Έλληνες εξαπλώθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο. Ουσιαστικά, μεταβαίνουμε σε μία από τις λαμπρότερες αρχαιοελληνικές περιόδους: την αρχαϊκή. Για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ότι πριν από το φως υπήρχε το σκοτάδι!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Hall, Jonathan M. (2013), A History of the Archaic Greek World, West Sussex: John Wiley & Sons.
- Ulrich Wilcken (1976), Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση.
- V. R. d’ A. Desborough (1972), The Greek Dark Ages, London: E. Benn Publications
- Violatti, Cristian (2015), Greek Dark Age, από την World History Encyclopedia, διαθέσιμο ΕΔΩ
- Martin, Thomas R. (2000), Ancient Greece: From Prehistoric to Hellenistic Times:, Yale University Press