Της Χριστίνας Σονούντα,
Υπάρχουν ποικίλες θεωρίες, από το χώρο των κοινωνικών επιστημών, για την επεξήγηση του φαινομένου της σεξουαλικής βίας, οι οποίες χωρίζονται πιθανότατα σε τέσσερις κατηγορίες: τις κοινωνιολογικές, τις ψυχολογικές, τις φεμινιστικές και τις ανθρωπολογικές. Θα αναφερθούμε, όμως, στις δύο πιο σημαντικές, τις κοινωνιολογικές και τις ψυχολογικές.
Οι κοινωνιολογικές θέτουν την αποκάλυψη και διερεύνηση των αίτιων της εκδήλωσης σεξουαλικής βίας, ως βασικό στόχο και αναζητούν τα αίτια του βιασμού στο κοινωνικό περιβάλλον του δράστη. Στη δεκαετία του ’60 και στις αρχές του ’70, το έγκλημα του βιασμού αποδόθηκε στα χαρακτηριστικά των δραστών, των θυμάτων, στα οικολογικά πρότυπα και στην αναλογία ανδρών-γυναικών στον ευρύτερο πληθυσμό. Πρώιμες προσεγγίσεις βασίστηκαν στη «θεωρία του υποπολιτισμού της βίας», που διατυπώθηκε για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας και που, σε γενικές γραμμές, υποστηρίζει ότι τα κοινωνικά μειονεκτούντα άτομα σχηματίζουν έναν υποπολιτισμό και ένα σύνολο αξιών, που διαφέρουν απ’ αυτές του κυρίαρχου πολιτισμού και καταφεύγουν στη βία, συμπεριλαμβανομένου και του βιασμού, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Η εξαθλίωση και η κοινωνική απομόνωση αυτών, οδηγούν στην εκδήλωση βίαιης σεξουαλικής συμπεριφοράς. Από έρευνα, βρέθηκε ότι το 77% των βιασμών που αναφέρθηκαν στα αστυνομικά τμήματα της Philadelphia, κατά τη διάρκεια των ετών της μελέτης, είχαν διαπραχθεί από δράστες που ταξινομήθηκαν ως άτομα χαμηλής κοινωνικής θέσης και ως φτωχοί. Για τους μελετητές τότε, τα παραπάνω υποδήλωναν ότι ο βιασμός είναι αναπόσπαστο τμήμα μιας υποκουλτούρας των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων.
Το κύριο μειονέκτημα της προσέγγισης αυτής είναι ότι βασίστηκε σε στοιχεία από υποθέσεις βιασμών που είχαν αναφερθεί στην αστυνομία. Τα παραπάνω στοιχεία δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα, αλλά παρουσιάζουν μια μεροληπτική εικόνα, που εναρμονίζεται με το στερεότυπο του εγκληματία που φέρει τα κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Με βάση αποτελέσματα άλλης έρευνας διατυπώθηκε η άποψη ότι η εκδήλωση βίαιης σεξουαλικής συμπεριφοράς επηρεάζεται από δύο κοινωνικούς παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας είναι η κοινωνική αποδιοργάνωση. Βρέθηκε πως σημαντικό ποσοστό των διαφοροποιήσεων των αναφερόμενων βιασμών στις Πολιτείες των ΗΠΑ εξηγείται με βάση τις μεταβλητές της φτώχειας, του βαθμού αστικοποίησης και του ποσοστού των διαζευγμένων ανδρών. Ο δεύτερος παράγοντας είναι ο προσανατολισμός προς τους ρόλους του φύλου και της σεξουαλικότητας, που αναφέρεται με τον όρο «υπερ-αρρενωπότητα». Ο παραπάνω παράγοντας τίθεται με την προϋπόθεση ύπαρξης μιας ανδροκρατούμενης και βίαιης κοινωνίας, που συνεπάγεται βίαιη και ανδροκρατούμενη σεξουαλικότητα. Τέλος, σύμφωνα με το παραπάνω θεωρητικό μοντέλο, όσο εντονότερο είναι το πρότυπο της «υπερ-αρρενωπότητας» μέσα στον ευρύτερο πληθυσμό, τόσο μεγαλύτερο είναι το αναγνωστικό κοινό των πορνογραφικών περιοδικών, καθώς και τα ποσοστά βιασμού. Και αυτή η προσέγγιση, όμως, πάσχει από τα ίδια μεθοδολογικά ελαττώματα με προηγούμενες.
Σύμφωνα με τη θεωρία της «αναλογίας των φύλων» (sex ratio theory) όσο μεγαλύτερη είναι η αριθμητική υπεροχή των ανδρών, έναντι των γυναικών, στο συνολικό πληθυσμό μιας κοινωνίας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των βιασμών που διαπράττονται. Η συγκεκριμένη θεωρία αντιμετωπίζει το βιασμό ως απόρροια της ανδρικής σεξουαλικής στέρησης και έλλειψης μέσων εκτόνωσή της. Πραγματοποιήθηκαν πολλές έρευνες, για να μπορέσει να εξελιχθεί η θεωρία, όμως καμία δεν κατάφερε να αποδείξει την εγκυρότητα της.
Μια διαφορετική προσέγγιση του φαινομένου, στηρίχθηκε στην άποψη ότι τα εγκλήματα βίας είναι προϊόντα καπιταλισμού. Με βάση λοιπόν, την συγκεκριμένη άποψη οι αντιφάσεις του καπιταλισμού θα γίνονται αντικείμενο τροφής του μίσους και της περιφρόνησης ορισμένων αντρών προς τις γυναίκες. Προτάθηκε, λοιπόν, ότι για να απαλλαγούμε από το έγκλημα του βιασμού και τις ψυχολογικές συνέπειες, που επιφέρει στα θύματα του, θα πρέπει να αλλάξουμε το καταπιεστικό ταξικό σύστημα και να περάσουμε σε μία σοσιαλιστική κοινωνία.
Υπάρχουν ακόμα αρκετές θεωρίες, όπως η θεωρία του πολιτισμικού πλεονάσματος, που σύμφωνα με αυτήν, η σεξουαλική βία προέρχεται όταν τα πρότυπα βίας κυριαρχούν σε διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής π.χ. σωματική τιμωρία στα σχολεία, προβολή βίας από τα ΜΜΕ, κρατική βία κλπ και γενικεύουν τις σχέσεις μεταξύ των φύλων. Ανάλογα με την έκταση της γενίκευσης, η βία που ασκείται για κοινωνικά επιδοκιμαζόμενους σκοπούς, μη-σεξουαλικού περιεχομένου, μπορεί να συνδεθεί με συμπεριφορές όπως ο βιασμός.
Αρκετοί άνδρες αντιμετωπίζουν τις γυναίκες, ως «σεξουαλικά αντικείμενα», και θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο, γεγονός που δυστυχώς έχει κοινά με τις πολιτισμικές αντιλήψεις περί αρρενωπότητας, δηλαδή υπάρχουν αρκετές φυλετικές διακρίσεις εδώ και δεκαετίες. Στατιστικά, αυτό επιβεβαιώνεται αφού οι περισσότεροι βιασμοί γίνονται σε γυναίκες έγχρωμες από άνδρες λευκούς, αφού τις υποτιμούν όχι μόνο για το φύλο τους αλλά και για την φυλή τους ή το χρώμα τους. Επιπρόσθετα, υπογραμμίζεται ότι η σεξουαλικά επιθετική συμπεριφορά των ανδρών, δεν εξαρτάται μόνο από αξίες και προσδοκίες, αλλά και από την σεξουαλική συμπεριφορά των αρρένων φίλων τους, καθώς τέτοια άτομα τους ενθαρρύνουν σε βίαιη σεξουαλική δραστηριότητα. Επομένως, όταν ένας άντρας έχει τέτοιου είδους κοινωνικούς συγχρωτισμούς, έχει περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσει επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά από έναν που δεν έχει τέτοιου είδους συναναστροφές.
Οι ψυχολογικές και κοινωνιολογικές θεωρίες αναζητούν και οι δύο τα αίτια που οδηγούν στην εκδήλωση σεξουαλικής βίας. Η διαφορά των ψυχολογικών θεωριών, από των κοινωνικών είναι ότι αποδίδουν τα αίτια του βιασμού σε ατομικούς παράγοντες. Οι ψυχολογικές θεωρίες, σε γενικές γραμμές, υποστηρίζουν ότι ο βιαστής είναι άτομο ψυχολογικά απροσάρμοστο, υποφέρει από συναισθηματικές διαταραχές και η συμπεριφορά του είναι μια έκφραση της ψυχοπαθολογικής προσωπικότητάς του. Για να ελεγχθούν οι παρουσιαζόμενες ανωμαλίες, πραγματοποιήθηκαν έρευνες με τη χρήση διαφόρων ψυχομετρικών εργαλείων όπως ψυχολογικά τεστ, κλίμακες ευφυΐας, εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, όνειρα και γενετικές αναλύσεις.
Επικρατεί μεγάλη ποικιλία απόψεων, σχετικά με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του ατόμου που ευθύνονται για τη διάπραξη βιασμού. Πιο συγκεκριμένα, έχει υποστηριχθεί ότι ο βιαστής είναι άτομο, το οποίο πάσχει από ένα απωθημένο σύμπλεγμα ευνουχισμού ή σεξουαλικής ανεπάρκειας, που αναγκάζεται να μεταμφιέσει μέσα από μια επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά. Επιπλέον, βιώνει ενδοψυχικές συγκρούσεις, εσωτερική δυσαρμονία και κοινωνική απομόνωση, έχει λανθάνουσες ομοφυλοφιλικές τάσεις, τις οποίες συγκαλύπτει αναπτύσσοντας βίαιες συμπεριφορές εναντίον των γυναικών, ενώ μπορεί κατά την παιδική του ηλικία να υπήρξε το ίδιο θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης. Τέλος, ενδέχεται να βίωσε μια αντιφατική, ταυτόχρονα σκληρή και ερωτική μητρική συμπεριφορά.
Υποστηρίζεται ότι η βία, με διάφορες εκφάνσεις (π.χ., βιασμός), δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας, αλλά κάτι που ενυπάρχει στον καθένα μας και που εκδηλώνεται κάτω από διαφορετικές, για τον καθένα, συνθήκες. Σύμφωνα, πάντα, με την Τσαλίκογλου, η εξάρτηση του ατόμου, η αίσθηση ότι δεν είναι ενεργός φορέας των ενεργειών του, η αδυναμία επενέργειας στο περιβάλλον του και η ασάφεια των ορίων του εαυτού δημιουργούν ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την ανάπτυξη βίαιης συμπεριφοράς.
Άλλες θεωρίες αποδίδουν το φαινόμενο του βιασμού σε έμφυτα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του δράστη. Άνδρες με υψηλά επίπεδα ορμονών, όπως για παράδειγμα η τεστοστερόνη, θεωρούνται ανίκανοι να ελέγξουν τις σεξουαλικές τους επιθυμίες. Από την άλλη πλευρά, ο βιασμός μπορεί να διαπραχθεί από άτομα τα οποία δεν έχουν πρόσβαση σε νομιμοποιημένες σεξουαλικές διεξόδους, όπως για παράδειγμα τα άτομα που δεν έχουν τις ικανότητες να βρουν τον κατάλληλο ερωτικό σύντροφο.
Πολλές θεωρίες με ψυχολογική βάση έχουν διατυπωθεί ώστε να ερμηνευθεί το φαινόμενο της βίας. Η ίδια ερμηνεύεται, ως απάντηση σε καταστάσεις αποστέρησης και συναισθημάτων ανικανοποίητου, όσον αφορά ζωτικές ατομικές ανάγκες. Σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη, ο βιασμός είναι μια συμπεριφορά που εκδηλώνεται από σεξουαλικά στερημένα άτομα. Μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες, η αποστέρηση μεταφράζεται σε χρήση βίας, για την απόκτηση του ζωτικής σημασίας αγαθού, από το δράστη.
Από την άλλη, έχει υποστηριχθεί ότι η βία είναι το αποτέλεσμα της επιθυμίας του ατόμου για επενέργεια στο περιβάλλον του. Η επιθυμία αυτή, να επενεργήσει στο περιβάλλον και τον περίγυρό του, τού δημιουργεί ένα έντονο άγχος αποστέρησης και απόρριψης. Τα συναισθήματα αυτά έχουν καθοριστική σημασία για τον ψυχισμό του ατόμου και πολλές φορές βρίσκουν την έκφρασή τους στην επιθετικότητα και τη βία.
Τέλος, υποστηρίχθηκε ότι η βία προέρχεται από την επιθυμία αναγνώρισης του εαυτού, δηλαδή είναι το αποτέλεσμα μιας ψυχικής αποσύνθεσης του ατόμου που προέρχεται από την απόρριψή του από τα υπόλοιπα κοινωνικά μέλη. Το άτομο δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αναγνώριση, και η απόρριψη του προκαλεί μια αγωνία που ελκύει τη βία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ά. Α. Τσιγκρής, ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ: Θεωρητικές προσεγγίσεις, Επιθ. Κοιν. Ερευνών, 91, 1996, 145-174. Διαθέσιμο εδώ
- Ιωάννου Α. Μ. Ε., Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και προστασία της ιδιωτικής ζωής, ΕΚΠΑ, Τμήμα Νομικής (2007). Διαθέσιμο εδώ
- Karpman B. (1954), The sexual offender and his offenses, New York, Julian Press. Διαθέσιμο εδώ
- Jaffee D. και Μ.A. Straus (1987), Sexual climate and reported rape: A state-level analysis, Archives of Sexual Behavior, τ. 16, τευχ. 2. Διαθέσιμο εδώ
- Baron L. και Μ.Α. Straus (1987), Four theories of rape: A macrosociological analysis, Social Problems, τ. 34, τέυχ. 5. Διαθέσιμο εδώ
- Schwendinger J.R. και Η. Schwendinger (1983), Rape and inequality, Beverly Hills, C.A., Sage. Stack και Kanavy (1983).