Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
Όσο η πανδημία μαίνεται με την εκτόξευση των ημερήσιων κρουσμάτων και η οικονομία αιμορραγεί τόσο εξαιτίας του πρώτου φαινομένου, όσο και από τις επιπτώσεις της προηγούμενης δεκαετίας κρίσης, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στο ενωσιακό προσκήνιο για ένα πρόβλημα που αν δεν καθίσταται ήδη, τότε τείνει να γίνει παραδοσιακό της και αφορά στις χαμηλές επιδόσεις της στα ζητήματα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Η περιβαλλοντική πολιτική της χώρας, αν και έχει εξαναγκαστεί από τους στόχους της πράσινης ανάπτυξης και της κυκλικής οικονομίας που επιτάσσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να σημειώσει σημαντικά άλματα προόδου σε νομοθετικό επίπεδο ρυθμίσεων και μεταρρυθμίσεων, εντούτοις, έχει πολλά περιθώρια βελτίωσης ακόμη σε ό,τι αφορά την πρακτική εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών, παρόλη την ύπαρξη της κείμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Το προαναφερθέν, ωστόσο, δεν χαρακτηρίζεται ως ένα απλό φαινόμενο κακοδιαχείρισης στο εν λόγω πεδίο πολιτικής, αλλά οι επιπτώσεις του για τη χώρα είναι πολύ μεγαλύτερες, καθότι η δέσμευσή μας να τηρούμε το παράγωγο και δευτερογενές δίκαιο ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αφήνει περιθώρια επιλογής σε ό,τι αφορά την ενωσιακή πολιτική, αλλά αυστηρής τήρησής του με έννομες συνέπειες σε περίπτωση αντίθετης περίπτωσης. Παρότι σε επίπεδο ενσωμάτωσης των ευρωπαϊκών οδηγιών στην εθνική μας έννομη τάξη κατέχουμε ως χώρα τα υψηλότερα ποσοστά – πολλές φορές με κόστος δυσανάλογο για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας – στον τομέα του περιβάλλοντος παραμένουμε ουραγοί των υπολοίπων κρατών-μελών, ώστε συχνά να παραπέμπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για «περιβαλλοντικά αδικήματα» που αντιτίθενται στις αποφάσεις και τα ψηφίσματά της, με αποτέλεσμα την επιβολή υπέρογκων προστίμων στο ελληνικό κράτος.
Για ακόμη μία φορά, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραπέμπει την Ελλάδα στο εδώλιο του ΔΕΕ με την κατηγορία ότι ο ατμοσφαιρικός αέρας της Αθήνας δεν λαμβάνει τις απαιτούμενες, σύμφωνα με την Ε.Ε., ποιοτικές τιμές, καθώς δεν έχει κατορθώσει να μειώσει τις εκπομπές του διοξειδίου του αζώτου, οι οποίες βρίσκονται στα ύψη την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, εξαιτίας κυρίως της οδικής κυκλοφορίας, που βασίζεται στο συντριπτικό ποσοστό της στη βενζινοκίνηση και την πετρελαιοκίνηση, και μετέπειτα στη βιομηχανική δραστηριότητα εντός της Αττικής.
Αναλυτικότερα, το ΔΕΕ ανακοίνωσε στις 7 Ιανουαρίου 2022 την εισαγωγή της υπόθεσης C-633/21, η οποία θα εκδικαστεί εντός του έτους, χωρίς να έχει λάβει ακόμη δικάσιμο ημερομηνία, ερειδόμενη στην παραπομπή της Κομισιόν ότι «η Ελλάδα καταγράφει συνεχώς και σταθερά υπέρβαση της ετήσιας οριακής τιμής NO2 στην Αθήνα. Επίσης, δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα ώστε η περίοδος υπέρβασης να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προσπάθειες που έχουν καταβάλει μέχρι σήμερα οι ελληνικές αρχές δεν ήταν ικανοποιητικές και επαρκείς», προβαίνοντας σε προσφυγή ενώπιον του ΔΕΕ λόγω παραβάσεως «προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η Ελλάδα παρέβη: Πρώτον, τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία, αφενός, έχοντας υπερβεί κατά τρόπο συστηματικό και διαρκή τις ετήσιες οριακές τιμές για το ΝΟ2, όσον αφορά τον οικισμό Αθηνών (EL0003) από το 2010, και, αφετέρου, παραλείποντας να θεσπίσει, από τις 11 Ιουνίου 2010, κατάλληλα μέτρα για την διασφάλιση της συμμορφώσεως προς την ετήσια οριακή τιμή για το ΝΟ2 στον ίδιο οικισμό, και δεύτερον, την υποχρέωσή της να λάβει να απαραίτητα μέτρα ώστε η περίοδος υπερβάσεως οριακών τιμών να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη».
Το ΔΕΕ με τη σειρά του προσδιορίζει ότι «η οδηγία 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα καθορίζει στόχους για την ποιότητα του αέρα, για τη βελτίωση της ανθρώπινης υγείας και την ποιότητα του περιβάλλοντος. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη πρέπει να περιορίζουν την έκθεση των πολιτών, μεταξύ άλλων, στο διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ₂)», ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι 400.000 θάνατοι στην Ε.Ε. ετησίως οφείλονται στην ατμοσφαιρική ρύπανση, γι’ αυτό και η ενωσιακή νομοθεσία, αλλά και τα εκτελεστικά όργανα της Ένωσης που λαμβάνουν ρόλο εποπτείας, είναι τόσο αυστηρά. Το γεγονός αυτό συμβαίνει γιατί μέσω της συγκεκριμένης μορφής ρύπανσης προκαλούνται σοβαρές παθογένειες στον ανθρώπινο οργανισμό, όπως όπως άσθμα, καρδιαγγειακά προβλήματα και καρκίνος των πνευμόνων, πέραν των λοιπών συνεπειών που επιφέρουν στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όμως δεν πρόκειται απλά για ένα έτος με αυξημένες τιμές βάσει μίας ετήσιας έκθεσης, αλλά για συστηματική αποφυγή ανάληψης των ευθυνών για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, σε προκλητικό βαθμό θα έλεγε κανείς, όπως προκύπτει από το ακόλουθο ιστορικό:
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «τον Ιανουάριο του 2019, απηύθυνε προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα και, κατόπιν της μη ικανοποιητικής απαντήσεως της τελευταίας, αποφάσισε να της αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη τον Φεβρουάριο του 2020. Ειδικότερα, οι εκθέσεις για την ποιότητα του αέρα που διαβίβασαν οι ελληνικές αρχές για τα έτη 2017 -2018 επιβεβαίωσαν ότι εξακολουθούσε η σχετική παραβίαση. Στη συνέχεια, η Ελλάδα αφού απάντησε με επιστολή της τον Ιούνιο του 2020 στην αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, κοινοποίησε τις ετήσιες εκθέσεις για τα έτη 2015-2016 στις 18 Μαρτίου 2021, δηλαδή με καθυστέρηση τεσσάρων και τριών ετών, αντίστοιχα, καθώς και την έκθεση για το 2019. Τον Σεπτέμβριο του 2021 η Ελλάδα κοινοποίησε τα στοιχεία για την ποιότητα του αέρα για το έτος 2020. Η Επιτροπή, όμως, διαπίστωσε εκ νέου τις ως άνω παραβάσεις». Τονίζεται, παράλληλα, ότι εκκρεμεί ήδη έξι μήνες πριν από την προλεχθείσα και δεύτερη παραπομπή της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο ΔΕΕ για την ανεπιτυχή αντιμετώπιση της ρύπανσης από αιωρούμενα μικροσωματίδια στη Θεσσαλονίκη κατά τα έτη 2005-2019 με την εξαίρεση ενός έτους, παραβιάζοντας κατά αυτόν τον τρόπο την ενωσιακή οδηγία για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η ίδια η ελληνική πολιτεία εθελοτυφλεί μπροστά τόσο στα περιβαλλοντικά της προβλήματα όσο και στις ενωσιακές της υποχρεώσεις, επιβαρύνοντας διαρκώς την ήδη επιβαρυμένη εθνική οικονομία. Ωστόσο, η πηγή του ζητήματος συνίσταται στην εύρεση αποτελεσματικών εναλλακτικών λύσεων που μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στις δύο μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις σχετικά με την οδική κυκλοφορία. Παρατηρείται μεν ότι η ηλεκτροκίνηση έχει πολύ μέλλον ακόμη μπροστά της για αποδοτική χρήση της από τους πολίτες, ενώ οι συγκοινωνιακές υπηρεσίες ακολουθούν ακόμη λειτουργικά και επιχειρησιακά πρότυπα του προηγούμενου αιώνα, τα οποία είναι αδύνατο να εξυπηρετήσουν τον υπέρογκο πληθυσμό των πόλεων. Συνεπώς, βρισκόμαστε ενώπιον ενός φαύλου κύκλου ο οποίος περιπλέκει τα τεχνολογικά και δημοσιοδιοικητικά ελλείμματα με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, και ως μόνη λύση να εμφανίζεται ένα καλύτερο είδος διαπραγμάτευσης μεταξύ των εθνικών και των ενωσιακών θεσμών, ώστε οι ευρωπαϊκές απαιτήσεις να ενσωματωθούν με καταλληλότερο και ρεαλιστικότερο τρόπο στα ελληνικά δεδομένα, δηλαδή να προτιμηθεί η ποιοτική σταχειολόγηση έναντι του οριζόντιου εξισωτισμού μεταξύ των κρατών-μελών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Στο Ευρωδικαστήριο οδηγείται η Ελλάδα λόγω ρύπανσης, Γιώργος Λιάλιος, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Στο ευρωδικαστήριο παραπέμπεται η Ελλάδα για την ατμοσφαιρική ρύπανση της Αθήνας, in.gr, διαθέσιμο εδώ