Της Λουκίας Αστερίου,
Σημαντική πηγή πληροφόρησης για την ιστορία των Γότθων, αλλά και στοιχείων για τη φυλή των Ούννων, θεωρείται το έργο του Ιορδάνη, το οποίο γράφτηκε τον 6ο αιώνα. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο αποτελεί την αρχαιότερη, σωζόμενη πηγή και παρέχει πληροφορίες, που δεν έχουν γραφτεί κάπου αλλού για σημαντικά γεγονότα της Ιστορίας. Από αυτήν την άποψη, το πόνημά του θεωρείται πλούτος για την επιστημονική κοινότητα. Διεισδύοντας, όμως, καλύτερα στην ιστορία, μπορεί κανείς να παρατηρήσει κάποιες αντιφάσεις και ζητήματα που προκύπτουν ως προς την αξιοπιστία των δεδομένων. Το σημαντικότερο θέμα που δημιουργείται είναι το, εάν όντως η φυλή των Γότθων έχει τόπο προέλευσης την περιοχή της Σκανδιναβίας.
Εύλογα ερωτήματα που δημιουργούνται σε κάποιον είναι το γιατί ο Ιορδάνης διατηρεί και αναπαράγει τους θρύλους προέλευσης των Γότθων. Είναι πιθανό να υπάρχουν βαθύτερα και εσωτερικότερα κίνητρα; Πώς έγραψε την ιστορία του και ποιες ήταν αυτές οι συνθήκες; Σε μια προσπάθεια να απαντηθούν, όσο καλύτερα γίνεται, τα παραπάνω ερωτήματα, κρίνεται πρώτα σκόπιμο να γνωρίσει κανείς τον αρχαιότερο, ως σωζόμενη πηγή, συγγραφέα της ιστορίας των Γότθων. Είναι ο συγγραφέας που συχνά συναντά κανείς σε άλλα έργα ως «τον Γότθο», ή με λέξεις – φράσεις που δίνουν σύντομες αποσαφηνίσεις, όπως: «τον Γότθο που ζει στα Βαλκάνια», «τον άνδρα γοτθικής καταγωγής» ή και τέλος «τον χριστιανό γοτθικής καταγωγής». Πρόκειται για τον Ιορδάνη, πρόσωπο που κατείχε το αξίωμα του νοταρίου, γραμματέα-συμβολαιογράφου, σε μια γοτθική οικογένεια, με ευγενική καταγωγή, που τον 6ο αιώνα αποφασίζει να γράψει ιστορία.
Το 551 είναι η χρονολογία ορόσημο, καθώς τότε συγγράφει δύο από τα σημαντικότερα έργα του. Αν και πρώτα δημοσιεύει το “De origine actibusque Getarum” («Περί της καταγωγής και των πράξεων των Γετών»), ο ίδιος είχε καταπιαστεί νωρίτερα με τη σύνταξη του “De summa temporum vel origine actibusque gentis Romanorum” («Η καταγωγή και οι πράξεις του ρωμαϊκού λαού»). Με την ονοματοδοσία που έκανε ο μετέπειτα ιστορικός Mommsen, τα δύο έργα λαμβάνουν τα ονόματα Getica και Romana αντιστοίχως, σε μια προσπάθεια να γίνει μια περιεκτική αναφορά σε αυτά. Η Getica αποτέλεσε το έργο το οποίο απασχόλησε πολλούς ιστορικούς, ως προς την εγκυρότητα των δεδομένων του σε πολλά σημεία και που διαιωνίζει τις παραδόσεις για τη καταγωγή των Γότθων από το νησί Scandza (τη σημερινή Σκανδιναβία).
Τι είναι, όμως, αυτό που εντείνει τις αμφιβολίες της επιστημονικής κοινότητας ως προς ορισμένα σημεία της Getica; Δεύτερες σκέψεις δημιουργούνται όταν αντιληφθεί κανείς, το γεγονός ότι το έργο αυτό αποτελεί μια σύνοψη του πονήματος της ιστορίας των Γότθων από τον Κασσιόδωρο. Πρόκειται, δηλαδή, για μια προσπάθεια του Ιορδάνη να γράψει μια σύντομη εκδοχή του μεγάλου έργου, που αποτελούνταν από δώδεκα βιβλία, της ιστορίας του Κασσιόδωρου. Για να μπορέσει να δοθεί μια απάντηση σε αυτό, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια βραχεία αναφορά στο έργο του Κασσιόδωρου και στο πλαίσιο συγγραφής του, και έτσι θα γίνει περισσότερο κατανοητό και το έργο του Ιορδάνη.
Ο Κασσιόδωρος, γερουσιαστής και γραμματέας του Θεοδώριχου του Μεγάλου, αλλά και του Αθαλάριχου, εγγονού και διαδόχου του, συνδέεται άμεσα με τις επιταγές της οστρογοτθικής αυλής της Ιταλίας. Το κίνητρό του, λοιπόν, από τη θέση που κατέχει, γίνεται σαφές. Σε μια προσπάθειά του να επιβεβαιώσει τη κυριαρχία των Οστρογότθων και να αναδείξει τους λόγους, για τους οποίους δεν πρόκειται για μια ακόμη βαρβαρική φυλή, όπως συνήθιζαν να τους αποκαλούν οι Ρωμαίοι, ο ίδιος συγγράφει την ιστορία της φυλής του. Ο ρωμαϊκός λαός αποδέχεται καλύτερα την κυριαρχία της φυλής, που φέρει μια μακρά ιστορία, που έχει επαφή με τα κλασικά έθνη της αρχαιότητας, και η οποιαδήποτε παράτολμη συσχέτιση των Γότθων με τη φυλή των Σκυθών ή των Γετών φαινόταν μια δελεαστική επιλογή. Κάπως έπρεπε να δοξασθεί η οστρογοτθική αυλή και να κατέχει μια ιστορία βασιλιάδων, με αφετηρία τα αρχαία έθνη.
Βασιζόμενος σε ένα τέτοιο κείμενο, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο που ο Ιορδάνης, ήδη από τον τίτλο συσχετίζει τη φυλή των Γότθων με αυτή των Γετών (“De origine actibusque Getarum”). Με τους συγγραφείς των δύο έργων, πρωτοτύπου και όχι μόνο, να αμφισβητούνται ήδη για την αμεροληψία τους, επιμέρους θέματα εντείνουν τη κατάσταση. Ακολουθεί το ζήτημα με την παραδοχή του Ιορδάνη ότι στηρίχθηκε σε ένα πόνημα, που θα μελετούσε μόνο για τρεις ημέρες. Έχοντας πρόσβαση σε ένα δωδεκάτομο έργο, και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό περιθώριο, επόμενο θεωρείται να κατέχει κάνεις μια γενικότερη αίσθηση μόνο του έργου, καθώς και να κάνει χρήση της μνήμης του σε διάφορα μέρη. Ο ίδιος παραδέχεται πως, κάποια σημεία, από το κείμενο δεν τα θυμάται, αλλά κατάφερε να προσθέσει ταιριαστά θέματα ιστοριών Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, δεκαέξι τον αριθμό, και τα αξιοποίησε ως αυθεντίες.
Καταλήγοντας, η ιστορία του Ιορδάνη ως κείμενο αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας, παρέχοντας πληροφορίες για τη φυλή των Γότθων, αλλά και άλλων, που αποτελούν μοναδικά τεκμήρια. Σίγουρα όμως, οφείλει κανείς να την εξετάσει με προσοχή και επιφυλακτικότητα και να λάβει υπόψη του κάποια δεδομένα. Τα πιο σημαντικά θέματα αφορούν, τον τρόπο που συνέθεσε την ιστορία του, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το έκανε, τα εσωτερικότερα κίνητρα του ίδιου, αλλά και το γεγονός ότι αποτελεί ένα κείμενο που βασίστηκε, κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος του, στο έργο κάποιου άλλου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Mierow, C. C. (1915), The Gothic History of Jordanes in English version, London, Princeton Univ. Press. Διαθέσιμο εδώ.
- Zaroff, R. (2000), The Origins of the Goths, Proceedings of The University of Queensland History Research Group, No. 11, pp. 1-11. Διαθέσιμο εδώ.
- “Jordanes”. Από τη Britannica Encyclopedia. Διαθέσιμο εδώ.