Της Μυρτώς Κατσούλη,
Το ελληνικό δημοκρατικό σύστημα προβλέπει την ύπαρξη ορισμένων ανεξάρτητων αρχών, που διέπονται, φυσικά, από το δημόσιο δίκαιο ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους, τελούν, όμως, υπό το καθεστώς ελέγχου, δράσης και προστασίας του πολίτη, με απώτερο στόχο την εξασφάλιση της τήρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής ομαλότητας εν γένει. Μία από αυτές τις αρχές είναι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), ένας δημόσιος οργανισμός, ο οποίος, παρόλο που εντάσσεται στην εκτελεστική εξουσία, αναπτύσσει τη δράση του χωρίς να ελέγχεται από την κυβέρνηση και να εποπτεύεται από τις κοινοβουλευτικές αρχές, με εξαίρεση τα όσα συνταγματικά προβλέπονται για τις διοικητικές αρχές τους, οι δε πράξεις τους ελέγχονται από τα δικαστήρια.
Στις 20 Ιουλίου 2021, η Ολομέλεια του Ε.Σ.Ρ., έριξε στο τραπέζι των συνεδριάσεων ένα επίκαιρο ζήτημα, που φάνηκε να απασχολεί ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία, ώστε τελικά «να γίνει συζήτηση σχετικά με τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στα ΜΜΕ και για τους ξενόγλωσσους τίτλους και εκπομπές». Ειδικά με τη σφοδρή παρείσφρηση των ξένων όρων, εκφράσεων και λέξεων, κρίνεται αναγκαίο να προασπιστεί η ελληνική γλώσσα, προκειμένου να διατηρηθεί ακέραια απέναντι στην κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης, αλλά και να απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό, που δεν πληροί αυτά τα γλωσσικά κριτήρια. Η ενημέρωση δηλαδή να καλύπτει όλο το κοινωνικό φάσμα για να είναι και πιο προσιτή, αλλά και πιο εύληπτη.
Σχετικά με την απόφαση που εν τέλει λήφθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2022, «Τόσο η παρακολούθηση από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως σειράς τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών όσο και ο αυξανόμενος αριθμός παραπόνων και καταγγελιών που φτάνουν στις υπηρεσίες του πιστοποιούν πλέον το γεγονός ότι η μεταχείριση της ελληνικής γλώσσας από τους περισσότερους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς αγγίζει σχεδόν το όριο της κακοποίησης. Βρίθουν οι σολοικισμοί, οι ακυρολεξίες, η σύγχυση σχετικά με τις κλίσεις ουσιαστικών και επιθέτων, τους χρόνους και τις εγκλίσεις των ρημάτων, τις πτώσεις και πολλά άλλα. Επιπλέον, παρατηρείται καταχρηστική χρησιμοποίηση ξένων λέξεων (κατά κανόνα αγγλικών) στους τίτλους και τους υποτίτλους εκπομπών, κυρίως ιδιωτικών, αλλά μερικές φορές και δημοσίων, μέσων, σε σημείο να κυριαρχεί σχεδόν στα προγράμματα ένα είδος υβριδικού αγγλοελληνικού ιδιώματος».
«Η ενίσχυση αυτών των τάσεων δηλώνει κατ’ αρχάς αδιαφορία έναντι της κείμενης νομοθεσίας. Παραβιάζονται συγκεκριμένες νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται ρητώς στην υποχρέωση των δημοσιογράφων και συντελεστών ενημερωτικών ή επιμορφωτικών εκπομπών να τηρούν με τη δέουσα προσοχή τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού της ελληνικής γλώσσας και γενικότερα να φροντίζουν για την «ορθή, ευπρεπή και καλαίσθητη γλωσσική διατύπωση και εκφορά λόγου».
Συγκεκριμένα, «Η Ε.Ρ.Τ Α.Ε., οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί και οι τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα (πρόσληψη ειδικών επιστημόνων, διορθωτών κειμένων και διοργάνωση σεμιναρίων) για την ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους δημοσιογράφους και τους συντελεστές των ενημερωτικών ή επιμορφωτικών εκπομπών, κατά τη διατύπωση των κειμένων που εκφωνούνται κατά την παρουσίαση των ψυχαγωγικών εκπομπών και κατά τη μεταγλώττιση ή τον υποτιτλισμό των ξενόγλωσσων εκπομπών».
«Εκθέτοντας τα ανωτέρω το Ε.Σ.Ρ. δεν έχει την πρόθεση να υπογραμμίσει τον ρόλο του ως κρατικού οργάνου επιφορτισμένου να ελέγχει τις παραβάσεις των σχετικών νόμων και να επιβάλλει, όπου απαιτείται, τις ανάλογες κυρώσεις. Γνωρίζουμε ότι τέτοια ζητήματα, που αφορούν στη διαμόρφωση γενικότερα του πολιτισμού και του δημόσιου ήθους σε μια κοινωνία, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά με πνεύμα σωφρονιστικό. Ως προς τη χρήση της γλώσσας στα Μ.Μ.Ε. αυτό που χρειάζεται είναι να υπάρχει ένα ενεργό αίσθημα ευθύνης σε όσους έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνουν και να ψυχαγωγούν το κοινό αποτελώντας, ουσιαστικά, για τους νεότερους ένα «παράλληλο σχολείο» και για τους μεγαλύτερους μια καθημερινή «δημόσια σκηνή». Τα όσα διαδραματίζονται συχνά σ’ αυτό το σχολείο και σ’ αυτή τη σκηνή προκαλούν ερωτηματικά, σκέψεις και ανησυχίες. Το βέβαιο είναι ότι η βαναυσότητα έναντι της γλώσσας κορυφώνεται στις ασχήμιες της συμπεριφοράς, κατά τη διάρκεια εκπομπών, τις υβριστικές παραφορές και την προκλητική επίδειξη αθυροστομίας πρώτο θύμα των οποίων είναι το κοινό αίσθημα».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Η χρήση της ελληνικής γλώσσας στα ΜΜΕ, esr.gr, διαθέσιμο εδώ