Του Νικόλαου Τσελέντη,
Το 2021 υπήρξε έτος αναταραχών για την αφρικανική ήπειρο, καθώς γίναμε μάρτυρες διαδοχικών στρατιωτικών πραξικοπημάτων (Γουινέα, Μάλι, Σουδάν) και απέλπιδων προσπαθειών για διεξαγωγή εκλογών -ολοκληρωμένων και μη- σε ψευδεπίγραφες δημοκρατίες (Ουγκάντα, Λιβύη). Η νέα χρονιά, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, αποτελεί εφαλτήριο για ένα «φιλελεύθερο αύριο», με αρκετά αφρικανικά κράτη να τίθενται σε εκλογική τροχιά, επιδιώκοντας να ξεφύγουν από το «ένοχο και εμποτισμένο με αίμα» παρελθόν τους. Στην περίπτωση της Κένυας, όμως, αυτό ίσως να μην ισχύει.
Η Κένυα ταλανίζεται από επαναλαμβανόμενες εσωτερικές έριδες και συρράξεις, λόγω της ιδιόμορφης σύστασής της. Ούσα πρωτίστως υπό τη βρετανική αποικιοκρατική επιρροή μέχρι το 1963, αποτέλεσε ένα σταυροδρόμι ποικίλων θρησκευμάτων και φυλών, γεγονός που οδήγησε σε εθνοτική «σύγχυση» κατά την ανεξαρτητοποίηση και χάραξη της σύγχρονης ιστορίας της. Η εργαλειοποίηση του «ανήκειν» και η τόνωση της φυλετικής ταυτότητας χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από επίδοξους πολιτικούς σε εκλογικές περιόδους, προκαλώντας εκτενή διχασμό και βία, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά. Έτος – ορόσημο σε τέτοιου είδους περιστατικά θεωρήθηκε το 1992, με την έλευση της πολυκομματικής δημοκρατίας, καθώς οι κοινότητες Kalenjin και Kikuyu συγκρούστηκαν στην Rift Valley Province -μια εκ των οικονομικά ισχυρότερων επαρχιών της χώρας-, καταγράφοντας 5.000 νεκρούς και τουλάχιστον 75.000 εκτοπισμένους κατοίκους.
Έκτοτε, οι εκλογικές αναμετρήσεις παρακολουθούνται εναγωνίως από την εγχώρια, αλλά και διεθνή κοινότητα, αφού οι κατηγορίες περί νοθείας, φίμωσης των αντιπολιτευτικών φωνών και αύξησης της αστυνομικής αυθαιρεσίας πληθαίνουν, ακόμη και στις ειρηνικές, για τα δεδομένα της Κένυας, εποχές (2002, 2013). Αξίζει να επισημανθεί ότι η «νόρμα του φόβου και της αστάθειας» εντοπίζεται κυρίως στις χρονιές όπου οι υποψήφιοι Πρόεδροι διεκδικούν εκ νέου το χρίσμα, για δεύτερη δηλαδή συνεχή φορά. Έτσι, η μελανότερη σελίδα του 21ου αιώνα για το κράτος της ανατολικής Αφρικής είναι η γενικευμένη κρίση του 2007-2008, όπου η αμφισβητούμενη νίκη του Mwai Kibaki προξένησε τον αλληλοσπαραγμό 1.500 Κενυατών και την εγκατάλειψη των πατρογονικών τους εστιών από περίπου 250.000 πολίτες, κρίνοντας αναγκαία την επέμβαση του πρώην Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Kofi Annan.
Η τραγωδία τερματίστηκε με την υπογραφή της Εθνικής Συμφωνίας και Πράξης Συμφιλίωσης (National Accord and Reconciliation Act), τον Φεβρουάριο του 2008, από τον Πρόεδρο Mwai Kibaki και τον αρχηγό του αντιπολιτευτικού Πορτοκαλί Δημοκρατικού Κόμματος (Orange Democratic Movement – ODM) Raila Odinga, η οποία προέβλεπε τη σύσταση κυβέρνησης συνασπισμού. Προκειμένου να ευοδωθούν οι ειρηνικές διαπραγματεύσεις και οι αμοιβαίες υποχωρήσεις των πολιτικών αντιπάλων, προχώρησαν σε τροποποίηση του Συντάγματος και θεσμοθετήθηκε το αξίωμα του Πρωθυπουργού, που κατέλαβε ευθύς αμέσως ο Odinga. Το 2010, μέσω δημοψηφίσματος, καταργήθηκε ο ρόλος της πρωθυπουργίας, χωρίς να ανακύπτουν νέες προκλήσεις, με αποτέλεσμα την επιστροφή στην «κανονικότητα» και την ανάληψη της εξουσίας το 2013 από τον Uhuru Kenyatta.
Ο Uhuru, γιος του ιδρυτή και εθνοπατέρα της Κένυας Jomo Kenyatta, θεωρήθηκε ως συνεχιστής της μακράς παράδοσης της οικογενειοκρατίας, με την εκλογή του να τίθεται εν αμφιβόλω, όσον αφορά το αδιάβλητο της διαδικασίας. Ωστόσο, οι ανεπαίσθητες εντάσεις, συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη, επέτρεψαν την ομαλή παραμονή του στο πηδάλιο του αφρικανικού κράτους, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και στις εκλογές του 2017. Τότε, σημειώθηκε μία άνευ προηγουμένου νοθεία, με τον αντίπαλό του, Odinga, να προσφεύγει στη δικαιοσύνη και το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, το οποίο αποφάνθηκε υπέρ του, επαναλαμβάνοντας την αναμέτρηση έναν μήνα αργότερα. Με πενιχρή προσέλευση στις κάλπες (περί 39%) ελέω της εξουθένωσης των λαϊκών στρωμάτων, ο Kenyatta αναδείχθηκε και πάλι νικητής, έχοντας να διαχειριστεί μία τρεμάμενη πολιτική σκηνή.
Ορώμενοι το αδιέξοδο που διαφαινόταν μπροστά τους, ο Kenyatta με τον Odinga αποφάσισαν να παραμερίσουν τα ίδια συμφέροντά τους και να συνεργαστούν για την πολυπόθητη μεστή δημοκρατία. Προς απόδειξη της βούλησης ένθεν και ένθεν, το 2018 ο Odinga εξέφρασε την αμέριστη στήριξή του σε μία απόπειρα ριζικής αναθεώρησης του Συντάγματος του 2010 υπό την καθοδήγηση του Προέδρου Kenyatta, που έλαβε την ονομασία Building Bridges Initiative (εφεξής BBI), με την περίφημη συμφωνία «Χειραψία» (Handshake). Οι δύο μέχρι πρότινος «εχθροί» επισφράγισαν, λοιπόν, τη συνεργασία τους, δίνοντας τα χέρια, δεσμευόμενοι να διασφαλίσουν μια ειρήνη με διάρκεια, δίχως να παραγκωνίζεται κάποια φυλή εντός της εδαφικής επικράτειας.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, το BBI προέβλεπε μία σειρά από αλλαγές στο κατά πολλούς «ασθενικό» Σύνταγμα, με κυριότερες τη δημιουργία 70 νέων εκλογικών περιφερειών, την ταυτόχρονη απόκτηση της υπουργικής, αλλά και βουλευτικής ιδιότητας, τη θέσπιση νέων αξιωμάτων (όπως αυτό του Πρωθυπουργού που καταργήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα) και τη μεγέθυνση του προϋπολογισμού των 47 υπαρχουσών κοινοτήτων. Επιπλέον, τέθηκε επί τάπητος η προσθήκη 300 μελών στο Κοινοβούλιο, τα οποία δεν θα εκλέγονται, πράξη διόλου δημοκρατική για έναν Πρόεδρο που υποσχέθηκε να πατάξει τη διαφθορά και την ευνοιοκρατία, μερικές από τις χρόνιες παθογένειες της Κένυας. Σύμφωνα με τον Kenyatta, όμως, μόνον έτσι θα εξαλειφθούν τα φαινόμενα της άκρατης βίας που διαδραματίζονται κατά τις εκλογικές περιόδους, αν και ειρωνικό αφού ο ίδιος αποτελεί τον πρώτο Κενυάτη ηγέτη που παραπέμφθηκε στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την εμπλοκή του στην κρίση του 2007-2008 – εν τέλει οι κατηγορίες άρθηκαν.
To BBI υπερψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο, το 2020, με τις φήμες περί δωροδοκίας να οργιάζουν, ενώ για την ολοκληρωτική υιοθέτηση του εν λόγω νομοσχεδίου προγραμματίστηκε ένα συνταγματικό δημοψήφισμα, τον Ιούνιο του 2021. Προτού επέλθει η προκαθορισμένη ημερομηνία, 5 δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου στο Ναϊρόμπι ισχυρίστηκαν πως η κίνηση του Kenyatta ήταν αντίθετη με την ισχύουσα νομοθεσία. Πιο αναλυτικά, τόνισαν ότι το BBI αποτελούσε πράξη εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση εξουσίας, διότι έγινε χρήση συνταγματικής διάταξης που έδινε τη δικαιοδοσία μόνο στους πολίτες ή το Κοινοβούλιο (άρθρο 256) να κινήσουν τις διαδικασίες για αναθεώρηση. Φυσικά, η κυβέρνηση αντέδρασε σθεναρά και άσκησε έφεση, χωρίς να καταφέρνει να δικαιωθεί, βλέποντας το μεγαλόπνοο σχέδιο του BBI να «ναυαγεί».
Έχοντας αποτύχει το εγχείρημα των Kenyatta και Odinga, το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, θα έδινε και στους δύο «παράταση ζωής» στην εξουσία -με τον Odinga σε ρόλο Προέδρου και τον Kenyatta στη θέση του Πρωθυπουργού, εφόσον ο δεύτερος δεν μπορεί να διεκδικήσει το χρίσμα για τρίτη φορά-, οι επικείμενες εκλογές προϊδεάζουν αρνητικά την κοινή γνώμη. Και αυτό γιατί ο William Ruto, αναπληρωτής Πρόεδρος της Κένυας, ήρθε σε ρήξη με τον Kenyatta, όταν εκείνος προέβη στη «Χειραψία», αντιλαμβανόμενος πως προτιμά τον Odinga ως διάδοχό του, εξαιτίας της χάραξης ομόφωνης πολιτικής. Έτσι, ο Ruto επιδόθηκε σε μία εμμονική ρητορική μίσους έναντι του παντοδύναμου βαθέος κράτους, συσπειρώνοντας τις δυσαρεστημένες λαϊκές μάζες στο πλευρό του∙ η πανδημία λειτούργησε καταλυτικά στην προσπάθεια αυτή.
Ο κορωνοϊός όχι μόνο ανέδειξε τις κοινωνικοοικονομικές διαφορές, αλλά ενίσχυσε κατακόρυφα το αίσθημα του φόβου και της αβεβαιότητας. Η βία με βάση το φύλο γνώρισε απότομη άνοδο, οι περισσότερες γυναίκες αποκλείστηκαν από τον τομέα της εργασίας και η αστυνομία ενήργησε κατά το δοκούν, θανατώνοντας μερικές δεκάδες πολιτών, στο όνομα της «τάξης και ασφάλειας». Ο Ruto, με αφορμή τα ανωτέρω, εξαπέλυε από την πρώτη κιόλας στιγμή μύδρους κατά της κυβερνήσεως, κάνοντας λόγο για μία διεφθαρμένη ελίτ, η οποία πρέπει να καθαιρεθεί και τη θέση της να καταλάβει ο καταπιεσμένος λαός, υπό το πέπλο μιας δημοκρατικής ηγεσίας. Με άλλα λόγια, δημιουργήθηκαν ήδη προεκλογικά δύο αντίπαλα στρατόπεδα: των “hustlers” από τη μία και των “dynasties” από την άλλη.
Όσο πλησιάζει ο καιρός των εκλογών τόσο θα εκτραχύνεται η κατάσταση μεταξύ των αντίρροπων δυνάμεων της Κένυας. Ο Ruto, σαν από μηχανής θεός, επιθυμεί να σώσει την πατρίδα του από τον νεποτισμό που τη μαστίζει, ερχόμενος, μάλιστα, πρώτος στα προγνωστικά, ενώ ο Odinga, με την υπερπολύτιμη αρωγή του Kenyatta, φαίνεται να ολισθαίνει, κατόπιν της αποτυχίας του BBI. Ωστόσο, ας μη λησμονούμε το γεγονός ότι οι επονομαζόμενοι «δυνάστες» δεν θα παραδοθούν αμαχητί και η διαταξική αντιπαράθεση ενδέχεται να οδηγήσει σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- For Kenyans, 2022 brings hope and fear, Al Jazeera, διαθέσιμο εδώ
- Kenya’s 2022 Elections Have Already Begun, Foreign Policy, διαθέσιμο εδώ
- Kenya: Raila Odinga’s options to beat Ruto narrow after BBI defeat, The Africa Report, διαθέσιμο εδώ
- Kenya, Libya, Sudan: Top elections in Africa to watch out for in 2022, The Africa Report, διαθέσιμο εδώ
- Why peace remains elusive as Kenya prepares for the 2022 general elections, Saferworld, διαθέσιμο εδώ