Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή,
Η πολιτική φιλοσοφία είναι για πολλούς σπουδαστές Ιστορίας, Νομικής ή και Πολιτικής Επιστήμης ένα αντικείμενο που συχνά συναντούν στην πορεία τους προς την αποφοίτηση ή και στη μετέπειτα ακαδημαϊκή τους αναζήτηση. Κι όμως, τις περισσότερες φορές απλά ήρθαμε σε επαφή με ιδέες των φιλοσόφων, μαθαίνοντας να ερμηνεύουμε ένα επιχείρημα ή να βρίσκουμε ένα παράδειγμα, αλλά χωρίς να προβαίνουμε σε ουσιαστική κατανόηση ή να διαμορφώνουμε τον δικό μας στοχασμό πάνω σε αυτό. Στη σημερινή εποχή, θετικό είναι το να προβληματιστεί κανείς για τις ιδέες της νεωτερικότητας και τα φλέγοντα ζητήματα που αφορούν την ορθή διακυβέρνηση και την οργάνωση του κράτους και ακόμη πιο παραγωγικό να συμβεί αυτό με τη βοήθεια των μεγάλων στοχαστών του παρελθόντος.
Ένα έργο που συνδυάζει τον επιστημονικό λόγο με τη στοχαστική διάθεση για τα θέματα αυτά, είναι το νέο βιβλίο του Κυριάκου Δημητρίου, Νεότερη Πολιτική Φιλοσοφία: Από τον Μακιαβέλλι στον Ρουσσώ, που κυκλοφόρησε το 2021 από τις Εκδόσεις Επίκεντρο. Ο Κυριάκος Δημητρίου, όπως μας πληροφορεί η παρουσίασή του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, είναι Διδάκτωρ του University College of London, ενώ ο ίδιος διδάσκει Πολιτική Σκέψη και Ιστορία των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Δεν είναι καθόλου «ξένος» ως προς τη συγγραφή, καθώς έχει στο παρελθόν εκδώσει εννέα λογοτεχνικά έργα, ενώ παράλληλα επιμελείται επιστημονικά περιοδικά και έχει πραγματοποιήσει πλούσιες ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις. Είναι, συνεπώς, ένας έμπειρος συγγραφέας και αξιόλογος επιστήμων, ιδιότητες που τον καθιστούν ιδανικό υποψήφιο για να μας μυήσει στον κόσμο της Νεότερης Πολιτικής Φιλοσοφίας, με τον τρόπο που ο ίδιος έχει επιλέξει.
Σε αυτό το πόνημα, ο συγγραφέας ήδη από την εισαγωγή, εξηγεί ότι θα προσεγγίσει τις φιλοσοφικές θεωρίες με αναλυτικό τρόπο, απορρίπτοντας τη συχνότερα αξιοποιούμενη ιστορικιστική τους ερμηνεία. Το βιβλίο απευθύνεται σε σπουδαστές, αλλά και στο ευρύ κοινό, και έχει μια διάθεση να ανασκευάσει τις ιδέες και τα επιχειρήματα των φιλοσόφων, ώστε να άρει και τις όποιες παρανοήσεις υπάρχουν σχετικά με αυτές.
Ο πρώτος φιλόσοφος που μας κρατάει συντροφιά σε αυτό το ταξίδι είναι ο Μακιαβέλλι. Ο Νικολό Μακιαβέλλι, γνωστός για το έργο Ο Ηγεμόνας, έχει περάσει στην κοινή συνείδηση ως κάποιος ο οποίος ενθαρρύνει τη διπροσωπία και τη χειριστικότητα. Κι όμως, αυτή είναι μάλλον μια λανθασμένη πρόσληψή του. Όπως μαθαίνει ο αναγνώστης στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Μακιαβέλλι κάθε άλλο παρά υπέρ της διπροσωπίας ήταν. Η σαρκαστική και παιγνιώδης διάθεση του Ηγεμόνα αφήνει πραγματικά πολλές απορίες για την πραγματική βούληση του συγγραφέα του. Εκτός από τη φιλοσοφική του παραγωγή, ο Μακιαβέλλι ήταν ένας ιδιαίτερα επιδέξιος λογοτέχνης, ενώ τον Ηγεμόνα είχε προσπαθήσει να τον προωθήσει στην αυλή του Λορέντσο Ντε Μεντίτσι, ο οποίος όμως είχε αδιαφορήσει πλήρως.
Στη συνέχεια, το δεύτερο κεφάλαιο μάς φέρνει σε επαφή με τον Τόμας Χομπς. Κάτι που δε γνώριζα για τον Χομπς και έμαθα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου ήταν ότι, πριν διατυπώσει τις γνωστές του θέσεις για την πολιτική φιλοσοφία, επιχειρούσε να μεταφράσει στα Λατινικά τον Θουκυδίδη. Τόσο πολύ φαίνεται να τον επηρέασαν τα επιχειρήματα του Αθηναίου ιστοριογράφου, ώστε η θεώρησή του για την ανθρώπινη φύση άλλαξε για πάντα. Ο Χομπς στον καιρό του κατακρίθηκε ιδιαίτερα για τις απόψεις του, καθώς η ζοφερή εικόνα που παρουσίασε για τη φύση του ανθρώπου δεν άρεσε στα ήθη της εποχής. Η εικόνα των εγωιστών και βίαιων ανθρώπων που είναι «λύκος ο ένας για τον άλλον» και πρέπει να ελέγχονται από έναν ακούραστο και ακαταπόνητο Λεβιάθαν για να μην καταστρέψουν ο ένας τον άλλον δεν ήταν ελκυστική τότε, και ίσως δεν είναι και σήμερα, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί σε καμία περίπτωση ότι δεν επιβεβαιώθηκε ως έναν βαθμό από την επιστήμη της αρχαιολογίας και της βιολογίας.
Την ίδια αντίρρηση προς τον Χομπς είχε και ο επόμενος διανοητής που θα μας απασχολήσει, ο Τζον Λοκ. Ο Λοκ ήταν ο εισηγητής του κοινωνικού συμβολαίου, στο οποίο θεωρεί ότι κάθε άτομο έχει συναινέσει σιωπηρά, ώστε να απολαμβάνει την προστασία της ατομικής του ιδιοκτησίας και των άλλων φυσικών δικαιωμάτων του από το κράτος. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια σιωπηρή συμφωνία, κατά την οποία ο καθένας στερείται ένα μέρος της ελευθερίας του για να συνυπάρξει με τους άλλους. Ο Λοκ έχει γράψει αρκετά και για την υποστήριξη των βάσεων της ιδιοκτησίας, αλλά τα παραδείγματά του (π.χ. η περίφραξη μιας έκτασης στην οποία άλλοι ασκούσαν δραστηριότητες χωρίς εγκατάσταση) σήμερα αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση, σαν να πρόκειται για δικαιολόγηση της γαιοκτησίας εις βάρος των γηγενών πληθυσμών στην Αμερική.
Στη συνέχεια, το τέταρτο κεφάλαιο αναπτύσσεται γύρω από τις ιδέες του Μοντεσκιέ. Ο διανοητής αυτός, που είναι κυρίως γνωστός σε εμάς από τη θεωρία του για τη διάκριση των λειτουργιών, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα ζητήματα της δικαιοσύνης. Οι αναδρομές του στην ακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αναφέρονται ιδιαίτερα στο ζήτημα της ισοκατανομής της καλλιεργήσιμης γης. Ο ίδιος δείχνει να προβληματίζεται ιδιαίτερα για την άνιση κατανομή των βαρών στη φορολογία, αλλά και γενικότερα για τις διακρίσεις και την αδικία. Στα πλαίσια της προεπαναστατικής περιόδου στη Γαλλία, το έργο του Μοντεσκιέ συνδέθηκε με τις κατηγορίες για τις αυθαιρεσίες του Στέμματος, ενώ πρότεινε ένα μοντέλο κράτους που να στηρίζεται αφενός στους νόμους και αφετέρου στην ιδιοσυγκρασία των διοικουμένων και τη σχέση που αυτοί αναπτύσσουν με το κράτος σε συνθήκες δικαιοσύνης.
Ο τελευταίος φιλόσοφος που θα μας απασχολήσει, πριν αυτό το βιβλίο τελειώσει, ώστε να μας αφήσει να σκεφτούμε όσα ενδιαφέροντα διαβάστηκαν στις σελίδες του, δεν είναι άλλος από τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ προβληματίστηκε, όπως και ο Μοντεσκιέ, για το ζήτημα της αδικίας και αναζήτησε τις πηγές της ανισότητας. Παρόλο που και στις δικές του σκέψεις απαντά ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου, εδώ η αντιμετώπιση του ανθρώπου είναι αρκετά ζοφερή, σχεδόν όπως στον Χομπς, ενώ δεν υπάρχει η ιδέα ενός σχετικά φιλελεύθερου κράτους, αλλά μάλλον ενός πιο τελειοκρατικού μοτίβου, που πασχίζει να οδηγήσει τους πολίτες στην αρετή.
Εν κατακλείδι, το εγχειρίδιο του Κυριάκου Δημητρίου αποτελεί μια άριστη εισαγωγή στη νεότερη πολιτική φιλοσοφία, που έχει όμως και ενδιαφέροντα παραθέματα αλλά και λιγότερο γνωστές λεπτομέρειες, ώστε να συναρπάσει και έναν γνώστη του αντικειμένου. Οι πραγματολογικές ερωτήσεις –ασκήσεις και σκέψεις στο τέλος ορισμένων ενοτήτων– είναι, τέλος, ιδιαίτερα βοηθητικές για την κατανόηση και τον περαιτέρω στοχασμό του αναγνώστη.