Της Έλενας Κοντραφούρη,
Ο όρος «οδοντική δυσχρωμία», χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αλλαγή του φυσικού χρώματος ενός δοντιού. Η αλλαγή αυτή διακρίνεται σε εξωτερική, όταν ο εντοπισμός της είναι στην αδαμαντίνη, και σε εσωτερική, όταν επηρεάζεται το εσωτερικό στρώμα του δοντιού, δηλαδή η οδοντίνη.
Η εξωτερική δυσχρωμία συνήθως οφείλεται στη συσσώρευση χρωστικών εξωγενούς προέλευσης και μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα με τη σωστή στοματική υγιεινή, τη χρήση λευκαντικών οδοντόκρεμων και την εγκατάλειψη συνηθειών που συμβάλλουν στον αποχρωματισμό των δοντιών. Ορισμένα αίτια που την προκαλούν μπορεί να περιλαμβάνουν τη διατροφή, το κάπνισμα, την κακή στοματική υγιεινή και τη φθορίαση. Ας τα δούμε, όμως, πιο αναλυτικά.
Η κατανάλωση ορισμένων ροφημάτων, όπως το τσάι, ο καφές και το κρασί, προκαλεί μεταβολή του φυσικού χρώματος του δοντιού, γιατί σε αυτά περιέχονται ταννίνες. Οι ταννίνες είναι οργανικές ενώσεις που προσδίδουν χαρακτηριστική γεύση και χρώμα στα τρόφιμα. Παράλληλα, όμως, αυτές οι ουσίες έχουν τη δυνατότητα να έλκουν πρωτεΐνες, σάκχαρα, βακτήρια και ένζυμα, τα οποία στη συνέχεια κολλούν πάνω στην αδαμαντίνη. Έτσι, η συσσώρευση αυτών των παραγόντων στην εξωτερική επιφάνεια του δοντιού προσδίδει ένα χαρακτηριστικό κίτρινο-καφέ χρώμα.
To κάπνισμα, ιδιαίτερα όταν ο καπνιστής καταναλώνει πολλά τσιγάρα ημερησίως, συμβάλλει στη δυσχρωμία των δοντιών. Η νικοτίνη και η πίσσα αποτελούν τα δύο κυριότερα συστατικά που ευθύνονται για τον αποχρωματισμό της αδαμαντίνης, καθώς τα υπολείμματά τους, που εναποτίθενται στην επιφάνειά της, μεταβάλλουν το χρώμα της και της δίνουν μία έντονη κίτρινη χροιά.
Η στοματική κοιλότητα αποικίζεται από βακτήρια, τα οποία, όταν ο πληθυσμός τους είναι περιορισμένος, δεν προκαλούν βλάβη στους ιστούς και βρίσκονται σε ισορροπία με τον οργανισμό του ανθρώπου. Υπολείμματα τροφής, ωστόσο, που δεν απομακρύνονται με το βούρτσισμα, τροφοδοτούν τα βακτήρια, με αποτέλεσμα την αύξησή τους. Αυτά με τη σειρά τους παράγουν τη δεξτράνη, μία ουσία που δημιουργεί την οδοντική πλάκα. Η συσσώρευση της οδοντικής πλάκας προσδίδει ένα κίτρινο χρώμα στην αδαμαντίνη και παράλληλα αυξάνει την απορρόφηση άλλων χρωστικών από τις τροφές. Ακόμα, όταν η πλάκα δεν απομακρυνθεί, εμφανίζεται τερηδόνα, και άρα καφέ κηλίδες στα δόντια, λόγω των οξέων που παράγονται από τα βακτήρια που βρίσκονται προστατευμένα μέσα στην οδοντική πλάκα.
Μία κατασκευαστική ανωμαλία της αδαμαντίνης αποτελεί η φθορίαση, η οποία εντοπίζεται κυρίως στα μόνιμα δόντια και κατά την οποία εμφανίζονται λευκές κηλίδες ή λωρίδες στην εξωτερική τους επιφάνεια. Το φθόριο χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική ως μέσο πρόληψης ενάντια στην τερηδόνα, διότι καθιστά πιο σκληρή και ανθεκτική τη δομή της αδαμαντίνης. Η υπερβολική λήψη του, όμως, κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας (λόγω κατάποσης της φθοριούχου οδοντόπαστας ή φθοριούχου νερού) λειτουργεί σαν τοξικό ερέθισμα στη διάπλαση της μόνιμης οδοντοφυΐας, με αποτέλεσμα η αδαμαντίνη να εμφανίζεται κηλιδωτή.
Η εσωτερική δυσχρωμία ενδέχεται να οφείλεται είτε σε εξωγενείς παράγοντες, όπως η λήψη φαρμάκων, είτε σε ενδογενείς, όπως η ύπαρξη μίας νόσου. Σε αντίθεση με την εξωτερική δυσχρωμία, η αποκατάσταση του φυσικού χρώματος του δοντιού είναι δύσκολη ή ακόμα και ακατόρθωτη.
Η τετρακυκλίνη είναι ένα αντιβιοτικό ευρέως φάσματος, το οποίο μπορεί να προκαλέσει αποχρωματισμό των δοντιών, όταν χορηγηθεί σε μικρά παιδιά των οποίων τα μόνιμα δόντια δεν έχουν διαπλασθεί πλήρως. Η τετρακυκλίνη αντιδρά με τα ιόντα ασβεστίου που υπάρχουν στην αδαμαντίνη και στην οδοντίνη, με αποτέλεσμα να αλλάζει η δομή τους και το χρώμα τους να μετατρέπεται σε μπλε-γκρι, είτε σε όλη την επιφάνειά τους είτε σε λωρίδες. Η ίδια ανωμαλία στους οδοντικούς ιστούς του παιδιού παρατηρείται και στην περίπτωση που η τετρακυκλίνη χορηγηθεί στη μητέρα κατά τον 4ο μήνα της κύησης.
Όσον αφορά τα γενετικά αίτια, η ατελής οδοντινογένεση συνιστά μία κληρονομήσιμη αναπτυξιακή διαταραχή της οδοντίνης, κατά την οποία επηρεάζεται κυρίως η νεογιλή οδοντοφυΐα, αλλά και η μόνιμη. Η μοριακή της βάση σχετίζεται με μεταλλάξεις στο γονίδιο μίας πρωτεΐνης που παίζει κύριο ρόλο στην ενασβεστίωση της οδοντίνης, δηλαδή στη διαδικασία ολοκλήρωσης της ανθεκτικής δομής της και απόδοσης του χαρακτηριστικού της χρώματος. Η υποπλασμένη οδοντίνη, λοιπόν, έχει ως αποτέλεσμα τα δόντια να εμφανίζουν διαφανοποιημένη μπλε, καφέ ή κίτρινη όψη.
Επίσης, πιθανό είναι να προκύψει μεταβολή του χρώματος του δοντιού έπειτα από τραύμα στην παιδική ηλικία, κατά την οποία τα μόνιμα δόντια ακόμα διαπλάθονται. Αυτό οφείλεται στη διαταραχή του σχηματισμού της αδαμαντίνης και της οδοντίνης. Οι ιστοί παρουσιάζουν ανωμαλίες και δεν έχουν το χαρακτηριστικό υπόλευκο χρώμα, αλλά μία σκουρόχρωμη όψη. Ο τραυματισμός του δοντιού, ωστόσο, σε μεγαλύτερη ηλικία, οδηγεί στον τραυματισμό του πολφού και στη δημιουργία μιας μικρής εσωτερικής αιμορραγίας. Τα ερυθρά κύτταρα του αίματος πεθαίνουν και απελευθερώνουν τα ιόντα σιδήρου που περιέχουν. Αυτά, στη συνέχεια, απορροφώνται από την οδοντίνη και προσδίδουν ένα σκούρο γκρι χρώμα στα δόντια.
Η οδοντική δυσχρωμία είναι μία κατάσταση που δεν απειλεί την υγεία του ασθενούς, αλλά αλλοιώνει την αισθητική του εικόνα και επηρεάζει τη ψυχολογία του. Θα ήταν σωστό, λοιπόν, να δοθεί έμφαση στα αίτια που την προκαλούν προκειμένου να προληφθεί η αλλαγή του φυσικού χρώματος των δοντιών και να μην χρειάζεται αποκατάσταση μέσω οδοντιατρικής θεραπείας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Manuel, S. T., Abhishek, P., & Kundabala, M. (2010). Etiology of tooth discoloration-a review, Nigerian Dental Journal, 18(2), 56-63. Διαθέσιμο εδώ
- Barron, M. J., McDonnell, S. T., Mackie, I., & Dixon, M. J. (2008). Hereditary dentine disorders: dentinogenesis imperfecta and dentine dysplasia. Orphanet journal of rare diseases, 3, 31. Διαθέσιμο εδώ