Της Ελπίδας Καλαμαράκη,
Η στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί, τον Δεκαπενταύγουστο του 1909, είναι το γεγονός που σηματοδότησε την είσοδο της Ελλάδας στον 20ό αιώνα, αλλάζοντας αποφασιστικά τον ρου της ελληνικής ιστορίας. Είναι το σημείο «καμπή» της μετάβασης στη νεότερη ιστορία, διότι χάρη σε αυτό επιτεύχθηκε πληθώρα αλλαγών τόσο στην κοινωνική όσο και στην πολιτική ζωή της χώρας.
Μια διεξοδικότερη ανάλυση του ζητήματος μάς παρουσιάζει το βιβλίο του Σωτήρη Ριζά, με τίτλο 1909. Η μετάβαση της Ελλάδας στον 20ό αιώνα, από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο Σωτήρης Ριζάς είναι Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Έρευνας της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών και κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής του καριέρας έχει διδάξει στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών.
Στον πρόλογο του βιβλίου επισημαίνονται οι κομβικοί λόγοι για τους οποίους η επανάσταση στο Γουδί έχει τόση μεγάλη σημασία. Πέρα από το γεγονός ότι η συνταγματική ομαλότητα 45 ετών της χώρας διαταράχτηκε και η θεσμική αστάθεια της χώρας που εμφανίστηκε, τερματίστηκε μονάχα το 1974, ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ήταν η πρώτη φορά που ένα κίνημα σχεδιάστηκε και διαδραματίστηκε αποκλειστικά από τον στρατό, χωρίς να υπάρχει δηλαδή κάποια από κοινού ενέργεια με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Έπειτα, αναφέρεται ο κεντρικός στόχος του βιβλίου που είναι η ανάδειξη τριών διαστάσεων: η απουσία της πλήρους νομιμότητας της στρατιωτικής επέμβασης, η ασάφεια της πολιτικής στρατηγικής του κινήματος και οι συνέπειες που προκληθήκαν.
Στη συνέχεια, το βιβλίο θέτει το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο έλαβαν μέρος τα γεγονότα. Όπως αναφέρει εξ αρχής, κεντρικό ερώτημα της ελληνικής ιστοριογραφίας είναι εάν η στρατιωτική επέμβαση ήταν μια αστική επανάσταση εναντίον των γαιοκτημόνων και του στέμματος, ζήτημα για το οποίο υπάρχουν τόσο θετικές, όσο και αρνητικές αποκρίσεις από σπουδαίους ιστορικούς. Πράγματι, υπήρχαν διαφορές όχι μόνο με τους γαιοκτήμονες, όπως συνέβη με την προσάρτηση της Θεσσαλίας, αλλά και με το στέμμα, λόγω της παρεμβατικής πολιτικής που ασκούσε, εξαιτίας της χαλαρής διάρθρωσης των κομμάτων. Ωστόσο, αναφορικά με την πρώτη παράμετρο, αυτές περιορίζονταν στις περιφέρειες και σχετικά με τον βασιλιά, ήταν σχεδόν αδύνατο τότε μια χώρα όπως η Ελλάδα να μην ήταν υπό καθεστώς μοναρχίας. Βασικό ζήτημα ήταν η επίτευξη της Μεγάλης Ιδέας, ανεξαρτήτως της ασθενούς οικονομικής κατάστασης του κράτους, με τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων. Για αυτό, θεωρούνταν αναγκαία και η διατήρηση των καλών σχέσεων του στέμματος με αυτές.
Μία σειρά από γεγονότα που διαδραματίστηκαν μεταξύ του 1890-1909 δικαιολογούν την κοινωνική δυσαρέσκεια της χώρας και την έναρξη διεργασιών στον στρατό. Η πτώχευση του 1893, η ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897, η εγκαθίδρυση διεθνούς οικονομικού ελέγχου το 1898, η μετανάστευση, η αστικοποίηση και το κίνημα των Νεότουρκων το 1908 είναι ορισμένα από αυτά. Συνάμα, το 1906 σχηματίστηκε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Αξιωματικών, από διάφορες Σχολές και βαθμίδες, με στόχο την αναδιοργάνωση του στρατού. Μέχρι την επανάσταση στο Γουδί, δεν είχαν παρατηρηθεί ευρύτεροι πολιτικοί στόχοι. Ωστόσο, ήταν φανερή η σταδιακή απώλεια του ελέγχου του στρατού από την Κυβέρνηση.
Το 1909 αυξήθηκαν κατά κόρον οι μυημένοι αξιωματικοί, λόγω της υποτίμησης που έδειχναν οι Οθωμανοί προς την ελληνική στρατιωτική δύναμη και εξαιτίας του νομοσχεδίου του 1909, που απέκλειε τη δυνατότητα εξέλιξης των υπαξιωματικών σε αξιωματικούς. Σημείο καμπής αποτέλεσε η διαρκής καθυστέρηση και αποφυγή της προσάρτησης της Κρήτης στην Ελλάδα από τις μεγάλες Δυνάμεις. Στα τέλη του Ιούνη, η κοινωνική δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός της χώρας ήταν προφανείς, ενώ μια στρατιωτική κινητοποίηση αποτελούσε θέμα δημόσιας συζήτησης καθώς κανείς δεν μπορούσε πλέον να εγγυηθεί τη νομιμότητα του στρατού. Στις 14 Αυγούστου η διοικούσα επιτροπή του Συνδέσμου απέστειλε στον πρωθυπουργό, Δημήτριο Ράλλη, τα αιτήματά της, που μεταξύ άλλων, υπαινισσόταν την αυτονομία των ενόπλων δυνάμεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δε θα υποχωρούσε «προ ουδενός κωλύματος οθενδήποτε παρεμβαλλομένου».
Το κίνημα εκτελέστηκε με ακρίβεια, αποκλειστικά από τη φρουρά της Αθήνας, χωρίς λαϊκή ανάμειξη και αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα οργανωμένης μειοψηφίας που επικρατεί της «άβουλης» μάζας. Η επικράτηση αυτή του Συνδέσμου προκάλεσε και την ταχεία απήχησή του σε όλο και περισσότερους αξιωματικούς. Το βιβλίο συνεχίζει επισημαίνοντας τη σχέση του Συνδέσμου με το Στέμμα και τη Βουλή. Έμφαση δίνεται στην ανάγκη της συμμαχίας των αξιωματικών με τη βασιλεία, αφενός για να νομιμοποιηθούν οι πράξεις του Συνδέσμου, αφετέρου για τη διατήρηση των καλών σχέσεων της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ωστόσο, η σχέση με τη Βουλή ήταν αβέβαιη και χαρακτηριζόταν από καχυποψία, καθώς η Κυβέρνηση δεν προέβαινε στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν, ούτε υπέγραφε γραπτώς τη συμφωνία της με τα αιτήματα του στρατού. Πάντως, ο Σύνδεσμος φαινόταν ότι είχε αρχίσει να έχει και απήχηση στον λαό, ιδίως μετά το συλλαλητήριο του Σεπτεμβρίου.
Προς τον Δεκέμβρη, είχε γίνει εμφανής μια σταδιακή αποδυνάμωση του Συνδέσμου, ιδίως λόγω των αναταραχών που υπήρχαν στο ναυτικό και της απαίτησης των κομμάτων για απομάκρυνση του Υπουργού των στρατιωτικών Λαπαθιώτη, μετά από απρεπή συμπεριφορά ενώπιον της Βουλής. Αυτήν την αναταραχή έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Βασιλιάς, και έτσι στις 10 Δεκεμβρίου, σημειώνεται η πρώτη επίσημη συνάντησή του με τον αρχηγό του Συνδέσμου, Νικόλαο Ζορμπά. Χαρακτηριστική είναι η απαίτηση του Συνδέσμου για παραίτηση της Κυβέρνησης Μαυρομιχάλη και η πρόταση σχηματισμού νέας από τον κρητικό πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Αρχικά, το βιβλίο επισημαίνει πως ο Βενιζέλος αρνήθηκε τον σχηματισμό της Κυβέρνησης, διότι είκαζε ότι θα υπήρχαν αρνητικές αντιδράσεις από το Στέμμα και τα κόμματα. Ωστόσο, δέχτηκε να προωθήσει την ιδέα της εθνοσυνέλευσης. Η ιδέα έβρισκε τόσο υποστηρικτές, όσο και αρνητές. Στόχος της ήταν η διάλυση της Κυβέρνησης, ο σχηματισμός νέας και η αναθεώρηση του Συντάγματος. Ο Θεοτόκης συμφώνησε μόνο υπό την προϋπόθεση και της διάλυσης του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Έτσι, στις 17 Ιανουαρίου 1910, η διοικούσα επιτροπή συνεδρίασε και έχοντας τη σύμφωνη γνώμη του Βασιλιά Γεωργίου Α΄, εγκρίθηκε η πρόταση σύγκλησης αναθεωρητικής Βουλής και ο σχηματισμός κυβέρνησης Δραγούμη. Έτσι, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος μπορεί να διαλύθηκε, αλλά παρέμεινε ένα άτυπο, ενεργό δίκτυο το οποίο, σε περίπτωση που δεν εκτελούνταν «άπαντα τα συμπεφωνημένα», θα επανερχόταν και θα λειτουργούσε υπό άλλην μορφήν, γεγονός που υπαινίσσεται τη χρήση βίας και την εγκαθίδρυση δικτατορίας.
Κλείνοντας, γίνεται μία εκτενής αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στην πορεία για την ανάληψη της πρωθυπουργίας του. Χαρακτηριστική είναι η ανάλυση του λόγου του στην πλατεία Συντάγματος στις 5 Σεπτεμβρίου 1910, την οποία το βιβλίο θεωρεί ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα της ελληνικής πολιτικής. Στην ουσία αποτελούσε το προγραμματικό κείμενο του λεγόμενου «Βενιζελισμού της Ανόρθωσης». Πράγματι, στις 3 Οκτωβρίου δόθηκε από τον βασιλιά εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στον Βενιζέλο. Ο ίδιος προχώρησε σε διάλυση της αναθεωρητικής Βουλής και στην προκήρυξη εκλογών, στις οποίες το κόμμα του, «Κόμμα των Φιλελευθέρων», επικράτησε. Μέχρι το 1911, είχε ολοκληρωθεί και η αναθεώρηση του Συντάγματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα εισήλθε στον 20ό αιώνα και σημείωσε μεγάλη πρόοδο. Ωστόσο, το Κίνημα στο Γουδί, είχε αφήσει κατάλοιπα, προκάλεσε ρήγματα, τα οποία οδήγησαν σε εντάσεις και διχασμό, ιδίως το 1915, και εισήγαγε μια θεσμική αστάθεια που κράτησε έως το 1974.
Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί μια διεξοδική ανάλυση της επαναστάσεως στο Γουδί και των συνεπειών της. Βασίζεται σε πληθώρα πηγών, αδημοσίευτων και μη, γεγονός που το εμπλουτίζει με πληροφορίες και λεπτομέρειες, τις οποίες ενδεχομένως να μην γνωρίζαμε. Επιπλέον, παρουσιάζονται οι απόψεις διάφορων σπουδαίων ελληνικών ιστορικών, αλλά και πολιτικών της εποχής, γεγονός που προσδίδει ποικιλομορφία και ενδιαφέρον. Συνάμα, αποτελεί ένα ιδιαίτερα ευανάγνωστο κείμενο, κατάλληλο για οποιονδήποτε θέλει να γνωρίσει καλύτερα αυτό το τόσο σπουδαίο ιστορικό γεγονός για τη χώρα μας.