Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
Ο κινηματογράφος αποκαλείται συχνά και ως «έβδομη τέχνη». Συνδυάζει την εικόνα με την κίνηση και τη μουσική. Την περίοδο που δεν ήταν δυνατή η αναπαραγωγή ήχου μέσω ταινιών, περίπου ως τα τέλη της δεκαετίας του 1920, οι προβολές συνοδεύονταν από ζωντανή μουσική. Η ιστορία του ηχογραφημένου κινηματογραφικού ήχου ξεκίνησε το 1926, όταν οι Warner Brothers παρουσίασαν μία συσκευή, η οποία έδινε τη δυνατότητα αναπαραγωγής μουσικής, μέσω ενός δίσκου που συγχρονιζόταν με τη μηχανή προβολής της ταινίας. Η ταινία “The Jazz Singer”, που κυκλοφόρησε το 1927, αποτελεί παράδειγμα αυτής της τεχνολογίας, καθώς εμπεριείχε διαλόγους. Ωστόσο, οι πρώτες κινηματογραφικές ταινίες παρουσίαζαν στιγμιότυπα της καθημερινότητας χωρίς κίνηση και ήταν σύντομες σε διάρκεια.
Η ανακάλυψη αυτής της διαδικασίας είχε ως αποτέλεσμα η προβολή κινηματογραφικών ταινιών από εκεί και έπειτα να είναι άκρως προσοδοφόρα. Αφού παρατηρήθηκε πόσο επιτυχημένη ήταν η νέα εφεύρεση και το προϊόν της, ξεκίνησαν γρήγορα διάφορες περιοδείες στην Ευρώπη, για να εκτεθούν οι πρώτες ταινίες πρωταρχικά ιδιωτικά και αργότερα δημόσια στις μάζες. Σε κάθε χώρα συνήθως προστίθεντο τοπικές σκηνές και αρκετά γρήγορα βρέθηκαν και οι τοπικοί επιχειρηματίες στις διάφορες χώρες της Ευρώπης, για να πουλήσουν τον εξοπλισμό τους και να φωτογραφήσουν, να εξαγάγουν, να εισαγάγουν και να προβάλουν πρόσθετα προϊόντα στο εμπόριο. Όμως, τι γίνεται όταν οι συνθήκες, όποιες κι αν είναι αυτές είτε είναι ένας άνθρωπος από μόνος του, ένας πόλεμος, μια οικονομική, κοινωνική κρίση φέρνουν το κλείσιμο μιας κινηματογραφικής αίθουσας και με το πέρασμα του χρόνου την ερήμωσή της και την πλήρη οικοδομική εξαθλίωσή της; Ένας τέτοιος κινηματογράφος είναι αυτός στο Παραλίμνι της Κύπρου, τον οποίο θα δούμε μέσα από τα λόγια ενός ανθρώπου που τον έζησε και ενός άλλου που, μέσα από τις φωτογραφίες του, τον αποθανάτισε.
Σύμφωνα με την Αθηνά Βραχίμη-Στάθη, κάτοικο Παραλίμνιου, η οποία ζει απέναντι από τον κινηματογράφο, γνωρίζουμε πως κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930 και ξεκίνησε τη λειτουργία του με την ονομασία «ΛΙΜΝΑΙΟΝ». Μας αναφέρει πως είναι σχετικά μικρός σε χωρητικότητα με τον μέγιστο αριθμό καθισμάτων κάπου κοντά στα 300, με λειτουργία δύο με τρεις μέρες τις καθημερινές και με διπλές προβολές τα Σαββατοκύριακα. Επίσης, μας λέει πως οι πιο πολλές παραγωγές ταινιών που προβάλλονταν ήταν ελληνικές, ελάχιστες ξένες, αλλά και κάποια παιδικά έργα. Τα μπροστινά καθίσματα ήταν κυρίως για επισήμους και για πιο εύπορους πολίτες, ενώ οι χαμηλότερες οικονομικά τάξεις μπορούσαν να καθίσουν όπου ήθελαν, ανεξαρτήτως της τιμής του εισιτηρίου. Η κινηματογραφική αίθουσα λειτουργούσε μέχρι και το 1974, αλλά αναγκάστηκε να διακόψει τις προβολές λόγω της τουρκικής εισβολής στο νησί. Μετά το πέρας του πολέμου, λειτούργησε σχεδόν για ακόμα μία δεκαετία, όταν και έκλεισε οριστικά τις πόρτες του.
Έκτοτε, ο κινηματογράφος έμεινε έρμαιο του χρόνου, οπότε μέχρι και σήμερα παραμένει ως έχει. Πλέον, το κτήριο είναι ετοιμόρροπο, αλλά πέρα από αυτό κρύβει μέσα του πολλούς «θησαυρούς-διαμάντια» για την ιστορία του κινηματογράφου, όπως η μηχανή προβολής, διάφορα φιλμ, αφίσες, προγράμματα κ.λπ. Σε μια προσπάθεια «διάσωσης» σε ό,τι σώζεται, ο Δήμος αγόρασε το κτήριο, ώστε να ενταχθεί μέσα στα σχέδιά του για μεταγενέστερα έργα, αλλά μέχρι τώρα δεν καρποφόρησε κάτι. Κλείνοντας, ο ίδιος ο αρθρογράφος σκέφτεται να απευθυνθεί στην Ένωση Ηθοποιών Κύπρου και να έρθει σε συνεννόηση με τον Δήμο, ώστε να γίνει μια συντήρηση σε ορισμένα αντικείμενα και μεταγενέστερα να εκτεθούν για το κοινό.
Η περιήγηση στον εν λόγω κινηματογράφο διατίθεται στον παρακάτω σύνδεσμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ute Holl, Cinema,Trance and Cybernetics, Amsterdam University Press, 2017. σ.23
- Προσωπικές μαρτυρίες προς τον αρθρογράφο.